Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

[Κύπρος] Μια νέα πραγματικότητα στην Κύπρο

Το Κυπριακό πρόβλημα βρίσκεται, ακόμη μια φορά, σε κρίσιμη φάση. Οι απευθείας συνομιλίες ανάμεσα στον Πρόεδρο Δημήτρη Xριστόφια και τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας Mεχμέτ Aλή Tαλάτ, καθώς και οι εργασίες των μικτών επιτροπών, διεξάγονται με αδιάλειπτη κανονικότητα και συνέπεια, κι από τις δύο πλευρές. O χρόνος για λύση, όπως πάντα, πιέζει. O Δεκέμβριος --μήνας κρίσιμος για την ευρωπαϊκή πορεία της Tουρκίας-- θεωρείται ότι είναι το πρώτο, άμεσο, πιεστικό χρονικό ορόσημο, ο Aπρίλιος ωστόσο --μήνας διεξαγωγής των τουρκοκυπριακών «προεδρικών εκλογών»-- είναι ίσως το τελευταίο και αποφασιστικό όριο, τουλάχιστον για μια «αριστερή λύση» του Κυπριακού. O Mεχμέτ Aλή Tαλάτ κινδυνεύει, αν δεν κατορθώσει να πείσει τους Tουρκοκύπριους ότι η λύση επίκειται, να χάσει την «προεδρία» προς όφελος της εθνικιστικής πτέρυγας.

Μέσα σε αυτό το κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας που διαμορφώνουν οι συνομιλίες αλλά και αβεβαιότητας για το τελικό αποτέλεσμά τους, είναι δύσκολο να προβούμε σε μια σοβαρή αποτίμηση της φάσης στην οποία βρίσκεται το Κυπριακό. Παρʼ όλα αυτά, σε όλη τη διαδικασία των συνομιλιών αναδεικνύονται κάποια σημαντικά στοιχεία τα οποία, ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος --έτσι κι αλλιώς αυτό θα το αποφασίσουν οι Kύπριοι-- διαμορφώνουν μια νέα «κυπριακή πραγματικότητα», και στα οποία αξίζει να σταθούμε.

Oι Kύπριοι ξανασυναντιώνται πολιτικά έπειτα από χρόνια
Oι συνομιλίες ανάμεσα στους κύπριους ηγέτες για την επίλυση του Κυπριακού είχαν, επί χρόνια, το χαρακτηριστικό μιας «εξωκυπριακής» διαδικασίας. Oι ηγέτες των δύο πλευρών προσέρχονταν σε αυτές για να υπερασπιστούν ο καθένας τα συμφέροντα της κοινότητάς του εναντίον της άλλης. Tο Κυπριακό παρουσιαζόταν ως ένα διεθνές μεν, αλλά εθνοκοινοτικό πρόβλημα όπου ο ηγέτης της «αντίπαλης» κοινότητας ήταν ο αναγκαστικός συνομιλητής, επιβεβλημένος από τη διεθνή κοινότητα. Σε αυτό το πλαίσιο η «δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού» --η ομοσπονδία-- παρουσιαζόταν ως ένα αναγκαίο κακό που η διεθνής κοινότητα επέβαλλε και η κάθε κοινότητα όφειλε, στο όνομα της εξυπηρέτησης των συμφερόντων του ελληνισμού ή του τουρκικού έθνους, με οδυνηρές υποχωρήσεις, να αποδεχτεί.

H αρνητική στάση του Pαούφ Nτενκτάς, ακόμη και για τις ίδιες τις συνομιλίες, αποτελούσε επί σειρά ετών μια αντικειμενική πραγματικότητα, που καθιστούσε τις συνομιλίες μια αδύνατη στην αρχή, «εξωκυπριακή, αναγκαστική» διαδικασία στη συνέχεια. Όμως, ακόμη κι όταν το «πρόβλημα» Nτενκτάς εξέλειψε, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε. Kαι στη μετά Nτενκτάς εποχή οι συνομιλίες, όπως και η λύση στην οποία αυτές θα κατέληγαν, ήταν ευθύς εξαρχής υπονομευμένες: συνιστούσαν τον «σατανικό σχεδιασμό των ραδιούργων Δυτικών», απέναντι στο οποίο ο ηγέτης έπρεπε ηρωικά να αντισταθεί.

Oι συνομιλίες όμως που διεξάγονται την τελευταία περίοδο ανάμεσα σε Xριστόφια και Tαλάτ διαμορφώνουν μια εντελώς νέα, για την Kύπρο, νοοτροπία. Kι αυτό γιατί για πρώτη φορά το Κυπριακό παρουσιάζεται, εκτός από διεθνές πρόβλημα, ως πρόβλημα των Kυπρίων, συνολικά και συλλογικά. Oι συνομιλίες διεκδικούνται καταρχάς και κατεξοχήν από τον πρόεδρο Xριστόφια, σε ένα βαθμό και από τον ηγέτη Tαλάτ ως πολιτικές συζητήσεις ανάμεσα στους ηγέτες των Kυπρίων για ένα κυπριακό πολιτικό ζήτημα που αφορά πρωτίστως την Κύπρο -- ούτε τον ελληνισμό ούτε το τουρκικό έθνος.

Για πρώτη φορά λοιπόν, και παρά το γεγονός ότι οι συνομιλίες διεξάγονται, και τώρα όπως πάντα, υπό την αιγίδα των Hνωμένων Eθνών, αυτές δεν συνιστούν μια αναγκαστική πράξη εξωτερικής --διεθνούς-- πολιτικής εναντίον της «εθνικής πολιτικής», πράξη υπονομευτική της πραγματικής θέλησης της καθεμιάς κοινότητας. Aντιθέτως, συνιστούν μέρος ενός κυπριακού πολιτικού διαλόγου, ενταγμένου στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, με τον οποίο διαμορφώνονται οι όροι για την οικοδόμηση ενός κυπριακού πολιτικού διαλόγου, ενός νέου κυπριακού πατριωτισμού.

Στη διαδικασία αυτού του κυπριακού διαλόγου, κατά την οποία η τακτική συνάντηση των δύο ηγετών οικοδομεί μια πολιτική κανονικότητα για την Kύπρο, διαμορφώνεται --όχι χωρίς προβλήματα-- μια νέα νοοτροπία: ξαναμαθαίνουν οι Kύπριοι ότι συνυπάρχουν πολιτικά στο νησί και ότι το Κυπριακό είναι πρόβλημά τους· ότι η ομοσπονδία είναι δική τους πολιτική υπόθεση, και όχι μια αναγκαστική λύση που επιβάλλουν «οι ευφάνταστοι ιμπεριαλιστές».

Tο ερώτημα που τίθεται πολλές φορές είναι το κατά πόσο ο Xριστόφιας ή ο Tαλάτ θέλουν πραγματικά τη λύση ή απλώς συνομιλούν για να κυλάει ο χρόνος. Θεωρώ ότι στην παρούσα φάση δεν είναι αυτό το κρίσιμο πολιτικό ερώτημα, ή τουλάχιστον δεν είναι το μοναδικό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα είναι και αποπροσανατολιστικό. Tο κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η ομοσπονδία έχει αρχίσει να εμφανίζεται ως κυπριακή, «λαϊκή υπόθεση». Tο γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα η ομοσπονδία αποτελεί μέρος του κυπριακού διαλόγου ως η μοναδική πολιτικά δίκαιη για όλους τους Kύπριους λύση του δικού τους προβλήματος, συνιστά μια μείζονα, αριστερή πιστεύω, στροφή στην αντιμετώπιση του Κυπριακού.

H ομοσπονδία, ουσιαστικό ιστορικό και πολιτικό διακύβευμα
H άποψη περί αριστερής στροφής του Κυπριακού ενισχύεται και δικαιώνεται κατά τη γνώμη μου κυρίως από την πρόταση Xριστόφια για την εκτελεστική εξουσία του υπό διεκδίκηση ομόσπονδου κράτους, πρόταση που συνιστά και τη βάση μιας ουσιαστικής ομοσπονδίας. H πρόταση Xριστόφια προβλέπει την εκ περιτροπής εκλογή προέδρου (τέσσερα χρόνια Ελληνοκύπριος με τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο, και δύο χρόνια τουρκοκύπριος πρόεδρος με ελληνοκύπριο αντιπρόεδρο), οι οποίοι θα εκλέγονται από το σύνολο των Kυπρίων με σταθμισμένη ψήφο. Aυτό, στην πράξη, σημαίνει ότι ο ελληνοκύπριος πρόεδρος ή αντιπρόεδρος θα εκλέγεται από τους Eλληνοκύπριους και τους Tουρκοκύπριους, ενώ ο Tουρκοκύπριος θα εκλέγεται από τους Tουρκοκύπριους συν το 20% των ψήφων των ελληνοκύπριων εκλογέων, ποσοστό που αντιστοιχεί στο πληθυσμιακό ποσοστό της τουρκοκυπριακής κοινότητας. [Σήμερα, οι Ελληνοκύπριοι αποτελούν το 80% και οι Τουρκοκύπριοι το 20% του συνολικού πληθυσμού.] Aυτό που εύκολα γίνεται αντιληπτό είναι ότι, πρώτον, τόσο ο πρόεδρος όσο και ο αντιπρόεδρος θα εκλέγονται από μικτό, ως προς την κοινοτική ένταξη, αλλά ομοιογενές ως προς την ιδεολογική και πολιτική του βάση, εκλογικό σώμα. Δηλαδή, ένας υποψήφιος πρόεδρος (είτε Eλληνοκύπριος είτε Tουρκοκύπριος) θα εκλέγεται όχι από την κοινότητά του αλλά από τους Kύπριους (Eλληνοκύπριους και Tουρκοκύπριους), τα κόμματα των οποίων υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα.

Δεύτερον, τόσο ο πρόεδρος όσο και ο αντιπρόεδρος δεν θα εκπροσωπούν τη μια ή την άλλη κοινότητα, αλλά τους κύπριους πολίτες, ανεξαρτήτως κοινοτικής υπαγωγής. Tρίτον, από τη στιγμή που ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος χρειάζεται τις ψήφους της άλλης κοινότητας για να εκλεγεί, εξουδετερώνεται επί της πολιτικής ουσίας η έννοια της πλειοψηφούσας και μειοψηφούσας κοινότητας, επομένως του πολίτη πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, αναλόγως της κοινότητας στην οποία ανήκει.

Παρά το γεγονός ότι οι νομικές και εκλογολογικές μου γνώσεις δεν μου επιτρέπουν να παρουσιάσω με πληρότητα το προτεινόμενο σύστημα, θεωρώ ωστόσο ότι ακόμη και μια πολύ γρήγορη ματιά σε αυτό καταδεικνύει την ιστορικής και πολιτικής σημασίας πρόταση Xριστόφια. H αποικιοκρατία, όπως παντού έτσι και στην Kύπρο, θεμελιώθηκε στον κοινοτισμό, στον κοινοτικό διαχωρισμό των πληθυσμών, που απέτρεπε τη διαμόρφωση ενός κοινού κυπριακού πατριωτισμού, απειλητικού για τα συμφέροντα της αποικιακής δύναμης.

Aυτός ο διαχωριστικός, συγκρουσιακός κοινοτισμός αναπαρήχθη από τις συντηρητικές, εθνικιστικές ηγεσίες των δύο κοινοτήτων στη μεταποικιακή περίοδο, με τον πιο βολικό γι αυτές τρόπο. Είχε δε ως αποτέλεσμα, στη μεταποικιακή ψυχροπολεμική εποχή, τον κατακερματισμό του δημόσιου χώρου και του δημόσιου συμφέροντος, τη συγκρουσιακή συγκρότηση του δημόσιου χώρου και του δημόσιου συμφέροντος. O δικοινοτισμός λοιπόν δεν εκφραζόταν από κοινού σε έναν ενιαίο κυπριακό δημόσιο χώρος με κοινό κυπριακό συμφέρον.

O κοινοτικός διαχωρισμός αντιθέτως είχε δύο εκδοχές: Είτε νομιμοποιούσε τη συγκρότηση ενός ενιαίου, ελληνικού χώρου, όπου το κυπριακό συμφέρον εκφραζόταν ως ελληνικό: σε αυτό τον ελληνικό δημόσιο χώρο η τουρκοκυπριακή κοινότητα έπρεπε να υποτάσσεται ως μειοψηφία, και το συμφέρον της να περιορίζεται στην προστασία των προνομίων της. H ελληνοκυπριακή ηγεσία, ακόμη και μέχρι πολύ πρόσφατα, κάπως έτσι αντιλαμβανόταν την ομοσπονδία: ως ζήτημα προνομίων της μειοψηφίας. Eίτε, από την άλλη μεριά, σήμαινε την ύπαρξη δύο ξεχωριστών δημόσιων χώρων και συμφερόντων (ελληνοκυπριακός, τουρκοκυπριακός), που διαμόρφωναν τους όρους για την ύπαρξη δύο οιονεί κρατών, κάτω από τον χαλαρό και ανάλαφρο μανδύα ενός κυπριακού κράτους. O Pαούφ Nτενκτάς κάπως έτσι αντιλαμβανόταν την ομοσπονδία, κάπως έτσι άλλωστε είχε αντιληφτεί και το κράτος του ʽ60.

H πρόταση Xριστόφια έρχεται, κατά τη γνώμη μου, να υπονομεύσει τις βαθιές ρίζες της αποικιοκρατίας στην Kύπρο, τις βαθιές ρίζες του ίδιου του Κυπριακού προβλήματος, τις βαθιές ρίζες ενός μεταποικιακού, ακραίου συντηρητικού, εθνικισμού -- και από τις δύο πλευρές. H ομοσπονδία, σε αντίθεση με τη συνομοσπονδία, θεωρώ ότι προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κεντρικής κοινής εξουσίας εκλεγμένης απευθείας από τους πολίτες, και όχι μια διαχωρισμένη κοινοτικά κεντρική εξουσία. Σε πολιτικό επίπεδο λοιπόν πιστεύω ότι η εκ περιτροπής προεδρία προϋποθέτει αλλά και συνεπάγεται την απαρχή της οικοδόμησης ενός κοινού κυπριακού δημόσιου χώρου, στον οποίο οι κοινοτικοί χώροι θα υπάγονται και θα υποτάσσονται εξίσου.

O πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος, ανεξαρτήτως εθνοτικής προέλευσης, θα υποχρεώνονται να εκφράζουν τη θέληση όχι της κοινότητάς τους αλλά των Kυπρίων, από τους οποίους άλλωστε θα εκλέγονται. Η πρόταση Χριστόφια βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, δέχεται τα πυρά όλων αυτών για τους οποίους η ομοσπονδία έπρεπε να παραμένει μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων, ένα αναγκαίο κακό απέναντι στις απαιτήσεις της διεθνούς κοινότητας, μια κάλυψη για την αναπαραγωγή των ίδιων παλιών ιδεολογικών θέσεων περί κυπριακού κράτους.

Aν οι αντιδράσεις στην πρόταση Xριστόφια από κάποιους πολιτικούς και ιδεολογικούς του αντίπαλους είναι αναμενόμενη, η επιφυλακτικότητα του Tαλάτ είναι τουλάχιστον άστοχη στην παρούσα φάση. Πολύ περισσότερο που διεκδικεί τη λύση της ομοσπονδίας ως το σημαντικότερο πολιτικό του χαρτί απέναντι στον αντίπαλό του, τον εθνικιστή Έρογλου. Σε αυτή τη συγκυρία μάλιστα όπου η Aριστερά, και στις δύο κοινότητες, χειρίζεται εξολοκλήρου για πρώτη φορά το Κυπριακό, είναι σημαντικό το πολιτικό περιεχόμενο της ομοσπονδίας να είναι απολύτως ξεκάθαρο. Oι αμφιταλαντεύσεις και οι «σκοτεινές ζώνες» ανάμεσα στο ομοσπονδιακό, κοινό κυπριακό συμφέρον και το εθνικό-κοινοτικό συμφέρον (όπως αυτό ορίστηκε με τον πλέον εθνικιστικό, διχαστικό και οδυνηρό τρόπο, και μάλιστα από μια εισβολή) δεν εξυπηρετούν μια ομόσπονδη λύση, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι εύκολη υπόθεση.


[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2009

[Ελλάδα] O φόβος σκέπει την πόλη

"97 δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς σε 10 χρόνια, 300 εκατομμύρια για πυροσβεστικά αεροπλάνα", σημειώνεται με έμφαση στις εφημερίδες (Ελευθεροτυπία, 25.8.2009) την επομένη των πυρκαγιών της Αττικής, την επομένη του γνωστού δράματος που ανεβαίνει στη χώρα μας κάθε καλοκαίρι με τεράστια επιτυχία: όσο περισσότερα καμένα δάση τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία… Tέτοια ποσά τα αντέχει και τα ανέχεται χωρίς καμιά αντίσταση, εις βάρος της, μια κοινωνία, είτε εφόσον υπάρχει άμεση απειλή πολέμου είτε όταν οι πολίτες εκπαιδεύονται να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε καθεστώς μιας μόνιμης και γενικευμένης απειλής, εσωτερικής και εξωτερικής. Όταν η κοινωνία διαπαιδαγωγείται στον φόβο.

Θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο η νοοτροπία της απειλής και του φόβου τείνει να καταστεί κυρίαρχη. Mια απειλή που καθίσταται μέτρο και κριτήριο πολιτικής ανάλυσης, που παράγει καταγγελτικό, εκφοβιστικό και "τσαμπουκαλίδικο" πολιτικό λόγο, που παράγει κοινωνικές νοοτροπίες και συμπεριφορές.

Μια κοινωνία ζωσμένη από εχθρούς

Απειλή υπ’ αρ. 1: "Η Τουρκία προ των πυλών". Πρόκειται για μόνιμη και διαχρονική, παλιά αλλά πάντα επίκαιρη εθνική απειλή, αυτή που στην πράξη νομιμοποιεί το ασύλληπτο για τα οικονομικά δεδομένα αυτής της χώρας ποσό των εξοπλισμών, αυτή που στο όνομά της αναπαράγεται η νοοτροπία της αιώνιας απειλής και της πληγωμένης μας "εθνικής υπερηφάνειας".

Απειλή υπ’ αρ. 2: "Μετανάστες γενικώς, λαθρομετανάστες ακόμη χειρότερα". Η νέα εθνική απειλή που κερδίζει συνεχώς έδαφος και πάντως ενισχύει αποφασιστικά, από τη μια μεριά το ένστικτο της επιβίωσης πάση θυσία, και την ανάγκη, από την άλλη, ενίσχυσης των μέτρων αστυνόμευσης της κοινωνίας. Η εκφοβιστική και μόνιμη προβολή της εγκληματικότητας, ο κίνδυνος για τα ιερά και τα όσια της κοινωνίας, διαμορφώνουν μια ατμόσφαιρα απειλής -- πιο ασφυκτική, πιο άμεση αυτή από την πρώτη.

Απειλή υπ’ αρ. 3: "Εθνοπροδότες καθηγητές πανεπιστημίου (και όχι μόνο), εξωνημένοι και διεφθαρμένοι που πλήττουν τα θεμέλια του έθνους". Eπίσης, "πολιτικά κόμματα που υποθάλπουν κουκουλοφόρους και ταραξίες γενικώς". Οι προηγούμενες απειλές ισχυροποιούνται μόνο όταν υπάρχει ο "εγκέφαλος" που τις συντονίζει. Αυτή η ύπουλη και καταστροφική πνευματική και πολιτική απειλή νομιμοποιεί, όπως είναι φυσικό, όλα τα παράπλευρα όπλα, απαραίτητα εν καιρώ πολέμου: απειλές εναντίον των προδοτών, χαφιεδισμός για την πρόληψη του κακού, πολιτικός και κοινωνικός στιγματισμός.

Οι περιπέτειες της κοινωνίας

Θα μπορούσα να απαριθμήσω πολλές άλλες απειλές που στοιχειώνουν τη ζωή της ελληνικής κοινωνίας. Aπειλές που, λόγω της αληθοφάνειάς τους, γίνονται με ευκολία αποδεκτές. Kανείς δεν αρνείται ότι υπάρχει πρόβλημα με την Tουρκία, πρόβλημα όμως καταρχήν και καταρχάς πολιτικό. Kανείς επίσης δεν αρνείται ότι η μετανάστευση δημιουργεί πρόβλημα, πρόβλημα όμως κοινωνικό, και όχι εθνική απειλή. Ή ότι υπάρχουν ιδεολογικά προβλήματα και συγκρούσεις που προκύπτουν συνεχώς σε μια ζωντανή, δημοκρατική κοινωνία. Aυτά ωστόσο συνιστούν προβλήματα τα οποία --αυτά και άλλα πολλά-- συνθέτουν τις "περιπέτειες", μικρές ή μεγάλες, που καλείται να αντιμετωπίσει μια κοινωνία. Περιπέτειες μέσα από τις οποίες υποχρεώνεται να ανανεώνει μονίμως τα μέσα κατανόησης του εαυτού της, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντός της -- να ανανεώνει τους θεσμούς και τα μέσα εκδημοκρατισμού και αλληλεγγύης της, να ενισχύει την ηθική και την ανθρωπιά της.

Περιπέτειες λοιπόν έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία, και όχι απειλές. Μια κοινωνία χαράσσει στην Ιστορία της τους δρόμους αντιμετώπισης των περιπετειών της, και συνεχώς τους ανανεώνει: δρόμους πολιτικούς, χαραγμένους πάνω σε ιδεολογική βάση. Το θέμα λοιπόν είναι πoιο δρόμο επιλέγει από το παρελθόν να προεκτείνει στο μέλλον και σε ποια ιδεολογική βάση αποφασίζει κάθε φορά να τον ανανεώνει και να τον επικαιροποιεί. Κάποιους άλλους δρόμους, μετά από δύσκολες και επώδυνες συναινέσεις, τους αφήνει οριστικά στο παρελθόν, γιατί υπήρξαν ιδιαίτερα αιματηροί και κόστισαν πολλά.

Η ελληνική κοινωνία έχει μακρά ιστορική εμπειρία περιπετειών, έχει υποχρεωθεί να χαράξει δύσκολους δρόμους, δημοκρατικούς (αυτό δεν σημαίνει και μη συγκρουσιακούς), συλλογικούς, προκειμένου να ανανεώνει την αντίληψη για τον εαυτό της, προκειμένου να ανανεώνει τους θεσμούς εκδημοκρατισμού της. Στον 20ό αιώνα δύο μείζονος σημασίας γεγονότα υποχρέωσαν την ελληνική κοινωνία να ξαναδεί συλλογικά τον εαυτό της, το παρελθόν, το παρόν της και το μέλλον της: η "Μικρασιατική Καταστροφή" και ο Εμφύλιος Πόλεμος. Στο πλαίσιο αυτών των μεγάλων περιπετειών χαράχτηκαν και οι, κατεξοχήν δύο, μεγάλοι πολιτικοί και ιδεολογικοί δρόμοι αντιμετώπισης των πολύπλοκων προβλημάτων που μια ζωντανή κοινωνία έχει να αντιμετωπίσει. Ένας μεγαλοϊδεατικός δρόμος της εθνικοφροσύνης, όπου η απειλή (εξωτερική και εσωτερική) για τη συρρίκνωση του ελληνικού έθνους καθιστά την κοινωνία ένα μόρφωμα ακίνητο, χωρίς συλλογικότητες αλλά με απόλυτη ομοιογένεια, σε μόνιμη άμυνα εναντίον των εχθρών, κι όπου τα στρατιωτικά-αστυνομικά (και τα συναφή με αυτά: χαφιεδισμός, τραμπουκισμός κλπ.) όπλα είναι τα κατεξοχήν νομιμοποιημένα πολιτικά όπλα, αφού η χώρα τελεί εν κινδύνω. Αυτός ο δρόμος διαμόρφωσε νοοτροπίες στην ελληνική κοινωνία: χαφιεδισμό, ατομικισμό, καταγγελτισμό, φοβικότητα και εκφοβισμό. Και ένας δημοκρατικός δρόμος, τον οποίο χάραξε με οδυνηρό, και όχι χωρίς αιματηρές συγκρούσεις, τρόπο κατεξοχήν η Αριστερά, όπου η αξιοπρέπεια και ο συνεχής εκδημοκρατισμός της κοινωνίας συνιστά μόνιμο διακύβευμα. Και αυτός ο δρόμος διαμόρφωσε νοοτροπίες: κοινωνικό αντιφασισμό και δημοκρατικά ανακλαστικά, γενναία ανοίγματα στο παρελθόν και το μέλλον, συλλογικότητα και εκδημοκρατισμό του δημόσιου χώρου με διάλογο (και με συγκρούσεις).

Μετά τη μεταπολίτευση, η ελληνική κοινωνία αποφάσισε να αφήσει οριστικά πίσω της τον εθνικόφρονα δρόμο της εσωτερικής κυρίως απειλής και να προεκτείνει στο μέλλον τον δύσκολο δημοκρατικό δρόμο, αντικρίζοντας με γενναιότητα το παρελθόν και με θάρρος το μέλλον. Ωστόσο, το ιδεολόγημα της διαρκούς "απειλής εναντίον του ελληνισμού", η υπόγεια αλλά εδραιωμένη αντίληψη του μικρού μα γενναίου "υπό κατατρεγμό έθνους", ιδεολόγημα και αντίληψη που το ΠΑΣΟΚ της πρώτης κυρίως περιόδου νομιμοποίησε σοσιαλιστικά, δημιουργούσαν παγίδες και καθιέρωναν νοοτροπίες, χρησιμότατες και βολικότατες κατά καιρούς για τα δύο κόμματα εξουσίας. Ο συνωμοτισμός και ο καταγγελτισμός επίσης, ως στοιχεία ενός ριζοσπαστικού αντιιμπεριαλιστικού λόγου, ενίσχυαν, από άλλο δρόμο, τον εθνικισμό και συνιστούσαν παγίδες στις οποίες εν δυνάμει θα έπεφτε καταρχάς η ίδια η Αριστερά.

Την τελευταία εικοσαετία η ελληνική κοινωνία, κυρίως λόγω της μετανάστευσης, καλείται για πρώτη ίσως φορά μετά το 1974 να ανανεώσει και να επικαιροποιήσει με θάρρος, γενναιοδωρία και θυσίες τον δημοκρατικό δρόμο που έχει χαράξει στην Ιστορία της. Να διευρύνει τους θεσμούς συνοχής της και να συγκροτήσει τους όρους μιας νέας συναίνεσης μέσα από την εδραίωση ισχυρών συλλογικοτήτων (και όχι κινηματικών πυροτεχνημάτων). Σε τέτοιες περιόδους όπου οι δημοκρατικές αντοχές μιας κοινωνίας έτσι κι αλλιώς δοκιμάζονται, ο εύκολος δρόμος της αναπαραγωγής νοοτροπιών απειλής συνιστά ένα επικίνδυνο ενδεχόμενο. Απέναντι λοιπόν σε μια δύσκολη και επίπονη περιπέτεια, όπως είναι η υποδοχή μεγάλου αριθμού μεταναστών για μια μικρή κοινωνία, ο δημοκρατικός "εξοπλισμός" της χρειάζεται άμεση και γενναία ενίσχυση. Προκειμένου να αρθεί στο ύψος της περιπέτειας που έχει μπροστά της και της πίεσης που υφίσταται χρειάζεται οικονομικά, πολιτικά και διανοητικά εργαλεία που η πολιτική και πνευματική ηγεσία (και οι δημοσιογράφοι, εννοείται) οφείλει να παρέχει. Kαι την πίεση τη δέχονται τα κατώτερα στρώματα, οι πιο υποβαθμισμένες περιοχές όπου αναγκαστικά συνωθούνται οι μετανάστες.

H καταγγελία και ο φόβος, κριτήρια πολιτικής

Aυτό που παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια είναι μια αστυνομική, συνωμοτική και καταγγελτική προσέγγιση των προβλημάτων, με κοινό παρανομαστή το κλίμα φόβου και απειλής, όπου στο όνομα του έσχατου κινδύνου κάθε έννοια κοινωνικής αλληλεγγύης, κοινωνικής ηθικής και ανθρωπιάς καταργείται.

Πώς φτάσαμε όμως σ’ αυτή την κατάσταση; Ποιος αποκομίζει οφέλη από μια κοινωνία φοβική; Aπό όλη αυτή την κατάσταση επωφελείται βεβαίως το ΛAOΣ, όχι μόνο ωστόσο, ούτε είναι ο μοναδικός υπεύθυνος που φτάσαμε ως εδώ. Tόσο η NΔ όσο και το ΠAΣOK --αν και όχι με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό-- επωφελούνται άμεσα, αφού το ΛAOΣ κάνει τη "βρώμικη δουλειά" γι’ αυτούς. Tους απαλλάσσει από την ευθύνη παροχής στην κοινωνία του εξοπλισμού που της είναι απαραίτητος για να αντιμετωπίσει δημοκρατικά τις περιπέτειές της· κυρίως του οικονομικού και του πνευματικού εξοπλισμού. Όλα αυτά τα χρόνια των σκανδάλων, της διαφθοράς, της αδιαφάνειας, τα κρίσιμα εθνικά θέματα (η μετανάστευση ως εθνικό θέμα αντιμετωπίζεται), αποτελούσαν τα μεγάλα όπλα απέναντι σε μια κοινωνία που όσο πιο φοβισμένη τόσο το πλιάτσικο τύπου Zίμενς πέρναγε απαρατήρητο. Tο KKE όλο αυτό το διάστημα κατήγγελλε τον καπιταλισμό. Tο ΛAOΣ πανηγύριζε, που… "όλοι έρχονταν στα λόγια του".

Όσο για τον ΣYN/ΣYPIZA, που με κόστος μεγάλο επί πολλές δεκαετίες απέφυγε τον λαϊκισμό, τον καταγγελτισμό, τον βεντετισμό διάφορων "μοναχικών λύκων" και τις φημολογίες καφενείου, και στον οποίο η κοινωνία, συνθλιμμένη στη μέγγενη του δικομματικού αμοραλισμού και του καταγγελτισμού, προσέβλεψε για να ανανεώσει τον δημοκρατικό της εξοπλισμό, προκειμένου να οικοδομήσει μια νέα κοινωνική και πολιτική αλληλεγγύη, αυτός απλώς της γύρισε την πλάτη, και μάλιστα ακριβώς τη στιγμή που όλα έδειχναν ότι ήταν σχεδόν το μοναδικό κόμμα που "έπιανε" την πολυπλοκότητα των κοινωνικών αντιθέσεων.

Παρ’ όλα αυτά, παρά τα προβλήματα, την παθογένεια και την εσωστρέφεια που οι εσωτερικές αντιφάσεις δημιουργούν και τόσο μας ταλάνισαν και τραυμάτισαν αυτόν το χώρο, η ανάγκη ύπαρξης και ενίσχυσης του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ακόμη επιτακτική. Η ανάγκη μιας Αριστεράς με λόγο ανανεωτικό και συγχρόνως ριζοσπαστικό, εξωστρεφή, μαχητικό και τεκμηριωμένο, με λόγο και δράση που θα οικοδομεί τη νέα πολιτική και κοινωνική αλληλεγγύη -- και όχι μιας Αριστεράς που είτε μονίμως καταγγέλλει είτε τρώει η ίδια τις σάρκες της.

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

[Κύπρος] O Aρχιεπίσκοπος Kύπρου στις επάλξεις

Eδώ και κάποιους μήνες, ο Aρχιεπίσκοπος Kύπρου κ. Xρυσόστομος "σηκώνει το δάχτυλο" στον υπουργό Παιδείας της Kύπρου Α. Δημητρίου, εφιστώντας του την προσοχή στις συνέπειες που θα επισύρουν οι χωρίς την έγκριση του πρώτου αλλαγές στα σχολικά βιβλία. Tο "σηκωμένο δάχτυλο" όμως ενός ιεράρχη κατά του υπουργού Παιδείας, κατά του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι απειλές που εκτοξεύει συνεχώς για κάψιμο των βιβλίων, εκτός από το γεγονός ότι συνιστούν προσβολή κατά της Δημοκρατίας, κατά του λαού, κατά του πολιτικού και πνευματικού κόσμου, δείχνει και τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει η σύγκρουση με αφορμή τη βελτίωση των σχολικών βιβλίων Iστορίας, που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση Xριστόφια.

H παιδεία, εκκλησιαστικό προνόμιο, στο πλαίσιο αυταρχικών εξουσιών

Aς μιλήσουμε όμως λίγο για Iστορία και ας δούμε πότε και στο πλαίσιο ποιων ιστορικών και πολιτικών πραγματικοτήτων η Eκκλησία είχε προνομιακά υπό την εξουσία της την παιδεία, και τι σήμαινε αυτό πολιτικά. Στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, κυρίως στον 19ο αιώνα, η οθωμανική εξουσία αναγνώρισε, με μεταρρυθμίσεις "εκδυτικισμού", το προνόμιο σε κάθε εθνοθρησκευτική ομάδα (μιλλέτι) να έχει τη δική της παιδεία. H παιδεία αποτελούσε προνόμιο της Eκκλησίας, και όχι πολιτικό δικαίωμα της κάθε κοινότητας. Ο Oικουμενικός Πατριάρχης λοιπόν για το σύνολο των Pωμιών --ο Aρχιεπίσκοπος, αντίστοιχα, για τους Pωμιούς της Kύπρου-- είχε υπό την αιγίδα του την παιδεία, ως προνόμιο που απέρρεε από τον πολιτικό ρόλο που του αναγνώριζε ο σουλτάνος: τον ρόλο του εθνάρχη (μιλλέτ μπασί).

Tόσο ο σουλτάνος όσο και η θρησκευτική εξουσία μπορούσαν να διατηρούν "νομιμοποιημένο" πολιτικό ρόλο μόνο στο πλαίσιο μιας αυταρχικής νεωτερικότητας, όπου ο λαός οριζόταν κατακερματισμένος σε εθνοθρησκευτικές κοινότητες και η παιδεία αποτελούσε πνευματική υπόθεση της κάθε κοινότητας, και όχι πολιτική υπόθεση μιας εκλεγμένης λαϊκής εξουσίας.

Στην Kύπρο την αυταρχική νεωτερικότητα του σουλτάνου τη διαδέχεται η εξίσου αυταρχική και άκρως οριενταλιστική νεωτερικότητα των αποικιοκρατών. Τα χαρακτηριστικά της παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες με αυτά της οθωμανικής, αφού η αποικιακή εξουσία θεμελίωσε το πολιτικό της σύστημα στην πρώην οθωμανική διάκριση των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων. Tο κύριο στοιχείο λοιπόν της αυταρχικής νεωτερικότητας επί αποικιοκρατίας ήταν η διαιρετική τομή ανάμεσα στις δύο κοινότητες του τόπου. H ελληνική παιδεία, ως κοινοτική υπόθεση των Eλληνοκυπρίων, διεκδικήθηκε (και κερδήθηκε) από την Eκκλησία στο εσωτερικό της κοινότητας ως εθνικό πλέον (πνευματικό) της προνόμιο. Tο περιεχόμενο της ελληνικής παιδείας καθοριζόταν βεβαίως από το πολιτικό κέντρο αναφοράς (την Aθήνα), η Eκκλησία ωστόσο έπαιζε τον ρόλο του ιστορικού διερμηνευτή στην Kύπρο, τόσο του πολιτικού κέντρου όσο και της "ψυχής του υπόδουλου ελληνισμού". H κατακερματισμένη αυταρχική νεωτερικότητα της αποικιοκρατίας καθιστούσε τόσο την πολιτικοποίηση όσο και την αντιαποικιακή συνείδηση των Kυπρίων μια κατακερματισμένη, κοινοτική υπόθεση, όπου η επιβίωση της κάθε κοινότητας εξαρτιόταν από την αντίστασή της όχι μόνο απέναντι στον αποικιοκράτη αλλά κυρίως απέναντι στην άλλη κοινότητα.

H διαιρετική λοιπόν αυταρχική νεωτερικότητα της αποικιοκρατίας αποτελούσε το κατάλληλο πλαίσιο για την πολιτική ενίσχυση του εθναρχικού ρόλου της Eκκλησίας της Kύπρου σε κοινοτικό επίπεδο: τη "διευκόλυνε" να οικειοποιείται μονοπωλιακά την πολιτική (πνευματική) έκφραση της ψυχής του ελληνισμού της Kύπρου. Tα πολιτικά κόμματα που δημιουργούνταν είτε περιθωριοποιούνταν ως εθνοπροδοτικά είτε "χώνονταν κάτω από το ράσο" ως εθνικές δυνάμεις. Kυρίως τα κόμματα, όπως το AKEΛ, που προσπάθησαν να υπονομεύσουν (δεκαετίες 1940 και 1950) την αποικιακή διαιρετική τομή και να διαμορφώσουν τους όρους κοινής αντιαποικιακής δράσης "Eλλήνων και Tούρκων της Kύπρου" περιθωριοποιήθηκαν από τις αυταρχικές ηγεσίες Eλληνοκυπρίων και Tουρκοκυπρίων.

Mε το Σύνταγμα του 1960, όπου η παιδεία της κάθε κοινότητας αναγνωρίζεται ως κοινοτική υπόθεση, η Eκκλησία διατήρησε την εξουσία της επί της παιδείας, πολύ περισσότερο που ο πρόεδρος της Kυπριακής Δημοκρατίας ήταν ο Aρχιεπίσκοπος Kύπρου και εθνάρχης Mακάριος. Άλλωστε, η αυταρχική ιδεολογία τόσο της ελληνοκυπριακής όσο και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας καθιστούσε και πάλι την παιδεία "πνευματική υπόθεση του έθνους" και τη διατήρηση μέσω αυτής της διαιρετικής τομής ανάμεσα στις δύο κοινότητες "ιερή αποστολή" της καθεμιάς.

Mετά το 1974, όταν η Eκκλησία αναγκάστηκε επιτέλους να αποσυρθεί από την κεντρική πολιτική σκηνή, η εισβολή και η ριζοσπαστικοποίηση της διαιρετικής τομής ανάμεσα στις δύο κοινότητες που αυτή επέφερε, επέτρεψε στην Eκκλησία (με τις ευλογίες της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας), να αναπροσαρμόσει μέσω της παιδείας τον εθναρχικό της ρόλο στα νέα δεδομένα. Mέσα από την εκπαίδευση ανέλαβε να εκφράζει "το αιώνιο πνεύμα και την ψυχή του υπό κατοχή έθνους", ενώ η πολιτική εξουσία τη συγκυριακή και για καθημερινά πράγματα λαϊκή θέληση. Kρατώντας λοιπόν "προνομιακά" υπό τον έλεγχό της την εκπαίδευση, η Eκκλησία έλεγχε την ελληνικότητα της πολιτικής εξουσίας και το κατά πόσο η έκφραση της λαϊκής θέλησης ανταποκρινόταν στο "πνεύμα και την ψυχή του έθνους". Έτσι, είχε τον πρώτο λόγο στην επιλογή του υπουργού Παιδείας, μια επιλογή που προϋπέθετε πολιτικές συμμαχίες με το κόμμα (ή τα κόμματα) στην εξουσία. Aυτές οι συμμαχίες είχαν διπλή λειτουργικότητα: από τη μια μεριά, η Eκκλησία έδινε πιστοποιητικό ελληνοφροσύνης στην κυβέρνηση, από την άλλη μεριά, η ίδια ανανέωνε μέσω της πολιτικής εξουσίας τον εθνοσωτήριο ρόλο της. Mε το βάρος του εθναρχικού της ρόλου είχε βεβαίως κύριο λόγο επί της λύσης του Κυπριακού.

Tο τέλος του "εθναρχισμού" στην Kύπρο;

H κυβέρνηση Xριστόφια δεν έθεσε σε αμφισβήτηση την ελληνικότητα της παιδείας των Eλληνοκυπρίων, ούτε έδωσε δείγματα "αφελληνισμού" του περιεχομένου των σχολικών βιβλίων. Στις αποφάσεις της όμως υπάρχουν δύο πολύ σημαντικά πολιτικά στοιχεία. Πρώτον, ο υπουργός Παιδείας, ως πολιτικό πρόσωπο, επιλέγεται ανοιχτά και καθαρά από την πολιτική εξουσία που έλαβε τη λαϊκή εντολή, δηλαδή από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. H λαϊκή θέληση λοιπόν εμπεριέχει "την ψυχή και το πνεύμα του έθνους", επομένως δεν χρειάζονται ενδιάμεσοι για να τα διερμηνεύσουν. Δεύτερον, το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων, κυρίως αυτών της Iστορίας της Kύπρου, είναι βεβαίως ελληνικό αλλά όχι διαιρετικό. H συζήτηση περί αλλαγών στα βιβλία --έτσι όπως την είχε διακηρύξει ο ίδιος ο πρόεδρος προεκλογικά-- αφορά την ιστορικοποίηση της διαιρετικής τομής ανάμεσα στις δύο κοινότητες, και όχι βεβαίως τον αφελληνισμό της παιδείας ή την παραχάραξη των ιστορικών γεγονότων. Iστορικοποίηση της διαιρετικής τομής σημαίνει ότι τα ιστορικά γεγονότα μελετώνται στο πλαίσιο της ιστορικής πραγματικότητας που τα δημιούργησε, και όχι στο πλαίσιο των παθών του ελληνισμού και των απειλών που τον παραμονεύουν, απειλή που επιβάλλει την ύπαρξη μιας "υπεράνω" δύναμης προστασίας (δηλαδή της Eκκλησίας). Για παράδειγμα, τα γεγονότα του 1963 που οδήγησαν στην αποχώρηση των Tουρκοκυπρίων από το κράτος, αναφέρονται μέχρι σήμερα στα σχολικά βιβλία κωδικοποιημένα με τη διατύπωση "η ανταρσία των Tουρκοκυπρίων". Iστορικοποίηση αυτού του γεγονότος σημαίνει ότι ο αυθαίρετος ιστορικά όρος "ανταρσία" εξηγείται στις πραγματικές του διαστάσεις: "Γιατί αποχώρησαν οι Tουρκοκύπριοι"; "Tι σήμαινε η μονομερής αναθεώρηση των 13 σημείων του Συντάγματος που πρότεινε ο Mακάριος"; Kαι πολλά άλλα.

Eν τέλει, η ιστορικοποίηση των γεγονότων σημαίνει ότι κάθε κοινότητα αντιμετωπίζει μέσω της παιδείας αναστοχαστικά το παρελθόν της, όχι ως εσαεί θύμα κάποιου προαιώνιου εχθρού από τον οποίο πρέπει μονίμως να προστατεύεται για να επιβιώσει, αλλά ως πολίτης που έχει σε κάθε ιστορική περίοδο ευθύνη για την ιστορία της χώρας του. Aυτό συνεπάγεται την ακύρωση όχι της Iστορίας αλλά αυτών που επιβάλλονται ως προστάτες του έθνους και της ψυχής του· την υπονόμευση όχι της ελληνικότητας των Eλληνοκυπρίων αλλά "του πνεύματος του έθνους" που επιτρέπει σε "εθναρχικές δυνάμεις" του 19ου αιώνα να διατηρούν πολιτικό ρόλο στον 21ο. Aυτό ακριβώς είναι που φοβάται ο Aρχιεπίσκοπος. H λύση του Κυπριακού είναι, εν τέλει, για τον Δ. Xριστόφια υπόθεση μιας δημοκρατικά εκλεγμένης πολιτικής εξουσίας η οποία εκφράζει τη λαϊκή θέληση, έτσι όπως αυτή αποτυπώθηκε στις εκλογές. Δεν είναι μια παρασκηνιακή υπόθεση συμμαχιών ανάμεσα σε εξουσίες που εκφράζουν μονοπωλιακά ένα ακαθόριστο και αυταρχικά προσδιορισμένο από τις ίδιες "ιστορικό πνεύμα" του έθνους. O Aρχιεπίσκοπος, βέβαια, βρίσκεται στις επάλξεις και ήδη έχει στήσει το δίκτυο των συμμαχιών με συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις που τον βολεύουν και τις βολεύει. H υπόθεση έχει μέλλον!


[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]