Κυριακή 20 Μαΐου 2012

[Αριστερά] Αυτή η Αριστερά δεν πρέπει και δεν μπορεί να ηττηθεί — με τίποτα όμως!

Τις μέρες μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου ζήσαμε στιγμές απίστευτης πολιτικής χυδαιότητας, στιγμές που πρόσβαλαν την πολιτική ευαισθησία κάθε αριστερού πολίτη της χώρας. Σε μια σκηνοθετημένη από τα ΜΜΕ παράσταση, με πρωταγωνιστές ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και κομπάρσο τη ΔΗΜΑΡ, παίχτηκε το χιλιοπαιγμένο στην ελληνική ιστορία έργο: της ανεύθυνης, καταστροφικής Αριστεράς. Η πρώτη πράξη άρχισε μόλις έκλεισαν οι κάλπες. «Να κυβερνήσετε για να μάθετε» (δηλαδή, να σας στείλουμε στη Μέρκελ, να σας γελοιοποιήσει) ήταν η ιαχή που υψώθηκε στον αέρα, από τα πρωτοπαλίκαρα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Εκείνες τις κρίσιμες μέρες των διερευνητικών εντολών, οι πολιτικάντηδες που θεωρούν ότι η εξουσία του τόπου τούς ανήκει «κληρονομικώ δικαίω» και ότι η Αριστερά είναι ανίκανη να κυβερνήσει, παρά μόνο υπό την υψηλή ανοχή και καθοδήγησή τους, έστησαν κάποια ιδιότυπα «δικαστήρια», στα οποία νυχθημερόν προσήγαγαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία βομβαρδίζονταν από απανωτές ερωτήσεις, προκειμένου να αποδειχθεί το προαποφασισμένο: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι επικίνδυνος για τη χώρα γιατί δεν γνωρίζει πώς ασκείται η πολιτική, και μάλιστα η ευρωπαϊκή. Θα μας βγάλει από το ευρώ, θα μας γυρίσει στη δραχμή, ήταν το πιο ήπιο σχόλιο, ενώ φτάσαμε και σε στιγμές πολιτικής αλητείας, με κορώνες του τύπου: Θα μας οδηγήσει στη χρεωκοπία, θα γίνει πραξικόπημα, θα βγούνε τα καλάσνικοφ, και πολλά τέτοια δείγματα «υψηλής πολιτικής».

Αντί λοιπόν να διεξαχθεί ένας πολιτικός διάλογος –με συγκρούσεις αναμφίβολα, όπως γίνεται πάντα στην πολιτική–, με βάση το περιεχόμενο της λαϊκής βούλησης, έτσι όπως εκφράστηκε την 6η Μαΐου και με την οποία καταδικάστηκε η πολιτική της εξαθλίωσης και του εξευτελισμού που προβλέπει το Μνημόνιο, στήθηκε το κατηγορητήριο κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτή την πρώτη φάση, όπου κλήθηκαν προς συμπαράσταση διάφορες εξ ύψους (Ευρώπη) επαφές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, με δηλώσεις που καταστρατηγούσαν την εθνική κυριαρχία που έχει απομείνει σε αυτό τον τόπο, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε αυτό για το οποίο είχε δεσμευτεί προεκλογικά: αφού δεν μπορούσε να συγκροτήσει αριστερή κυβέρνηση, κατέθεσε την εντολή.

Κι έτσι περάσαμε στη δεύτερη πράξη, της οικουμενικής κυβέρνησης, όπου το παιχνίδι «χόντρυνε» επικίνδυνα. Ενώ ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε η ΝΔ έκαναν το παραμικρό βήμα με το οποίο να δείχνουν ότι κατανόησαν την ουσία του περιεχομένου της λαϊκής εντολής, τη διερμήνευσαν ως βούληση για συνεργασία των κομμάτων προς το συμφέρον του έθνους. Αφού δηλαδή απέτυχαν ως νεοφιλελεύθεροι κομματάρχες, είπαν να δοκιμάσουν το κουστούμι του εθνοσωτήρα ο οποίος, για το καλό του τόπου, παραμερίζει το κομματικό συμφέρον. Προς αυτή την κατεύθυνση επιστρατεύτηκαν όλα τα δυνατά και αδύνατα μέσα, με κυριότερο τον εκφοβισμό, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Δεν θα επαναλάβω τις κορώνες που εκστομίστηκαν, θα σταθώ απλώς σε ένα στοιχείο του εκφοβισμού: στον κρίσιμο πολιτικό χρόνο που επείγει. Γύρω από αυτό ειπώθηκαν πολλά –πάντα με τη βοήθεια καλοθελητών από την Ε.Ε.–, το βασικό όμως επιχείρημα ήταν ότι δεν υπάρχει πολιτικός χρόνος και ότι τα κόμματα πρέπει να αρθούν στο ύψος της κρισιμότητας της κατάστασης, αποφασίζοντας τώρα για τη σωτηρία του τόπου. Κανένας τους ωστόσο δεν μίλησε για την κρισιμότητα του κοινωνικού χρόνου, για το κατεπείγον του κοινωνικού χρόνου, γι’ αυτό δηλαδή που ψήφισε σε μεγάλο ποσοστό ο ελληνικός λαός. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ηττήθηκαν στις εκλογές γιατί αποστέωσαν τον πολιτικό χρόνο από τον κοινωνικό: αποκοινωνικοποίησαν τον πολιτικό χρόνο — επομένως τον κατάργησαν. Αυτό συνιστά δεξιά, συντηρητική, νεοφιλελεύθερη πολιτική. Επί δυόμισι χρόνια ζούμε μια πολιτική κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας η κοινωνία υποχρεώνεται, κατατρομοκρατούμενη, να τρέχει αλαφιασμένη πίσω από τον «πολιτικό χρόνο» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να σωθεί η χώρα. Τρέχοντας αφήνει πίσω της ρημάδια: άνεργους, φτωχούς μισθωτούς, αυτόχειρες, νέους και μεγαλύτερους που μεταναστεύουν, μετανάστες σε απόγνωση, στα νύχια της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής και των «μεταναστευτικών πολιτικών» του αχτύπητου διδύμου Λοβέρδου-Χρυσοχοΐδη. Αυτή η αλαφιασμένη κοινωνία ζήτησε το προφανές με την ψήφο της στις 6 Μαΐου: Δώστε μας μια αναπνοή, ταυτίστε τον πολιτικό με τον κοινωνικό χρόνο, ακούστε μας έστω για λίγο. Αυτό δεν είναι λαϊκισμός, δεν είναι χυδαιότητα, δεν είναι κομματικό συμφέρον. Αυτό είναι βάση για αριστερή πολιτική! Δικαίως ο Αντώνης Σαμαράς δήλωσε ευθαρσώς και με περισσή ειλικρίνεια, συλλαμβάνοντας ακριβώς το διακύβευμα για τον χώρο του: «Πρέπει να τελειώνουμε με τις αριστερές ιδέες στην Ελλάδα». Υψώνει τη σημαία της μάχης κατά της Αριστεράς· αυτό του επιβάλλει η ιδεολογία του χώρου που εκπροσωπεί, κι αυτό κάνει.

Δεν υπήρχε κανένα ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο που να νομιμοποιεί τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε μια οικουμενική κυβέρνηση. Η συμμετοχή σήμαινε προδιαγεγραμμένη ήττα της Αριστεράς. Γιατί ήττα της Αριστεράς, και μάλιστα βαριά και για άλλα 70 χρόνια ακόμη, θα ήταν η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση η οποία, στο όνομα του κρίσιμου πολιτικού χρόνου, θα αδιαφορούσε για το κατεπείγον του κοινωνικού χρόνου. Από τη στιγμή που για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ ο ελληνικός πολιτικός χρόνος ορίστηκε αποκλειστικά σε σχέση με το κατεπείγον που ορίζει ένα μέτωπο συγκεκριμένης ιδεολογίας στην ΕΕ, από τη στιγμή που σε μια τέτοια οικουμενική κυβέρνηση το δίδυμο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ θα είχε την πλειοψηφία, με μια ΔΗΜΑΡ που δεν αντιλαμβάνεται ότι τα μέτωπα είναι οριστικά και αμετάκλητα δύο, ο αριστερός χαρακτήρας της κυβέρνησης αυτής ήταν απλώς παγίδα. Η Αριστερά δεν είχε κανένα περιθώριο ήττας, με τίποτα όμως! Και ήττα θα ήταν να σκάσει η κοινωνική βόμβα στα χέρια της. Με μια τέτοια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας η βόμβα θα έσκαγε.

Σε αυτό το σημείο ωστόσο φτάνουμε στην ουσία του πολιτικού διακυβεύματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ στήθηκε στον τοίχο ως αντιευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο θέλει να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ. Τι είναι όμως ευρωπαϊκό και τι αντιευρωπαϊκό μέτωπο; Το ευρωπαϊκό μέτωπο της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι ένας επαρχιωτισμός σύμφωνα με τον οποίο το ευρωπαϊκό διερμηνεύεται στα καθ’ ημάς από «υπεύθυνες» πολιτικές δυνάμεις, για τις οποίες το ευρωπαϊκό είναι αμετακίνητο, ορίζεται άπαξ από κάποιο «κέντρο» στο οποίο η ελληνική κοινωνία, αν θέλει να ανήκει, οφείλει να υποταχθεί. Αυτό σημαίνει αποϊδεολογικοποίηση της ΕΕ, αποκοινωνικοποίηση του ευρωπαϊκού χρόνου, ξεκομμένου από τον χρόνο (και τους χρόνους) των κοινωνιών των ευρωπαϊκών κρατών. Οι αλλαγές που παρατηρούνται σε όλη την Ευρώπη, της Ελλάδας συμπεριλαμβανόμενης, δείχνουν κάτι σημαντικό: στην Ευρώπη αρχίζει να διαμορφώνεται, για πρώτη φορά, μια ευρωπαϊκή συνείδηση την οποία, επώδυνα εξαιτίας της κρίσης, διαμορφώνουν οι ίδιες οι κοινωνίες. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, οι αριστερές δυνάμεις διεκδικούν τη σύνδεση της ευρωπαϊκότητας με τις κοινωνίες. Την ταύτιση του ευρωπαϊκού χρόνου όχι με τον παγκοσμιοποιημένο χρόνο του κεφαλαίου, αλλά με τον χρόνο των κοινωνιών. Αυτό είναι μια ανοικτή διεκδίκηση, και όχι ένα τετελεσμένο γεγονός. Τα κόμματα του ευρωπαϊκού αριστερού μετώπου οριοθετούν την πολιτική τους, επανοριοθετούν τις διεκδικήσεις τους και αναδιοργανώνονται τα ίδια, σε σχέση με τη δυναμική που αναπτύσσεται από την επώδυνη ευρωπαϊκή συνειδητοποίηση των κοινωνιών της Ευρώπης.

Η μάχη που δίνεται τελικά στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη σήμερα, είναι μια μάχη ιστορική ανάμεσα σε ένα δεξιό, συντηρητικό, ευρωπαϊστικό, νεοφιλελεύθερο μέτωπο και σ’ ένα αριστερό, ευρωπαϊκό μέτωπο. Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος, πολύ περισσότερο που το δεξιό μέτωπο θα «καμουφλαριστεί», προκειμένου να μη χάσει την ηγεμονία του. Η μάχη όμως για μας είναι εδώ μπροστά μας, και θα είναι λυσσαλέα. Μια προσχηματική, αντιμνημονιακή πολιτική δεν είναι αριστερή, αν προβάλλει είτε εθνικιστικά, αντιευρωπαϊκά και κλειστοφοβικά ανακλαστικά, είτε ευρωπαϊστικούς εκφοβισμούς ή ελεημοσύνες, υπό τύπο ελαφρύνσεων. Το ξαναγράψαμε σε αυτή την εφημερίδα: η κρίση βάθυνε τη ρήξη ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, και ο ΣΥΡΙΖΑ τόλμησε να δείξει τόσο τη μετατόπιση της διάκρισης ανάμεσα στους δύο χώρους όσο και το βάθος του ρήγματος. Το ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς συνιστά ιστορική επιταγή. Η Αριστερά δεν έχει δικαίωμα να ηττηθεί, δεν έχει δικαίωμα να μην αντιληφθεί τη νέα εποχή και το μείζον διακύβευμα που αυτή θέτει. Δεν έχει δικαίωμα, τη στιγμή που η κοινωνία αρχίζει να ριζοσπαστικοποιείται να της γυρίσει την πλάτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το βήμα, χρειάζεται ωστόσο μέτωπο ενιαίο και συνεκτικό για να διεκδικηθεί η εξουσία. Η Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να ηττηθεί. Με τίποτα όμως!


Κυριακή 6 Μαΐου 2012

[Ελλάδα - πολιτική] Ενότητα, συνεργασία, μέτωπο

Τα μεγάλα ερωτήματα και οι μεγάλες απαντήσεις

Φτάσαμε στο τέλος μιας σύντομης και παράδοξα σιωπηλής, για τα ελληνικά δεδομένα, προεκλογικής περιόδου, υπό τη σκιά της πιο μεγάλης κρίσης που γνώρισε ο τόπος εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο, αυτές τις μέρες της προεκλογικής «σιωπής», καταγράφτηκαν με εκκωφαντικό τρόπο κάποια σημαντικά μηνύματα των νέων καιρών, μερικά από τα οποία έχουν, λίγο ως πολύ, σχολιαστεί ποικιλοτρόπως. Ο μεγάλος αριθμός κομμάτων που δημιουργήθηκε σε μικρό διάστημα, πολλά από τα οποία διεκδικούν με αξιώσεις την είσοδό τους στη Βουλή, δείχνει ότι τα δύο «παλαιά κόμματα» εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), που κάλυπταν πάνω από το 75% του εκλογικού σώματος, θεωρούνται ανίκανα πλέον να απαντήσουν στα προβλήματα που ανέδειξε η σκληρή πραγματικότητα της κρίσης, της οποίας τα δύο αυτά κόμματα είναι εν πολλοίς δημιουργοί. Από την άλλη μεριά, επισημοποιήθηκε η δημιουργία των δύο αντίπαλων «στρατοπέδων»: του μνημονιακού και του αντιμνημονιακού, στο πλαίσιο των οποίων κάθε «παλαιά» ή «νέα» πολιτική δύναμη προσπάθησε να επικοινωνήσει –με δίαυλο κυρίως την οργή, την αγανάκτηση, το φόβο και την ανασφάλεια– με μια κοινωνία της οποίας το αύριο μοιάζει σκοτεινό. Στην προεκλογική περίοδο λοιπόν καταγράφτηκε πανηγυρικά αυτό που διαμορφώθηκε επί δύο χρόνια με βάση την κρίση, η οποία έφερε το Μνημόνιο Ι και ΙΙ. Όμως, η κρίση δεν ανέδειξε απλώς τους όρους συγκρότησης των δύο «στρατοπέδων» («μνημονιακού» και «αντιμνημονιακού») ούτε άλλαξε μόνο την πολιτική γεωγραφία κέντρου-άκρων (όπως επεσήμανε στο ωραίο άρθρο του ο Α. Λιάκος στα προηγούμενα «Ενθέματα» [29.4]). Η κρίση διαμόρφωσε κυρίως τους όρους μετατόπισης της ιστορικής διαίρεσης ανάμεσα στον δεξιό και τον αριστερό χώρο. Με την κρίση λοιπόν όχι μόνο δεν ακυρώθηκε η διαίρεση Δεξιάς-Αριστεράς, αντιθέτως βάθυνε, και μάλιστα πολύ. Η τεράστια δημοσιονομική αλλά και κοινωνική κρίση οριστικοποίησε τη μετατόπιση της διαιρετικής γραμμής ανάμεσα στα δύο ιστορικά μέτωπα, μετατόπιση που είχε δρομολογηθεί αρκετά χρόνια πριν. Το ΠΑΣΟΚ, που πάντα διεκδικούσε τη θέση του στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, εμφανιζόμενο μάλιστα κατά περιόδους ως η μοναδική αποτελεσματική δύναμη έκφρασης της Αριστεράς εναντίον της Δεξιάς, τέθηκε και έθεσε εαυτόν εκτός του αριστερού χώρου, όπως άλλωστε δήλωσε ευθαρσώς ο κύριος Λοβέρδος –αυτό το Έβερεστ της πολιτικής– πριν λίγους μήνες. Με αυτή τη βίαιη μετατόπιση, ένα μεγάλο μέρος των κοινωνικών δυνάμεων που ανήκαν πριν στον «προοδευτικό χώρο» της λαμογιάς, αλλά και του «εκσυγχρονισμού», όπως τον όριζε το ΠΑΣΟΚ, βρέθηκαν μετέωρες, οργισμένες και πάνω από όλα φοβισμένες. Με τη μετατόπιση της διαίρεσης Δεξιάς-Αριστεράς λοιπόν «ξαναέπεσαν τα χαρτιά στο τραπέζι», τόσο του κοινωνικού όσο και του πολιτικού πεδίου.

Στις μεγάλες κρίσεις, όταν ανανεώνεται η διαιρετική γραμμή Δεξιάς-Αριστεράς, όταν με βάση το Μνημόνιο επανανοηματοδοτείται και ομογενοποιείται ένας ευρύτερος δεξιός χώρος που εκφράζει συγκεκριμένα συμφέροντα και στοχεύσεις, το μεγάλο ερώτημα που τίθεται αφορά την Αριστερά: Κατά πόσο τα αριστερά κόμματα είναι σε θέση να αντιληφθούν τη μετατόπιση, να την ορίσουν και, μέσα από αυτή, να επανανοηματοδοτήσουν τον αριστερό χώρο, στη βάση μιας κοινής στρατηγικής «πολέμου»; Από τη στιγμή που παρατηρούνται μεγάλες κοινωνικές μετατοπίσεις, στο πλαίσιο των οποίων οι παρυφές του Κολωνακίου μπορούν να συναντηθούν με λαϊκές και υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας στη βάση της ίδιας κοινής αγωνίας, το μεγάλο ερώτημα αφορά την ετοιμότητα των υπαρχόντων αριστερών κομμάτων να αναγάγουν τις κατακερματισμένες, ιδεολογικά και πολιτικά, κοινωνικές διεκδικήσεις σε μια αριστερή, αντιμνημονιακή πολιτική πρόταση για το αύριο, σε πλήρη ρήξη με οποιοδήποτε φαύλο παρελθόν, σε πλήρη ρήξη με τον εχθρό. Όταν η αγωνία του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας είναι κοινή –η φτώχεια και το αύριο–, όταν ο αντίπαλος είναι σαφώς οριοθετημένος –το «μνημονιακό», δεξιό στρατόπεδο–, η διεκδίκηση συγκρότησης ενός ενιαίου αριστερού μετώπου είναι επιβεβλημένη. Η οποιαδήποτε δύναμη εμφανίζεται ως αντιμνημονιακή δεν είναι βέβαια εξ ορισμού αριστερή· ωστόσο, οι αντιμνημονιακές κοινωνικές δυνάμεις είναι εν δυνάμει αριστερές, αρκεί να κινητοποιηθούν πολιτικά προς την ίδια κατεύθυνση, με την ίδια προοπτική: την αριστερή προοπτική τη εξουσίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλήφθηκε την ιστορική μετατόπιση της διαίρεσης Δεξιάς-Αριστεράς και διεκδίκησε, προεκλογικά και μετεκλογικά, την ενότητα του αριστερού χώρου, μέσα από την επανανοηματοδότησή του. Η πρόταση για την ενότητα του αριστερού χώρου δεν είναι μια επιπόλαιη καιροσκοπική κίνηση, ούτε μια απλή πρόσθεση αντιμνημονιακών αριθμητικών συνόλων, προκειμένου να «βγουν» οι αριθμοί για την κατάληψη της εξουσίας. Αντιθέτως, πρόκειται για μεγάλη ιστορική πρόκληση, με την οποία απελευθερώνεται μια νέα δυναμική, της οποίας την πολιτική και κοινωνική εμβέλεια κανένας δεν μπορεί να προδιαγράψει. Πρόκειται για μια ιστορική πρόκληση, για μια «αποκοτιά», που συνομιλεί άφοβα με τις αβεβαιότητες του αύριο, και όχι φοβισμένα με τις βεβαιότητες του χτες. Το αριστερό μέτωπο εξουσίας που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εν δυνάμει –και όχι προκαθορισμένα– ανατρεπτικό, γιατί προσδίδει νέο δυναμικό νόημα στον «αντιμνημονιακό πόλεμο», πόλεμο που, ιδεολογικά και πολιτικά, διαμορφώνεται σε σχέση με τους πολιτικούς όρους διαμόρφωσης του ενιαίου αριστερού μετώπου. Πρόσφερε λοιπόν την προοπτική ώστε ο «αντιμνημονιακός πόλεμος» να αποτελέσει το πλαίσιο συσπείρωσης όλων αυτών των κοινωνικών δυνάμεων οι οποίες, από άλλες αφετηρίες και με άλλα συμφέροντα πριν από την κρίση, μπορούν σήμερα να κινητοποιηθούν για τη συγκρότηση μιας ευρείας συλλογικότητας που θα διεκδικήσει τη χειραφέτησή της, μέσω της πολιτικοποίησης των ίδιων των συναισθημάτων της, ενάντια στη χειραγώγησή της μέσω της εκμετάλλευσης των συναισθημάτων που η κρίση δημιούργησε. Ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε το μείζον ερώτημα της ενότητας, προκειμένου να χτιστούν οι μεγάλες απαντήσεις. Οι τελευταίες δεν προϋπάρχουν ως θέσφατο (αυτό μόνο η Ακροδεξιά μπορεί να το κάνει). Οι μεγάλες απαντήσεις προκύπτουν, όταν και μόνο όταν έχει τεθεί το μεγάλο ερώτημα. Όταν η Αριστερά μπορεί να επανοηματοδοτήσει το περιεχόμενο του ιστορικού της ρόλου, και μαζί με αυτό να ομογενοποιήσει πολιτικά τη μεγάλη, την κοινή κοινωνική διεκδίκηση. Και την κοινή κοινωνική διεκδίκηση την έθεσε η ωμή, σκληρή πραγματικότητα της κοινωνικής κρίσης.

Αυτή τη μείζονα διεκδίκηση ο ΣΥΡΙΖΑ τόλμησε να την καταστήσει κοινό παρονομαστή όλων των διεκδικήσεων του αριστερού χώρου. Γι αυτό άλλωστε και συγκέντρωσε όλα τα πυρά επάνω του. Γιατί ανέδειξε αυτό που αποτελεί τη μεγάλη απειλή για τον μνημονιακό, δεξιό χώρο: την εν δυνάμει προοπτική σύμπτυξης ενός αριστερού μετώπου, με σκοπό τη διεκδίκηση της εξουσίας. Για τον δεξιό, μνημονιακό χώρο η Αριστερά –έτσι όπως τη διεκδίκησε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ– δεν μπορεί να κυβερνήσει, παρά μόνο ως βοηθητικό εξάρτημα και άλλοθι αυτού του χώρου, εφόσον και αν την έχει ανάγκη. Η θέση ότι η Αριστερά –πολύ περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ– είναι ανίκανη να κυβερνήσει απορρέει από μια δεξιά βεβαιότητα, στην οποία προσδίδεται αξία ιστορικής αλήθειας: η διακυβέρνηση της χώρας είναι σοβαρό, εθνικό θέμα, με το οποίο μόνο σοβαρές πολιτικές δυνάμεις –όπως το ΠΑΣΟΚ– μπορούν να ασχοληθούν. Οι κοινωνικές διεκδικήσεις αποτελούν το πεδίο της Αριστεράς, και με αυτές μπορεί να ασχολείται, εκτός κι αν αυτές υπονομεύουν το εθνικό — όπου το εθνικό ταυτίζεται με το δημοσιονομικό, ξεκομμένο το τελευταίο από το κοινωνικό. Σε όλη την περίοδο της κρίσης, οι αριστερές δυνάμεις που στήριζαν τα κοινωνικά δικαιώματα και τις κατακτήσεις οι οποίες διαλύονταν από την επέλαση των «σοβαρών δυνάμεων», κατηγορούνταν ως στείρα καταγγελτικές, μη σοβαρές, που δεν θέλουν τις «εθνοσωτήριες μεταρρυθμίσεις», τις οποίες προωθούσαν οι ίδιες «σοβαρές δυνάμεις» οι οποίες είχαν στηρίξει την αναπαραγωγή της εξουσίας τους στην χειραγώγηση της κοινωνίας μέσα από το μοίρασμα «προνομίων». Το ίδιο συμβαίνει και σε ό,τι αφορά την Ευρώπη: μείζον εθνικό θέμα η Ευρώπη, μια υπόθεση ανάμεσα σε «σοβαρούς»: τη Μέρκελ, τον Σαρκοζί και τον Παπανδρέου!

Ωστόσο, η πραγματικότητα της κρίσης ανέδειξε κάτι σημαντικό: το κοινωνικό αποτελεί τη μείζονα εθνική και ευρωπαϊκή διεκδίκηση. Οι κοινωνικές διεκδικήσεις, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ανέδειξαν την ταξικότητα της διεκδίκησης της ίδιας της Ευρώπης. Το ευρωπαϊκό δεν είναι αταξικό, αντιθέτως είναι βαθιά ταξικό, επομένως υπό διεκδίκηση. Η συγκρότηση αριστερών μετώπων στα ευρωπαϊκά κράτη, η διασύνδεση μεταξύ τους, η συνειδητοποίηση του ευρωπαϊσμού ως ενός τύπου διεθνισμού μέσα από τον οποίο θα συνδιαμορφώνονται οι όροι αλληλεγγύης ανάμεσα στις κοινωνίες της Ευρώπης, συνιστά το μοναδικό όπλο εναντίον της αλληλεγγύης του κεφαλαίου, που προωθεί η Μέρκελ και οι ιδεολογικοί συνοδοιπόροι της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δημιουργία αριστερού μετώπου τελικά ούτε ανεδαφική ούτε ανιστόρητη ούτε αντιευρωπαϊκή είναι. Αποτέλεσε πάντα, και αποτελεί και σήμερα, τη μοναδική μεγάλη απάντηση των ευρωπαϊκών λαών, όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με ιστορικές προκλήσεις.