Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

[Κύπρος] Γλαύκος Κληρίδης (1919-2013) : Ο ι­δρυ­τής της κυ­πρια­κής Δε­ξιάς

Ο Γλαύ­κος Κλη­ρί­δης α­νή­κε στη «νέ­α» γε­νιά των κύ­πριων πο­λι­τι­κών, που εμ­φα­νί­στη­καν την ε­πο­χή της Ε­Ο­ΚΑ και γεν­νη­θή­καν πο­λι­τι­κά μα­ζί με την Ανε­ξαρ­τη­σία της Κύ­πρου το 1959. Ήταν, λοι­πόν, «α­νε­ξαρ­τη­σια­κός» πο­λι­τι­κός, έ­τσι ό­πως την Ανε­ξαρ­τη­σία την ό­ρι­ζε ε­κεί­νη την ε­πο­χή ο ε­θναρ­χι­σμός του Μα­κά­ριου σε συμ­φω­νία με τους α­γω­νι­στές της Ε­Ο­ΚΑ, κα­θώς ε­πί­σης και η Ελλά­δα και οι συ­σχε­τι­σμοί στο να­τοϊκό στρα­τό­πε­δο. Ο Κλη­ρί­δης, λοι­πόν, α­κού­μπη­σε στα πρώ­τα βή­μα­τα της πο­λι­τι­κής του ζωής σε δύο πο­λι­τι­κό-πο­λι­τι­σμι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα: έ­να «ε­θναρ­χι­κό», στο ο­ποίο οι ρί­ζες της α­νε­ξαρ­τη­σια­κής ταυ­τό­τη­τας βυ­θί­ζο­νταν ι­στο­ρι­κά στα α­λυ­τρω­τι­κά σχή­μα­τα της ε­θνι­κο­φρο­σύ­νης και της Ένω­σης, και σε έ­να διε­θνές και ελ­λη­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον, στο ο­ποίο η α­νε­ξαρ­τη­σια­κή ταυ­τό­τη­τα φτια­χνό­ταν α­πό τα υ­λι­κά των συμ­φε­ρό­ντων με­γά­λου μέ­ρους της «εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής» α­στι­κής τά­ξης αλ­λά και του διε­θνούς ρε­α­λι­σμού. Ωστό­σο, ω­ρί­μα­σε πο­λι­τι­κά μέ­σα στις δύ­σκο­λες συν­θή­κες του α­νε­ξάρ­τη­του κρά­τους, στο ο­ποίο κα­τεί­χε πρω­τα­γω­νι­στι­κή θέ­ση, ως ο ε­πί πολ­λά χρό­νια πρό­ε­δρος της κυ­πρια­κής Βου­λής, αλ­λά και ως ο εκ­πρό­σω­πος της ελ­λη­νο­κυ­πρια­κής κοι­νό­τη­τας στις δι­κοι­νο­τι­κές συ­νο­μι­λίες, με­τα­ξύ 1968 και 1974.

Το σχή­μα της ε­θναρ­χι­κής α­νε­ξαρ­τη­σίας του Μα­κά­ριου, μέ­σα α­πό το ο­ποίο α­να­πα­ρά­γο­νταν οι α­δρά­νειες ε­νός μα­κρού, ε­θνο­θρη­σκευ­τι­κού πα­ρελ­θό­ντος, δη­μιουρ­γού­σε γι’ αυ­τό τον α­στό πο­λι­τι­κό ε­πι­κίν­δυ­νες ε­πι­πλο­κές, με θα­νά­σι­μες πα­γί­δες. Ο Κλη­ρί­δης α­νέ­πτυσ­σε την ταυ­τό­τη­τα του Έλλη­να α­στού πο­λι­τι­κού της Κύ­πρου, για τον ο­ποίο το α­νε­ξάρ­τη­το κυ­πρια­κό κρά­τος έ­πρε­πε να εκ­συγ­χρο­νί­ζε­ται ε­ναρ­μο­νι­σμέ­νο με τα συμ­φέ­ρο­ντα του ελ­λη­νι­κού κρά­τους, ό­πως αυ­τά δια­μορ­φώ­νο­νταν στο πλαί­σιο του δυ­τι­κού στρα­το­πέ­δου. Όσο η ελ­λη­νι­κή, α­στι­κή τά­ξη της Κύ­πρου πα­ρέ­με­νε α­δύ­να­μη, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη και δι­χα­σμέ­νη α­νά­με­σα στον Μα­κά­ριο και τον Γρί­βα, ο Κλη­ρί­δης πα­ρέ­με­νε α­φο­σιω­μέ­νος στον Μα­κά­ριο και την ε­θναρ­χι­κή α­νε­ξαρ­τη­σία, κι αυ­τό πα­ρά τη δια­φω­νία του σε μεί­ζο­να θέ­μα­τα, ό­πως αυ­τό της, μο­νο­με­ρούς και χω­ρίς τη συ­ναί­νε­ση της Ελλά­δας, α­να­θεώ­ρη­σης των 13 ση­μείων του κυ­πρια­κού Συ­ντάγ­μα­τος.

Στην ε­ξαι­ρε­τι­κά κρί­σι­μη πε­ρίο­δο των δι­κοι­νο­τι­κών συ­νο­μι­λιών (1968-1974), ό­που το πα­ρα­κρά­τος δρού­σε α­νε­ξέ­λε­γκτο και η ελ­λη­νι­κή χού­ντα με τα κυ­πρια­κά της πα­ρα­κλά­δια α­πλω­νό­ταν σε αυ­τό, ε­νώ ο Μα­κά­ριος α­δυ­να­τού­σε να κα­τα­νοή­σει τη ση­μα­σία, σε ε­κεί­νες τις δύ­σκο­λες συν­θή­κες, που εί­χε για το κυ­πρια­κό κρά­τος η «ε­πα­νί­δρυ­σή» του ως δι­κοι­νο­τι­κού, ο Κλη­ρί­δης έ­κα­νε τη ρή­ξη. Μα­ζί με τον Τάσ­σο Πα­πα­δό­που­λο και τον Πο­λύ­καρ­πο Γεωρ­κάτ­ζη και με τη στή­ρι­ξη με­λών της ι­σχυ­ρής, χά­ρη στο κρά­τος, α­στι­κής τά­ξης και του α­γρο­τι­κού κό­σμου στον ο­ποίο ο Γεωρ­κάτ­ζης έ­λεγ­χε ό­λα τα ε­θνι­κι­στι­κά σω­μα­τεία, α­πο­φά­σι­σε το 1969 να συ­νε­νώ­σει τα κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­να κομ­μά­τια του α­στι­κού, πο­λι­τι­κού κό­σμου. Ίδρυ­σε το «Ενιαίο Κόμ­μα» με «κε­ντρο­δε­ξιό πο­λι­τι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό», κα­τά τη δια­τύ­πω­σή του, και με σα­φέ­στα­τα «φι­λο­δυ­τι­κό», ε­πο­μέ­νως α­ντι­κομ­μου­νι­στι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό. Η ί­δρυ­ση αυ­τού του κόμ­μα­τος α­πο­τέ­λε­σε το­μή για την κυ­πρια­κή πο­λι­τι­κή ζωή, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που το μο­να­δι­κό πο­λι­τι­κό κόμ­μα που υ­πήρ­χε στην Κύ­προ, ή­δη α­πό το 1941, ή­ταν το Α­ΚΕΛ. Σε α­ντί­θε­ση, λοι­πόν, με τον α­ρι­στε­ρό χώ­ρο, ο ο­ποίος ο­ρί­στη­κε ι­στο­ρι­κά στην Κύ­προ έ­ξω α­πό τον ε­θναρ­χι­κό χώ­ρο, άλ­λο­τε σε σφο­δρή σύ­γκρου­ση με αυ­τόν άλ­λο­τε σε συμ­μα­χία (α­πό το 1960 και με­τά), ο δε­ξιός πο­λι­τι­κός χώ­ρος υ­πήρ­χε χά­ρη στον ε­θναρ­χι­σμό, κά­τω α­πό τα ρά­σα της Εκκλη­σίας.

Δε­ξιός χώ­ρος έ­ξω α­πό τον ε­θναρ­χι­κό

Υπό την α­πει­λή, λοι­πόν, ό­τι το Α­ΚΕΛ ε­λέγ­χει τον κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό χώ­ρο και με δε­δο­μέ­νο ό­τι ο ε­θναρ­χι­κός ρό­λος του Μα­κά­ριου ή­ταν πλέ­ον δια­πραγ­μα­τεύ­σι­μος, ο Κλη­ρί­δης α­πο­φά­σι­σε τη σχε­τι­κή αυ­το­νό­μη­ση της α­στι­κής δε­ξιάς α­πό το ε­θναρ­χι­κό μέ­τω­πο. Όπως ο ί­διος ε­ξη­γεί: «εί­χα τη βε­βαιό­τη­τα ό­τι η κα­τά­στα­ση ή­ταν πο­λι­τι­κά αρ­ρω­στη­μέ­νη […]. Εί­χα ε­πί­σης την ά­πο­ψη ό­τι ο ρό­λος της εκ­κλη­σίας στην πο­λι­τι­κή ζωή του τό­που έ­πρε­πε να ε­πα­να­προσ­διο­ρι­σθεί. Πί­στευα ό­τι αν και η εκ­κλη­σία εί­χε δι­καίω­μα να έ­χει φω­νή στα πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα, ω­στό­σο δεν έ­πρε­πε να εί­ναι η κυ­ρίαρ­χη φω­νή ή ε­ξου­σία στην πο­λι­τι­κή ζωή της Κύ­πρου, […] ό­τι τα πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα α­πο­τε­λούν βα­σι­κό συ­στα­τι­κό στοι­χείο της πο­λι­τι­κής ζωής και ό­τι ή­ταν α­πα­ρά­δε­κτο το έ­να και μο­να­δι­κό κόμ­μα να εί­ναι της α­ρι­στε­ράς, τη στιγ­μή που η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία των Ελλή­νων, οι ο­ποίοι δεν ή­ταν α­ρι­στε­ροί, δεν εί­χαν πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα, με α­πο­τέ­λε­σμα να εμ­φα­νί­ζο­νται έ­τσι πο­λι­τι­κά κα­θυ­στε­ρη­μέ­νοι και με με­σαιω­νι­κή α­ντί­λη­ψη και νοο­τρο­πία» (Η Κα­τά­θε­σή μου, τ. 2, σς. 329-330). Για πρώ­τη φο­ρά, λοι­πόν, η δε­ξιά στην Κύ­προ ό­ρι­σε το δι­κό της πο­λι­τι­κό χώ­ρο, έ­ξω α­πό τον ε­θναρ­χι­κό της εκ­κλη­σια­στι­κής ιε­ραρ­χίας.

Αυ­τό το δε­ξιό, «εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό» κόμ­μα που συ­σπεί­ρω­σε με­γά­λο τμή­μα της α­στι­κής τά­ξης της Κύ­πρου, αλ­λά και ό­λα τα α­κρο-δε­ξιά, ε­θνι­κι­στι­κά σω­μα­τεία και συλ­λό­γους της Κύ­πρου, έ­γι­νε φο­ρέ­ας μιας λαϊκής, ε­θνι­κι­στι­κής ι­δε­ο­λο­γίας, για την ο­ποία ο α­γώ­νας της Ε­Ο­ΚΑ συ­νι­στού­σε τη με­γά­λη το­μή. Τα α­στι­κά στρώ­μα­τα, λοι­πόν, της Κύ­πρου α­πο­φά­σι­σαν με αυ­τό το κόμ­μα να ση­μα­σιο­δο­τή­σουν και να δια­χει­ρι­στούν την ελ­λη­νι­κό­τη­τα σε κυ­πρια­κό πλαί­σιο, ως προ­νο­μια­κοί ε­ντο­λο­δό­χοι της Μη­τέ­ρας Πα­τρί­δας. Σε αυ­τή την ι­δε­ο­λο­γία, ό­ποιο κόμ­μα ή­ταν κα­τά της Ελλά­δας, ή­ταν αν­θελ­λη­νι­κό και αμ­φι­σβη­τού­σε την ί­δια την ταυ­τό­τη­τα των Ελλη­νο­κυ­πρίων. Η αιώ­νια Ελλά­δα έ­γι­νε η πη­γή της νο­μι­μο­ποίη­σης της κυ­πρια­κής, α­στι­κής δε­ξιάς και η α­πό­δει­ξη του προ­δο­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα του α­ρι­στε­ρού α­ντί­πα­λου: του Α­ΚΕΛ. Ο Κλη­ρί­δης με το κόμ­μα που ί­δρυ­σε έ­θε­σε με κο­σμι­κούς ό­ρους το ό­ριο της διαί­ρε­σης α­νά­με­σα στη Δε­ξιά και την Αρι­στε­ρά.

Με­τά την τουρ­κι­κή ει­σβο­λή

Το ελ­λη­νι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα και η τουρ­κι­κή ει­σβο­λή στη Κύ­προ α­νέ­τρε­ψαν, βίαια και ο­δυ­νη­ρά, την προ­η­γού­με­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα α­στι­κά στρώ­μα­τα βρέ­θη­καν και πά­λι δια­σπα­σμέ­να και κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­να πο­λι­τι­κά. Ένα μέ­ρος των α­στι­κών στρω­μά­των α­πο­φά­σι­σε να συ­γκρο­τή­σει έ­να κε­ντρώο κόμ­μα (Δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα –ΔΗ­ΚΟ), του ο­ποίου η κύ­ρια ταυ­τό­τη­τα ή­ταν αυ­τή του πι­στού και α­με­τα­κί­νη­του κλη­ρο­νό­μου της μα­κα­ρια­κής κλη­ρο­νο­μιάς. Το κόμ­μα αυ­τό α­να­λάμ­βα­νε το ρό­λο του α­να­πα­ρα­γω­γού με κο­σμι­κούς ό­ρους του ε­θναρ­χι­σμού, σύμ­φω­να με τον ο­ποίο το κρά­τος έ­πρε­πε να εί­ναι α­νε­ξάρ­τη­το αλ­λά ε­θναρ­χι­κό. Ο Κλη­ρί­δης, α­ντι­θέ­τως, α­πο­φά­σι­σε να συ­γκρο­τή­σει εκ νέ­ου τη δε­ξιά, ι­δρύο­ντας το 1976 έ­να νέο κόμ­μα –τον Δη­μο­κρα­τι­κό Συ­να­γερ­μό (ΔΗ­ΣΥ)– στο ο­ποίο συμ­με­τεί­χαν πολ­λά α­πό τα στε­λέ­χη του προ­η­γού­με­νου κόμ­μα­τος και άλ­λων προ­πο­λε­μι­κών κομ­μά­των. Το νέο αυ­τό κόμ­μα, φτιαγ­μέ­νο α­πό πολ­λά α­πό τα πα­λιά υ­λι­κά του προ­η­γού­με­νου κόμ­μα­τος, γι­νό­ταν φο­ρέ­ας μιας εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής, δυ­τι­κό­στρο­φης και πά­ντα α­ντι­κο­μου­νι­στι­κής δε­ξιάς, της ο­ποίας η α­πο­στο­λή ή­τα­ν: «την πα­τρί­δα ουκ ε­λάτ­τω πα­ρα­δώ­σω». Η λύ­ση του κυ­πρια­κού με βά­ση τις α­πο­φά­σεις του Ο­ΗΕ και σε α­γα­στή σύ­μπνοια με τις ελ­λη­νι­κές κυ­βερ­νή­σεις έ­γι­ναν η ση­μαία του ΔΗ­ΣΥ.

Ο ε­θνι­κι­σμός και ο εκ­συγ­χρο­νι­σμός α­πο­τέ­λε­σαν τα συ­γκολ­λη­τι­κά στοι­χεία της πα­λιάς και της νέ­ας δε­ξιάς ταυ­τό­τη­τας: το βο­λι­κό σχή­μα, σύμ­φω­να με το ο­ποίο για ό­λα έ­φται­γε η ελ­λη­νι­κή χού­ντα, ε­ξά­γνι­σε τους κύ­πριους συ­νερ­γά­τες της χού­ντας, και ε­πέ­τρε­ψε στις εκ­συγ­χρο­νι­στι­κές ο­μά­δες να ξα­να­φτιά­ξουν έ­να με­γά­λο χρό­νο, στον ο­ποίο ό­λοι οι κα­λοί Έλλη­νες της Κύ­πρου χώ­ρα­γαν. Από την άλ­λη με­ριά, η ει­σβο­λή α­πο­δό­θη­κε στη βαρ­βα­ρό­τη­τα της Τουρ­κίας, αλ­λά και στα «λά­θη» της τό­τε κυ­πρια­κής η­γε­σίας. Το ο­δυ­νη­ρό πα­ρελ­θόν σκε­πά­στη­κε και ό­λα ξε­κί­να­γαν α­πό το ’74 και με­τά. Ο Κλη­ρί­δης, δε­ξιός, εκ­συγ­χρο­νι­στής πο­λι­τι­κός, δεν προ­σπά­θη­σε να συν­δέ­σει την ο­μο­σπον­δία με τη λαϊκή ι­δε­ο­λο­γία, να την κα­τα­στή­σει α­ξία αυ­τής της λαϊκής κουλ­τού­ρας. Ανή­κε σε αυ­τή την κυ­πρια­κή α­στι­κή τά­ξη, για την ο­ποία η ο­μο­σπον­δία ή­ταν έ­να ε­πί­κτη­το, ρε­α­λι­στι­κό στοι­χείο της ελ­λη­νι­κής ταυ­τό­τη­τας, κα­ταρ­χάς α­πο­δε­κτό α­πό την Ελλά­δα και το δυ­τι­κό κό­σμο. Δεν εγ­γρα­φό­ταν που­θε­νά στην κυ­πρια­κή ι­στο­ρία. Ο ρε­α­λι­σμός του συ­μπυ­κνω­νό­ταν στο δόγ­μα της σύ­μπρα­ξης με την Ελλά­δα, σε αρ­μο­νία με το δυ­τι­κό, διε­θνές πε­ρι­βάλ­λον.

Ση­μα­ντι­κός η­γέ­της

Στην πρώ­τη προ­ε­δρία του (1993-1998), η ρε­α­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή που α­σκού­σε του ε­πέ­τρε­ψε να α­πο­δε­χτεί τις δι­κοι­νο­τι­κές συ­νο­μι­λίες. Συγ­χρό­νως, ό­μως, του ε­πέ­βα­λε την πλή­ρη α­πο­δο­χή και σύ­μπλευ­ση με το ε­νιαίο α­μυ­ντι­κό δόγ­μα του Γερ. Αρσέ­νη που α­κύ­ρω­νε την ο­μο­σπον­δία. Στη δεύ­τε­ρη προ­ε­δρία του (1998-2002) ω­στό­σο, ει­δι­κά προς το τέ­λος, ο Κλη­ρί­δης έ­κα­νε τη με­γά­λη ρή­ξη στην πο­λι­τι­κή ζωή του. Με τη θέ­ση που πή­ρε υ­πέρ του σχε­δίου Ανάν, α­νέ­τρε­ψε τη δε­ξιά ατ­ζέ­ντα: κα­τέ­στη­σε για πρώ­τη φο­ρά τη συ­νύ­παρ­ξη με τους Τουρ­κο­κύ­πριους σε έ­να ο­μό­σπον­δο κρά­τος δο­μι­κό στοι­χείο της ταυ­τό­τη­τας των Ελλη­νο­κύ­πριων. Ακό­μη κι αν αυ­τό υ­πα­γο­ρεύ­τη­κε α­πό έ­να ρε­α­λι­σμό που η ευ­ρω­παϊκή πο­ρεία της Κύ­πρου και η πο­λι­τι­κή της Ελλά­δας υ­πέ­βα­λαν, δεν μειώ­νει κα­θό­λου τον α­να­τρε­πτι­κό χα­ρα­κτή­ρα μιας θέ­σης έ­ξω ε­ντε­λώς α­πό τον πο­λι­τι­σμι­κό ο­ρί­ζο­ντα της δε­ξιάς.

Δεν ξέ­ρω αν ο Κλη­ρί­δης ή­ταν με­γά­λος πο­λι­τι­κός. Ένα εί­ναι βέ­βαιο, ω­στό­σο. Ήταν έ­νας πο­λι­τι­κός της ε­πο­χής του, που δεν θέ­λη­σε να οι­κειο­ποιη­θεί κα­νέ­ναν ε­θναρ­χι­κό ρό­λο για να μεί­νει στην ι­στο­ρία ως με­γά­λος η­γέ­της. Ανα­με­τρή­θη­κε με την ι­στο­ρία με τα ό­πλα της ι­δε­ο­λο­γίας του και της πο­λι­τι­κό-πο­λι­τι­σμι­κής ταυ­τό­τη­τάς του. Αυ­τό τον κα­θι­στά ση­μα­ντι­κό η­γέ­τη. 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου