Κυριακή 7 Απριλίου 2013

[Ευρώπη] Ξαναγράφουν την Ιστορία

Με την ομιλία του στις 13 Φεβρουαρίου 2007 ο τότε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθ. Hans-Gert Pöttering (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα), εγκαινίασε το σχέδιο ίδρυσης του «Σπιτιού της Ευρωπαϊκής Ιστορίας» και τέθηκε επικεφαλής της εννεαμελούς επιτροπής ειδικών –ιστορικών και μουσειολόγων- που συγκροτήθηκε, για την υλοποίηση του σχεδίου. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 οι «γενικές αρχές» της «Ευρωπαϊκής Ιστορίας» που πρότεινε η επιτροπή εγκρίθηκαν, ενώ το «Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, σε έναν τεράστιο χώρο στην καρδιά των Βρυξελλών, προβλέπεται να ανοίξει τις πύλες του το 2014. Πρόκειται για έναν μόνιμο χώρο έκθεσηςτης μνήμης της Ευρωπαϊκής Ιστορίας, για ένα διαρκές ευρωπαϊκό μουσείο, στο οποίο θα «διαμορφώνεται η ευρωπαϊκή ταυτότητα των ευρωπαίων πολιτών».

Το πρώτο πράγμα που τραβά την προσοχή σε αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο, όπως κωδικοποιείται στα 112 σημεία των «γενικών αρχών», είναι ότι η ιστορία αντικαθίσταται από τη μνήμη της ιστορίας. Στόχος λοιπόν δεν είναι η μελέτη της ιστορίας αλλά η έκθεση της μνήμης της ιστορίας της Ευρώπης, που θα «στεγαστεί» στο «Σπίτι της ευρωπαϊκής ιστορίας». Στη μνήμη, όπως είναι γνωστό, αποθεώνονται οι νεκροί, τα θύματα της ιστορίας, αυτοί που υπέστησαν τα κακά της ιστορίας. Το παρελθόν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο παραδειγματικά, ένας τετελεσμένος χρόνος, ένας κλειστός χώρος στον οποίο συντελέστηκε το κακό το οποίο ευθύνεται για την ανθρώπινη τραγωδία. Από το «Σπίτι» λοιπόν θα απουσιάζει η ιστορία ως λόγος, ως διανοητική λειτουργία προσέγγισης όχι των νεκρών αλλά των ζωντανών του παρελθόντος, ως κριτική προσπάθεια προσέγγισης των περιπετειών των κοινωνιών, των συγκρούσεων τους, των ιδεολογιών τους, των πολιτικών τους, των αντιφάσεων τους. Θα απουσιάζει δηλαδή το παρελθόν ως ένας δυναμικός χώρος άσκησης της πολιτικής (με την ευρεία έννοια του όρου), ως ένας χώρος σε διαλεκτική σχέση με το παρόν και το μέλλον –ένας ανοικτός χώρος συνεχούςδιαλόγου, διαρκούς διαπραγμάτευσης των κοινωνιών με τον χρόνο (και τους χρόνους) τους. Αντί λοιπόν στο «Σπίτι» να ιστορικοποιηθεί η πληθυντικότητα, η πολυπλοκότητα και η συγκρουσιακότητα σε εθνική, ιδεολογική και ταξική βάση της ευρωπαϊκής μνήμης, θα μουσειοποιηθεί η ιστορία της Ευρώπης, όπως αυτή την Ιστορία θα τη «κατασκευάσουν» οι εννέα ειδικοί.

Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο των «γενικών αρχών» αφορά την ίδια την ιστορία της Ευρώπης που θα μνημονευτεί στο «Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας» -ειδικά την ιστορία του 20ου αιώνα, γιατί αυτή κυρίως αποτελεί το μεγάλο «πρόβλημα». Το μεγάλο κακό στον 20ο αιώνα άρχισε τον Οκτώβρη του 1917, όταν έγινε «το πραξικόπημα των μπολσεβίκων και εγκαινιάστηκε η περίοδος της δικτατορίας σε ένα μέρος της Ευρώπης, δικτατορία που έληξε το 1989». Στο πλαίσιο αυτού του μεγάλου κακού εγγράφεται και ο ναζισμός, αφού ο κομμουνισμός και ο ναζισμός αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στο «Σπίτι» λοιπόν θα μνημονευθούν τα θύματα του μεγάλου κακού –του κομμουνισμού και του ναζισμού. Αυτό το σχήμα δεν είναι καινούριο, έχει ήδη ξεκινήσει από τις αρχές κυρίως του 1990 και παρήγαγε μεγάλο όγκο αναθεωρητικών μελετών της ιστορίας του 20ου αιώνα. Αυτό ωστόσο που είναι καινούριο είναι το γεγονός ότι η Ε.Ε. υιοθετεί πλέον ασυζητητί αυτό το σχήμα και πάνω σε αυτό στήνει τη μνήμη της ευρωπαϊκής ιστορίας. Το κρίσιμο ερώτημα –ανάμεσα σε πάρα πολλά άλλα- που τίθεται εδώ δεν αφορά απλώς τα μεθοδολογικά, ιστορικά και πολιτικά λάθη βάσει των οποίων «κατασκευάζεται» η μνήμη της ευρωπαϊκής ιστορίας, αφορά κυρίως την ιδεολογία βάσει της οποίας στήνεται το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης. Η εξίσωση του σοσιαλισμού –ο οποίος αναφέρεται ως μια Ουτοπία των κοινωνιών εκείνης της εποχής- με τον ναζισμό δηλώνει την οριστική μετάβαση από την «πολιτική της ελπίδας» στην «πολιτική της ευθύνης», από την «πολιτική για το μέλλον» στην «πολιτική για το παρόν» αποκλειστικά. Η ουτοπία του σοσιαλισμού οδήγησε σε εγκλήματα, επομένως οι ιδεολογίες της ελπίδας (για κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη κ.λπ.) είναι όχι μόνο ξεπερασμένες αλλά και απονομιμοποιημένες ιστορικά. Αυτό που έχει σημασία είναι το παρόν, η ιδεολογία του «ελεύθερου κόσμου» (του καλού που έσωσε τον κόσμο από το κακό), η μοναδική που εγγυάται ότι δεν θα υπάρχουν συγκρούσεις (κοινωνικές εννοείται), δεν θα υπάρχουν ανατροπές, δεν θα υπάρχουν αιτήματα και διεκδικήσεις –παρά μόνο ανάγκες. Ο 20ος αιώνας λοιπόν γίνεται έναμουσείο πάθους, από τον οποίο ο 21ος αιώνας πρέπει να κόψει οποιαδήποτε επαφή.

Το τρίτο σημείο ωστόσο στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι ακόμη πιο σημαντικό. Ενώ όλα αυτά ετοιμάζονται στις Βρυξέλλες, στην υπόλοιπη Ευρώπη -στη χώρα μας κυρίως- «αγρόν αγοράζουμε», κι ας αφορά αυτό το «Σπίτι» το παρόν και το μέλλον, και όχι μόνο το παρελθόν. Πνιγμένοι στην οικονομική συγκυρία έχουμε ξεχάσει τηδιαχρονικότητα της πολιτικής –οι Βρυξέλλες όμως δεν την έχουν ξεχάσει. Ο μόνος από την Ελλάδα που είχε την ετοιμότητα να συμβάλει στο άνοιγμα της συζήτησης ήταν το Ινστιτούτο «Ν. Πουλαντζάς», όταν στο πλαίσιο του Transform! Europe αποφασίστηκε μια πρώτη κλειστή συνάντηση ιστορικών στο Παρίσι, για ενημέρωση από έναν Γάλλο, αριστερό βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, προκειμένου να τεθούν οι βάσεις μιας ανοικτής συζήτησης για την αντιμετώπιση των «γενικών αρχών» του «Σπιτιού της Ευρωπαϊκής Ιστορίας». Η ιστορία συνεχίζεται…


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

[Κύπρος - λιτότητα] Παλιό κοστούμι με νέα ραφή

Η Κύπρος εδώ και κάποιες μέρες βρίσκεται στη δίνη μιας –νέας ως προς την αντιμετώπισή της, κοινής ωστόσο ως προς τις συνέπειές της– κρίσης. Ωστόσο η αντιμετώπιση της κυπριακής κρίσης, όσο νέα κι αν είναι, εγγράφεται σε μια ενιαία διαδικασία συγκεντρωτισμού της ευρωπαϊκής εξουσίας με την επιβολή νέων κανόνων, από τη Γερμανία κυρίως. Η διαδικασία συγκεντρωτισμού της ευρωπαϊκής εξουσίας εγκαινιάστηκε μέσα στην κρίση, ωστόσο δεν μπορεί να ερμηνευτεί πλέον ούτε με αρχαϊσμούς που παραπέμπουν στο σκοτεινό παρελθόν της χώρας αυτής ή στις θρησκευτικές ρίζες (προτεσταντισμός) της καγκελαρίου της Άνγκελα Μέρκελ, ούτε με συνωμοσιολογικούς, εθνικιστικούς ή εύκολα πατριωτικούς τρόπους. Η κυπριακή κρίση δεν μας επιτρέπει αφέλειες. Αντιθέτως, μας δίνει τη δυνατότητα να φτιάξουμε πλέον μια τυπολογία της αντιμετώπισης της κρίσης.
  
Ο πολιτισμός της λιτότητας, προϋπόθεση για την ηγεμονία της Γερμανίας στην Ευρώπη

Η Γερμανία προτείνει και επιβάλλει, χωρίς αντιστάσεις προς το παρόν, έναν νέο ευρωπαϊκό πολιτισμό, τον πολιτισμό της σκληρής λιτότητας, με στόχο τον εξορθολογισμό των στρεβλώσεων που παρήγαγε, κυρίως στα αδύναμα κράτη, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός της προόδου: τους ανορθολογικούς τρόπους διακυβέρνησης (Ελλάδα) ή τα ανορθολογικά χρηματοπιστωτικά συστήματα (Κύπρος), καθώς επίσης τον ανορθολογικό υπερκαταναλωτισμό σε βάρος της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης. Ένας τέτοιος εξορθολογισμός ωστόσο θα προϋπέθετε την εμβάθυνση των ορθολογικών κανόνων: κατεξοχήν της δημοκρατίας, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, εμβάθυνση που θα οδηγούσε στη χειραφέτηση των κοινωνιών από αυτούς που τις εκμεταλλεύονται σε εθνικό-ευρωπαϊκό επίπεδο και στην απελευθέρωση από την τυραννία της ευδαιμονίας στο παρόν. Αντιθέτως, ο πολιτισμός της σκληρής λιτότητας οικοδομεί, μέσα από την ανορθολογική ακύρωση όλων των ορθολογικών κανόνων, μια Ευρώπη-πεδίο τριπλής εξάρτησης και υποταγής των κοινωνιών: στα εθνικά κράτη, στην ευρωπαϊκή ηγεσία και τους εθνικούς ή γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς. Μιας Ευρώπης όχι απελευθερωμένης από το παρόν αλλά απολύτως υποταγμένης σε αυτό. Η κυπριακή κρίση –επειδή ακριβώς συνιστά ιστορική τομή, και όχι μόνο ως προς την αντιμετώπισή της όπως θα φανεί παρακάτω– μας δίνει πλέον τη δυνατότητα να αποκωδικοποιήσουμε τις αρχές, τις μεθόδους και τη ρητορεία επιβολής του νέου πολιτισμού χάρη στον οποίο η Γερμανία εγκαθιστά πολιτική και οικονομική ηγεμονία.
 
Αυτός ο νέος πολιτισμός είναι παλιός ως προς τις μεθόδους και τη ρητορεία με την οποία διακινείται. Είναι ο πολιτισμός τής κατ’ επίφαση δημιουργίας ενός νέου ορθολογικού οικοδομήματος, όπου ακυρώνονται με ανορθολογικό τρόπο οι παλιοί κανόνες στο όνομα της κατεπείγουσας ανάγκης για θέσπιση νέων. Αυτή την παλιά μεθοδολογία τη χρησιμοποίησαν κάποτε τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη όταν, στο όνομα του νέου τότε πολιτισμού της προόδου, επέβαλαν βίαια και ανορθολογικά στις αποικίες τους νέους κανόνες, ομογενοποιώντας, στο όνομα του κατεπείγοντος του παρόντος, τους τοπικούς χρόνους (παρελθόν, παρόν και μέλλον). Με αυτή την ανορθολογική ομογενοποίηση «κατασκεύασαν» την κατακερματιστική κατηγοριοποίηση των λαών σε πολιτισμένους και απολίτιστους, και των κοινωνιών στο εσωτερικό τους σε ιδιαίτερες μεταξύ τους κοινότητες. Ο νέος πολιτισμός της λιτότητας δεν ξεφεύγει από αυτή τη μέθοδο. Η Κύπρος αντιμετωπίστηκε σαν μια επικίνδυνη ιδιαιτερότητα, μια «ανωμαλία», για τη διόρθωση της οποίας απαιτείτο η βίαιη ακύρωση του χρόνου της μέσα από την επιβολή ενός νέου υγιούς κανόνα. Η Κύπρος βεβαίως είχε ένα υπερτροφικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο διαμορφώθηκε εξαιτίας των ιστορικών και γεωστρατηγικών ιδιαιτεροτήτων της και παρήγαγε διαπλοκή ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και την τραπεζική ελίτ. Ωστόσο είναι επίσης γνωστό ότι χάρη σε αυτό το σύστημα η Κύπρος εντάχθηκε πανηγυρικά στην Ευρωζώνη, τότε που ακόμη δοξαζόταν ο πολιτισμός των φορολογικών παραδείσων. Η ακύρωση λοιπόν του χρόνου της, αλλά και του παλιού κανόνα χάρη στον οποίο εντάχθηκε στην Ευρωζώνη, θα απαιτούσε τη δημοκρατική διαβούλευση σε εθνικό επίπεδο αλλά και ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Διαβούλευση που θα επέτρεπε την ομαλή και δημοκρατική εναρμόνιση των εθνικών κανόνων όλων των κρατών (όχι μόνο της Κύπρου) στον ευρωπαϊκό, χωρίς να κινδυνεύσει ένα κράτος με καταστροφή. Θα επέτρεπε επίσης τη συνειδητοποίηση και τη χειραφέτηση της κοινωνίας από ένα σύστημα βαθιάς εξάρτησης από διαπλεκόμενα τοπικά δίκτυα.

Η κυπριακή κοινωνία όμως τιμωρείται παραδειγματικά, αφού της επιβλήθηκε μια ασύμμετρη προς την κρίση που αντιμετώπιζε η χώρα ποινή, την οποία είναι υποχρεωμένη να εκτίσει προκειμένου να κερδίσει το «έπαθλο» της παρούσας σωτηρίας της (μη χρεοκοπία), η οποία κρίνεται ως αγαθό υπέρτερο της δημοκρατίας. Αυτή η ασύμμετρη προς το πρόβλημα τιμωρία της Κύπρου αποτελεί την ιστορική τομή, κατά τη γνώμη μου, στην αντιμετώπιση της κρίσης. Η χώρα αυτή, σε αντίθεση με την Ελλάδα και το μεγάλο δημόσιο χρέος, θα μπορούσε –όπως έξοχα έδειξε ο Σταύρος Τομπάζος στο άρθρο του (Εποχή, 24.3.2013)– να εξυγιάνει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα χωρίς να υποχρεωθεί να αποδεχτεί μνημόνιο και τρόικα, χωρίς δηλαδή τη φτωχοποίηση της κοινωνίας. Θεωρώ ότι η σκληρή τιμωρία που επιβλήθηκε στην Κύπρο, μέσα από τη βίαιη ακύρωση ενός παλιού κανόνα στο όνομα του κατεπείγοντος, είχε ακριβώς ως στόχο την εμβάθυνση της κρίσης, σε βαθμό τέτοιο που να δικαιολογεί τη βίαιη ενσωμάτωση και υποταγή της χώρας στον πολιτισμό της λιτότητας.
 
Η Κύπρος δεν τιμωρήθηκε λόγω της συνωμοτικής πολιτικής της Γερμανίας με στόχο τους ενεργειακούς πόρους της Κύπρου. Τιμωρήθηκε γιατί ήταν ο εύκολος στόχος, προκειμένου να δοκιμάσει η Γερμανία το «σπάσιμο» ενός άλλου, παλιού κανόνα-φετίχ του κάποτε ευρωπαϊκού πολιτισμού, «σπάσιμο» που δημιουργεί προηγούμενο για την επιβολή του πολιτισμού της λιτότητας και σε άλλες χώρες της Ε.Ε., όταν αυτό χρειαστεί. Η Κύπρος λοιπόν δεν τιμωρήθηκε σκληρότερα εξαιτίας του «όχι» της κυπριακής Βουλής. Αντιθέτως, η αδιαφορία του Eurogroup στην απόφαση του εθνικού, αντιπροσωπευτικού οργάνου εντάσσεται στο πλαίσιο της ιδεολογικής τύφλωσης των ευρωπαϊκών ηγεσιών να κατανοήσουν τι σημαίνει η θέσπιση νέων κανόνων μέσα από τη βίαιη ακύρωση της δημοκρατίας στο όνομα του κατεπείγοντος εξαιτίας μιας «εθνικής ανωμαλίας». Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι σημαίνει για όλη την Ευρώπη –και για τον Βορρά– όταν ένα κράτος μονοπωλεί, στο όνομα του παρόντος, την αποϊδεολογικοποίηση και την αποϊστορικοποίηση των τοπικών χρόνων, επομένως και του ευρωπαϊκού.

Ένα μόνιμο λάθος το οποίο κάνουμε για να διαβάσουμε την αντιμετώπιση της κρίσης είναι –κατά τη γνώμη μου– ότι υιοθετούμε την άποψη πως με αυτήν πλήττονται ειδικά οι χώρες του «Νότου» ή, τώρα με την Κύπρο, ο ελληνισμός. Αυτή η ανάγνωση συσκοτίζει μια πιο σύνθετη πραγματικότητα: ο νέος πολιτισμός της λιτότητας επιβάλλεται από την ηγεμονική δύναμη καταρχήν στις πιο «ευάλωτες χώρες», σε αυτές που τα αληθοφανή στοιχεία είναι πολλά, ώστε να επιτρέπουν τον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής κρίσης και την κατ’ εξαίρεση ακύρωση των παλιών κανόνων. Μόνο που αυτή η κατ’ εξαίρεση ακύρωση των κανόνων εξοικειώνει την Ευρώπη με την αντίληψη ότι όλοι οι παλιοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της δημοκρατίας, συνιστούν αρχαϊκότητες του παρελθόντος. Μέχρι αυτή τη στιγμή, η Γερμανία έχει κατορθώσει να επιβάλει τον πολιτισμό της λιτότητας ως τον μοναδικό αποδεκτό ευρωπαϊκό πολιτισμό, έναν πολιτισμό από τον οποίο επωφελούνται σε εθνικό επίπεδο οι ηγεσίες των κρατών-μελών που συμμερίζονται την ιδεολογία της ηγεσίας της Γερμανίας. Όμως η εξοικείωση με την αντίληψη ότι η δημοκρατία είναι αρχαϊκότητα απέναντι στον νεωτερισμό του ευρωπαϊκού αγαθού, θέτει ακόμη και τα ισχυρά κράτη του Βορρά σε κίνδυνο.

Αυτές τις μέρες αναφέρθηκε κατ’ επανάληψη ότι το «κούρεμα» των καταθέσεων αφορά μόνο την Κύπρο και δεν πρόκειται να εφαρμοστεί αλλού. Αυτή η ιδιαίτερη τιμωρία, αποτέλεσμα της «εθνικής ιδιαιτερότητας», δημιουργεί την ψευδαίσθηση της συναπόφασης, την ψευδαίσθηση ότι δεν παραβιάζονται οι κανόνες, κυρίως αυτός της δημοκρατίας, αλλά ότι η εξαίρεση –η εθνική εξαίρεση– απαιτεί εξαιρετική αντιμετώπιση. Συγχρόνως, επειδή τα χαρακτηριστικά της εθνικής ιδιαιτερότητας (κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα) διαβάζονται αποκομμένα από το περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκαν, δημιουργούν νέες πολιτισμικές, αποϊδεολογικοποιημένες κατηγοριοποιήσεις που συσκοτίζουν τις ιδεολογικές αναφορές της ηγεμονίας που χτίζεται σε βάρος των κοινωνιών της Ευρώπης. Για παράδειγμα, αν οι Κύπριοι ευημερούσαν χάρη στο βρόμικο χρήμα ή οι τεμπέληδες Έλληνες χάρη στα χρήματα των άλλων Ευρωπαίων, είναι καιρός να εκπολιτιστούν. Με αυτό τον τρόπο ο ευρωπαϊκός χώρος χωρίζεται σε «έθνη-κοινότητες», σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, των οποίων η επιβίωση εξαρτάται είτε από το κατά πόσο έχουν προνομιακές σχέσεις με τον κυρίαρχο είτε από το κατά πόσο μπορούν να κλειστούν σε έναν δικό τους «κλειστό», εχθρικό προς τον έξω κόσμο –κυρίως τον γείτονα– πολιτισμό, που οικοδομείται γύρω από αρχαϊκές, συντηρητικές εξουσίες.

Επί αποικιοκρατίας, όταν επιβαλλόταν βίαια, στο όνομα του πολιτισμού, μια κατακερματιστική σε κοινότητες νεωτερικότητα, αυτή αντί να οδηγεί σε ανατροπές, στη χειραφέτηση δηλαδή των ντόπιων κοινωνιών από τις ντόπιες αρχαϊκές-αυταρχικές εξουσίες, τις υπέτασσε σε αυτές. Οι τελευταίες είτε επιβάλλονταν στην κοινότητά τους μέσα από τις προνομιακές τους σχέσεις με την αποικιακή εξουσία, είτε στο πλαίσιο της κοινότητάς τους ως φορείς μιας «εθνικής νεωτερικότητας» που θα έσωζε την κοινότητα από την ισοπεδωτική νεωτερικότητα της κυρίαρχης εξουσίας και από την αντίπαλη κοινότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα μεγάλο μέρος του πρώην αποικιοκρατούμενου κόσμου δεν μπορεί να απελευθερωθεί είτε από αυταρχικές εξουσίες (συνήθως θρησκευτικές), που απέκτησαν πολιτική ισχύ χάρη στην ανορθολογική κατηγοριοποίηση των κοινωνιών, είτε από άλλες εξαρτήσεις και προβλήματα. Ο κατακερματισμός απέτρεψε τότε τη χειραφέτηση της κοινωνίας στη βάση κοινωνικών διεκδικήσεων, πολιτικών αιτημάτων και ιδεολογικών αντιπαλοτήτων που θα απειλούσαν την αποικιακή εξουσία αλλά και τις ντόπιες αυταρχικές εξουσίες. Αντιθέτως, γέννησε τον «εθνοθρησκευτικό» ανταγωνισμό ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό.

Η Γερμανία λοιπόν χρησιμοποιεί τα τελευταία χρόνια αποικιακές μεθόδους, χωρίζοντας την Ευρώπη σε «έθνη-κοινότητες», σε «εθνικές ιδιαιτερότητες», και επιβάλλει έτσι μια κατακερματισμένη και ανταγωνιστική εθνικιστικά ευρωπαϊκότητα. «Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κινδυνεύει από τις ατίθασες, απειθάρχητες, εθνικά οριοθετημένες κοινωνίες», κατά το γερμανικό αξίωμα. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες λοιπόν δεν ορίζονται πολιτικά και ιδεολογικά, με σεβασμό στις εθνικές ιδιαιτερότητές τους, στην πολιτική τους αυτονομία ή και στην ενοποιητική δυναμική των κοινών, ταξικά οριοθετημένων διεκδικήσεών τους, αλλά ως αταξικές κοινότητες.

Το κράτος-έθνος ως πεδίο ταξικής πάλης και δημοκρατικών διεκδικήσεων, ως πεδίο συγκρότησης διεθνικής (ευρωπαϊκής) συνείδησης, ως πεδίο χειραφέτησης και ελευθερίας της κοινωνίας αποδομείται προς όφελος ενός κράτους-έθνους αταξικού και αποϊδεολογικοποιημένου, μοχλού βίαιης προσαρμογής στον νέο πολιτισμό. Αυτός ο εθνικιστικός κατακερματισμός πάνω στον οποίο θεμελιώνεται ο πολιτισμός της λιτότητας είτε αναπαράγει την εξουσία διεφθαρμένων πολιτικών που ευθύνονται για την κρίση αλλά δρουν ως φορείς του νέου πολιτισμού –επομένως ως επαρκείς μηχανισμοί «σωφρονισμού» της κοινωνίας–, είτε συμβάλλει στη νομιμοποίηση «κλειστών», αρχαϊκών, ακραίων δυνάμεων, απειλητικών για το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα (Χρυσή Αυγή, για παράδειγμα).
 
Ο πολιτισμός της κατακερματιστικής λιτότητας, τον οποίο επιβάλλει μέσω της Ε.Ε. η Γερμανία, δεν οδηγεί σε παραγωγικότητα και αποτροπή της ευρωπαϊκής κρίσης. Αντιθέτως, με αυτόν χρησιμοποιεί την Ευρωζώνη σαν το ισχυρό διαπραγματευτικό της χαρτί στο παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο σύστημα. Οι κοινωνίες της Ευρώπης, όπως οι κάποτε κοινότητες της αποικιοκρατίας, εισάγονται βίαια στην παγκόσμια νεοφιλελεύθερη αγορά με διαύλους ντόπιες εξουσίες και τον κανόνα του κατεπείγοντος, έναν κανόνα βάσει του οποίου ακόμη και τα κράτη του «Βορρά» χάνουν σταδιακά την αυτονομία τους, ενώ οι κοινωνίες χάνουν όχι μόνο τα δικαιώματά τους αλλά και τους πολιτικούς θεσμούς χειραφέτησης και ελευθερίας τους. Με άλλα λόγια, η Γερμανία αναπτύσσει έναν σκληρό «αυτοκρατορικό, νεοφιλελεύθερο εθνικισμό» του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ο φόβος για το αύριο.

Ο νέος πολιτισμός βασίζεται λοιπόν στην αυθαίρετη ομογενοποίηση του χρόνου –του παρελθόντος και του μέλλοντος– των κοινωνιών της Ευρώπης στο όνομα του παρόντος. Στο όνομα της κυρίαρχης πλέον παροντολογίας –»πάρτε αυτά τα μέτρα για να μη χρεοκοπήσετε τώρα, για να σωθείτε σήμερα»– θυσιάζεται το παρελθόν των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, των συγκρούσεων για κοινωνικά δικαιώματα, για δημοκρατία και χειραφέτηση, το παρελθόν των αιματηρών αγώνων για δημοκρατία στην Ευρώπη, θυσιάζεται το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών –νέοι χωρίς προοπτική σύνταξης, ανασφάλιστοι και με επισφαλείς συνθήκες εργασίας–, θυσιάζεται επίσης η κοινωνική συνοχή και η ειρήνη σε βάθος χρόνου. Αυτός ο χρόνος του παρόντος που ισοπεδώνει την εθνικά, ταξικά και ιδεολογικά συγκρουσιακή συγκρότηση του παρελθόντος μέσα από την οποία γεννήθηκε στις κοινωνίες η ελπίδα για να διεκδικήσουν τη χειραφέτηση, την ελευθερία και την ισότητά τους, υπονομεύει το όραμα για το μέλλον. Ένα όραμα που θα οδηγεί σε μια δημοκρατική συνείδηση για την Ευρώπη. Χωρίς όμως αυτή την ελπίδα για το μέλλον δεν μπορεί να υπάρχει Ε.Ε., γιατί στοιχείο του ευρωπαϊκού πολιτισμού ήταν η ελπίδα για το μέλλον.

«Οι αδελφοί μας οι Κύπριοι» ή διεκδίκηση μιας άλλης Ευρώπης;

Η τιμωρία που επιβλήθηκε στην Κύπρο ξεσήκωσε μεγάλη αντίδραση κατεξοχήν στην Ελλάδα. Οι αντιδράσεις –αν εξαιρέσουμε την ελληνική κυβέρνηση που, όπως αναμενόταν, ταυτίστηκε πλήρως με την ευρωπαϊκή ηγεσία– εκφράζονται κυρίως με γνώμονα την εθνική συγγένεια και στη βάση των κινδύνων που απειλούν τον ελληνισμό. Αυτές οι αντιδράσεις ωστόσο δεν θεμελιώνουν σε βάθος χρόνου ευρωπαϊκή αντίσταση, ούτε βέβαια υπονομεύουν τη γερμανική ηγεμονία. Αντιθέτως, επιβεβαιώνουν την αντίληψη περί κρίσης-εθνικής ιδιαιτερότητας.

Τουλάχιστον η Αριστερά πρέπει να γίνει φορέας στρατηγικής αντίστασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο απέναντι στον πολιτισμό της λιτότητας και ό,τι αυτός συνεπάγεται. Αυτό προϋποθέτει την άμεση απαγκίστρωση από τη συγκυρία –από την παροντολογία– και τη διεκδίκηση του παρόντος, στο πλαίσιο ενός παρελθόντος που γέννησε μια άλλη ελπίδα για πρόοδο (ούτε εθνικιστική ούτε βάρβαρου ανταγωνισμού), και ενός μέλλοντος που για να υπάρξει απαιτείται η θέσπιση νέων κανόνων με εμβάθυνση σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο του μοναδικού ορθολογικού κανόνα: της δημοκρατίας.
 
Η Κύπρος λοιπόν μας βοηθά πλέον να κατανοήσουμε και τις στρατηγικές αντίστασης στην επιβολή του νέου πολιτισμού. Το «όχι» της κυπριακής Βουλής δεν ήταν αρκετό για αντίσταση, όχι όμως επειδή αυτό, όπως έσπευσαν να πανηγυρίσουν κάποιοι δικοί μας, ήταν άχρηστο και οδήγησε σε μεγαλύτερη τιμωρία. Αλλά επειδή δεν θεμελιώθηκε ούτε σε μία ουσιαστική αποκωδικοποίηση του ευρωπαϊκού παρόντος ούτε στη βάση μιας πρότασης για ένα άλλο μέλλον, σχεδιασμένο δημοκρατικά και εμπνευσμένο από ένα όραμα που θα περιορίζει στο εξής τον εθνικό, «φορολογικό παράδεισο». Μόλις έναν χρόνο πριν, η κυπριακή Βουλή, με την πλειοψηφία των κομμάτων που στήριξαν φέτος την προεδρία του Αναστασιάδη, καταψήφισε την επιβολή του εταιρικού φόρου που ήθελε να επιβάλει η προεδρία Χριστόφια σε μια προσπάθεια ελέγχου του φορολογικού παραδείσου. Αντί να στηρίξουν λοιπόν τον τότε πρόεδρο σε κάτι που φαινόταν από τότε ότι θα περιόριζε την καταστροφή, προτίμησαν να μη διαρρήξουν τις προνομιακές σχέσεις με το χρηματοπιστωτικό σύστημα το οποίο έχει βαθιές ιστορικές και πολιτικές ρίζες στην Κύπρο. Οι ευθύνες σε εθνικό επίπεδο για τον εκμαυλισμό, την αποχαύνωση και την εγκατάλειψη των κοινωνιών, ανοχύρωτων απέναντι στην επιβολή του πολιτισμού της λιτότητας, είναι τεράστιες. Το μοναδικό σχέδιο που είχε η Κύπρος μετά το «όχι» ήταν η προσφυγή στη Ρωσία, σαν να μην εμπλέκεται η χώρα αυτή στα γρανάζια του νεοφιλελευθερισμού, σαν να μη δημιουργεί εξαρτήσεις και όρους υποταγής, πιθανότατα και χειρότερους από την ίδια την Ευρωζώνη.

Από την άλλη μεριά, ούτε οι υδρογονάνθρακες έσωσαν την Κύπρο, παρά το γεγονός ότι η μελλοντική αξιοποίησή τους θα μπορούσε να αποτελέσει σωσίβιο σωτηρίας. Δεν ήταν αυτοί βέβαια ο στόχος για τον οποίο επιβλήθηκε βίαια ο πολιτισμός της λιτότητας στην Κύπρο. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική κρίση αυξάνει τους γεωστρατηγικούς κινδύνους, πολύ περισσότερο επειδή με την ανακήρυξη της Α.Ο.Ζ. η Κύπρος «ανοίχτηκε» σε συμμαχίες τακτικισμού που φαίνονταν ισχυρές εκείνη την εποχή –η συμμαχία με το Ισραήλ– αλλά ανίσχυρες σήμερα που τα δεδομένα της περιοχής αλλάζουν και πάλι. Η συμμαχία με αυτό το κράτος –σε εχθρική κατάσταση τότε με την Τουρκία– έμοιαζε να εξασφαλίζει το ενεργειακό, οικονομικό και στρατηγικό μέλλον της Κύπρου. Ξέχασε όμως η Κύπρος ότι το γεωστρατηγικό της πρόβλημα το δημιουργεί η μη λύση του Κυπριακού, κι αυτό επειδή την καθιστά ευάλωτη όχι μόνο στην πολιτική της Τουρκίας αλλά κυρίως στη ρευστότητα των συγκρούσεων της Μέσης Ανατολής.

Η λύση του Κυπριακού σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ο.Η.Ε. και με τη συναίνεση των δύο κοινοτήτων συνιστά τη μοναδική προοπτική για τον περιορισμό των κινδύνων που οφείλονται στη γεωστρατηγική της θέση, καθώς και για την προστασία του ενεργειακού της μέλλοντος. Η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα, αν θέλουν να ξαναοραματιστούν το μέλλον τους, οφείλουν καταρχήν να αποφασίσουν για το «ποιοι είμαστε» –ένας ενιαίος ελληνισμός ή πολίτες δύο ξεχωριστών, ευρωπαϊκών κρατών στη δίνη της λιτότητας;– καθώς και για το «ποια δεσμά μας ενώνουν». Οφείλουμε δηλαδή να ξαναδιαβάσουμε προσεκτικά και με άλλον τρόπο τη θέση μας στη γειτονιά μας καταρχήν, για να μπορέσουμε να δούμε και τη θέση μας στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ζούμε σε μια εποχή μεγάλης ιστορικής μετάβασης, και σε τέτοιες εποχές επιβιώνουν τα κράτη που έχουν το θάρρος να ξαναοραματιστούν τον εαυτό τους όχι με τα παλιά γνώριμα εργαλεία, εκείνα που τα οδήγησαν σε «υποταγή», αλλά με αυτά που θα οδηγήσουν την κοινωνία τους σε χειραφέτηση.