Σάββατο 24 Μαΐου 2014

[Ελλάδα - Ευρώπη] Σχετικά με την Χρυσή Αυγή - Ακροδεξιά και νεοφιλελευθερισμός

Ομιλία στην Φλωρεντία το Νοέμβρη του 2013

Η είσοδος στο ελληνικό κοινοβούλιο ενός ναζιστικού κόμματος -της Χρυσής Αυγής- εντάσσεται στο ευρύτερο φαινόμενο της ανόδου της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, αποκαλύπτει ωστόσο και κάποιες ιδιαίτερες διαστάσεις της πολιτικής και οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Το ερώτημα που τίθεται αφορά τους λόγους για τους οποίους ένα ναζιστικό κόμμα, με συστατικό στοιχείο της οργάνωσής του τη βία, κατόρθωσε να ξεφύγει από τον περιθωριακό χαρακτήρα που επί χρόνια είχε και κέρδισε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε το 1980, αλλά άρχισε να δραστηριοποιείται έντονα στη δεκαετία του ’90, στο πλαίσιο δύο προβλημάτων που υπερπροβλήθηκαν από τα ΜΜΕ ως μείζονος εθνικής σημασίας: το μακεδονικό και τους Βαλκάνιους μετανάστες, προβλήματα στα οποία η Αριστερά είχε θέσεις, ενώ τα αστικά κόμματα ήταν αμήχανα. Η Χρυσή Αυγή, παρά τις αιματηρές επιθέσεις εναντίον αριστερών και κυρίως μεταναστών, παρά τη διείσδυσή της στα σχολεία από τη δεκαετία του 2000 και μετά, δεν αποτέλεσε ποτέ αντικείμενο μιας σοβαρής κοινοβουλευτικής ή δικαστικής έρευνας. Όταν βάφτισε τον ναζισμό ελληνικό εθνικισμό της επετράπη η συμμετοχή της σε εκλογές, καταρχάς στις δημοτικές εκλογές της Αθήνας του 2010 και δύο χρόνια μετά, στις βουλευτικές εκλογές του 2012, όπου εκτινάχθηκε στα ύψη με ποσοστό σχεδόν 7% και στις δύο αναμετρήσεις.

Οι λόγοι για τους οποίους ένα ναζιστικό κόμμα απέκτησε τέτοια δυναμική στην ελληνική κοινωνία δεν οφείλονται γενικώς στην οικονομική κρίση, αλλά κυρίως στο κυρίαρχο, εθνικό και ευρωπαϊκό, αφήγημα για την κρίση, καθώς και στη διαχείρισή της. Σε αυτό το αφήγημα απέκτησε κεντρικό ρόλο η άκρα δεξιά. Καταρχάς, πριν από τη Χρυσή Αυγή, κοινοβουλευτικός εκφραστής της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα ήταν από το 2000 και μετά το ΛΑΟΣ, ένα κόμμα, στο οποίο συσπειρώθηκε η κατακερματισμένη στη μεταπολίτευση ελληνική άκρα δεξιά, συμπεριλαμβανόμενων μάλιστα κατά καιρούς και κάποιων στελεχών της Χρυσής Αυγής. Ήδη από το 2008, αυτό το λαϊκιστικό, ακροδεξιό κόμμα –περιθωριακό μέχρι το 2007- άρχισε να κερδίζει κεντρικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα. Ήταν η εποχή που στις μεγάλες ταραχές που ξέσπασαν στην Αθήνα και σε άλλα αστικά κέντρα, καταγράφτηκε στα πεζοδρόμια μια ριζοσπαστική μετατόπιση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία υπέβοσκε από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και την οποία εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, που η διαιρετική τομή ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά ήταν κυρίαρχη και το ΠΑΣΟΚ ηγεμόνευε στον αριστερό χώρο, η Αριστερά συνιστούσε δύναμη ιστορικής εγγύησης της διαίρεσης. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν το ΠΑΣΟΚ οριστικοποίησε το ρόλο του, αυτόν του φορέα του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, άρχισε να δημιουργείται μια νέα διαίρεση: εκσυγχρονιστικού - αντιεκσυγχρονιστικού χώρου. Αυτός ο νέος εκσυγχρονιστικός χώρος, στον οποίο εντασσόταν τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ, δεν χώραγε η Αριστερά, αντιθέτως άνοιγε ο δρόμος για την ένταξη σε αυτόν ακροδεξιών κομμάτων.

Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στα τέλη του 2009, στο εθνικό και ευρωπαϊκό αφήγημα περί κρίσης, το ακροδεξιό κόμμα ΛΑΟΣ απέκτησε ενισχυμένη αποστολή. Κι αυτό γιατί, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το αφήγημα για την κρίση συγκροτήθηκε αταξικά, με όρους εθνικής και όχι ταξικής ευθύνης. Στο πλαίσιο αυτού του αφηγήματος, η έννοια του πολίτη συρρικνώθηκε σε μια γενικόλογη έννοια κοινής, αταξικής ταυτότητας, ενώ η δημοκρατικότητα του κράτους ορίσθηκε με όρους όχι δέσμευσης για την εγγύηση των αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη, αλλά με όρους αναπαραγωγής της «μυστικιστικής» ταυτότητας του έθνους και της ευρωπαϊκότητάς του. Το αφήγημα για την κρίση λοιπόν, κατά το οποίο υπεύθυνοι γι αυτήν ήταν οι πολίτες και τα δικαιώματά τους, προϋπέθετε και συνεπαγόταν την κατασκευή ενός νεοφιλελεύθερου εθνικισμού: η σωτηρία του έθνους (δηλαδή της ευρωπαϊκότητάς του) πάνω από όλα, κι αυτή τη σωτηρία την αναλαμβάνουν οι «άριστοι» -οι υπεύθυνοι εκφραστές της ευρωπαϊκής ταυτότητας του έθνους, ασχέτως αν αυτοί οι «άριστοι» ήταν οι ίδιοι που οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση. Στην Ελλάδα από το 2009 και μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε δυναμικά τον ιστορικό ρόλο της Αριστεράς: αυτόν της διαρκούς πάλης για τη διατήρηση των δικαιωμάτων του πολίτη, για τη διατήρηση του ίδιου του δημοκρατικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτής της σκληρής μάχης, οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ αντεπιτέθηκαν με δύο τρόπους: πρώτον, συμμάχησαν με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου (πρώην τραπεζίτη), προϊόν σύμπραξης ΠΑΣΟΚ, ΛΑΟΣ και ΝΔ. Δεύτερον, νομιμοποίησαν τον παλαιοεθνικισμό, αλλά και τον αντιμεταναστευτικό λόγο του ΛΑΟΣ, ως σωτήριο για την ευρωπαϊκότητα του έθνους λόγο. Πρόσφεραν έτσι το ιστορικό βάθος που ο νεοφιλελεύθερος εθνικισμός είχε ανάγκη. Το ΛΑΟΣ, δίνοντας εθνική ιστορικότητα στο νεοφιλελευθερισμό, έδινε ιστορική νομιμοποίηση στην αποπολιτικοποίηση της έννοιας του πολίτη, ιστορική νομιμοποίηση επίσης στο αντιμεταναστευτικό μένος που, στο όνομα της έκτακτης ανάγκης, εκφράσθηκε με «στρατόπεδα συγκέντρωσης» των μεταναστών, με αποκλεισμό τους από το δημόσιο σύστημα υγείας, κλπ.

Η άσκηση κρατικής, οριακά νόμιμης, βίας απέναντι στις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις -έκφραση της νόμιμης αντίστασης και ανυπακοής των Ελλήνων- μετέτρεπε το κράτος, από πεδίο δημοκρατικής διαβούλευσης σε φορέα δύναμης και καταστολής. Τους δημοκρατικούς τρόπους λοιπόν αντίστασης και ανυπακοής η κυβέρνηση Παπαδήμου τις απονομιμοποιούσε με τη βία ως ακραίες και αντεθνικές, και τον ΣΥΡΙΖΑ ως ακραίο κόμμα. Σε αυτό το πλαίσιο, όπου η δημοκρατία υποδείχθηκε ως φορέας του προβλήματος, βρήκε χώρο για να δράσει ανοικτά η Χρυσή Αυγή. Ας σημειωθεί ότι αυτή ποτέ δεν πήρε μέρος σε καμιά διαδήλωση παρά μόνο στο πλευρό της Αστυνομίας εναντίον των διαδηλωτών. Συγχρόνως η κυβέρνηση που, προκειμένου να αποπροσανατολίσει τη δίκαιη οργή των πολιτών, ενέτεινε την πολιτική πογκρόμ κατά των μεταναστών, εξοικείωνε τους Έλληνες με την αντιμεταναστευτική-ρατσιστική δράση της Χρυσής Αυγής. Συγχρόνως η βιαιότητα της Χρυσής Αυγής –με την οποία η κυβέρνηση δεν ασχολήθηκε καθόλου- ήταν πολύ χρήσιμη για να κατασκευασθεί η θεωρία των δύο άκρων. Θεωρία που χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται με τον χυδαιότερο τρόπο για να περιθωριοποιηθεί, όχι η Χρυσή Αυγή βέβαια, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα αυτή η θεωρία βολεύει τη Χρυσή Αυγή αφού, μέσα από αυτή, το σύστημα την προίκισε με μια αντιμνημονιακή αποσκευή που δεν είχε και την έκανε πιο ελκυστική στα μάτια των ψηφοφόρων. Η εγκληματική, ρατσιστική, αντιδημοκρατική δράση λοιπόν της Χρυσής Αυγής ταυτίστηκε με τη δημοκρατική, αντικαπιταλιστική, και γι αυτό αντιμνημονιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο όπως καταγράφτηκε στις κρίσιμες εκλογές του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ, διεκδικώντας μια εναλλακτική εντολή διακυβέρνησης, επικαιροποίησε εκ νέου αλλά και εμβάθυνε την ιστορική διαίρεση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά. Οι Έλληνες πολίτες ψήφισαν μετά από πάρα πολλά χρόνια απολύτως ταξικά, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να χωριστεί η Ελλάδα σε δύο χώρες: γεωγραφικά, ηλικιακά και οικονομικά. Μια Ελλάδα, ηλικίας μέχρι 55 χρονών, των μεγάλων αστικών κέντρων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο και λοιπά) και των κοινωνικών ομάδων που επλήγησαν από την κρίση (άνεργοι, εργαζόμενοι στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, πτωχωποιημένοι μεσοαστοί, κλπ), και την οποία εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό 27%. Και μια άλλη Ελλάδα γερασμένη ηλικιακά, πλούσια, χάρη στο πελατειακό σύστημα ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, που αισθάνθηκε ως απειλή την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο δημοκρατικός, ταξικός «διχασμός», που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, ανέτρεψε σε μεγάλο βαθμό τον εθνικό διχασμό που ήθελαν να επιβάλλουν οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις, και από τον οποίο επωφελήθηκε η Χρυσή Αυγή. Η τελευταία χρησιμοποίησε τον κυρίαρχο λόγο περί εθνικής καταστροφής στα δικά της συμφραζόμενα, και ανέλαβε απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ (και όχι δίπλα στον ΣΥΡΙΖΑ) να εκφράσει την εθνική οργή κατά των συστημικών πολιτικών δυνάμεων. Εδώ χρειάζεται να προσέξουμε λίγο: η Χρυσή Αυγή συνομίλησε με το κυρίαρχο σύστημα στη δική του γλώσσα, και όχι στη γλώσσα του ΣΥΡΙΖΑ, με την έννοια ότι στην εθνική, αταξική υπακοή του συστήματος αντέταξε την εθνική, αταξική οργή. Αποτέλεσε θα λέγαμε το μέσον για να περιοριστεί η ταξικότητα της ψήφου, αποτέλεσε την αντιπολιτευτική, βίαιη ως προς την έκφραση και τη δράση, εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού ωστόσο.

Στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, κυρίως κατά την περίοδο ανάμεσα στις δύο εκλογές, ζήσαμε στην Ελλάδα μια πρωτοφανή στα ιστορικά της δημοκρατικής Ευρώπης απροκάλυπτης παρέμβασης ευρωπαίων ηγετών και αξιωματούχων στην εσωτερική πολιτική ζωή. Με τον εκφοβισμό ότι η Ελλάδα θα εκδιωχθεί από την ευρωζώνη, αν οι Έλληνες ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ (όχι Χρυσή Αυγή), ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανιζόταν σε διαφημιστικά σποτ με την ελληνική σημαία να υποστέλλεται και την Ελλάδα κουρελιασμένη να βγαίνει από την ΕΕ. Σε αυτό το κλίμα ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε τη λαϊκή εντολή διακυβέρνησης, στο όνομα μιας αριστερής, δημοκρατικής ευρωπαϊκότητας των κοινωνιών σε αλληλεγγύη. Ενώ λοιπόν το κυρίαρχο ελληνικό, πολιτικό σύστημα, με την πλήρη στήριξη ηγετών και αξιωματούχων της ΕΕ, περιθωριοποιούσε τον ΣΥΡΙΖΑ ως ακραία, αντιευρωπαϊκή δύναμη, επειδή ήταν αντιμνημονιακή, και ενίσχυε τη θεωρία των δύο αντιευρωπαϊκών άκρων, η ψήφος των Ελλήνων πολιτών στον ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι η ψήφος ήταν ευρωπαϊκή, επειδή ήταν αντιμνημονιακή. Με αυτή την έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ καθόρισε την τομή ανάμεσα στην ταξικότητα της ευρωπαϊκής συνείδησης των πολιτών και στην νεοφιλελεύθερη αταξικότητα της ευρωπαϊκής ταυτότητας των εθνών. Η Χρυσή Αυγή από την άλλη μεριά, επωφελούμενη από την αταξική, εθνικιστική επί της ουσίας ευρωπαϊκότητα του νεοφιλελεύθερου συστήματος, διεκδίκησε ψήφο εθνικιστικού μίσους και οργής για την ταπείνωση που υφίσταται το έθνος εξαιτίας των εχθρών του, των σιωνιστών, των μεταναστών και των αριστερών. Αυτή η ψήφος εθνικιστικού μίσους και οργής στην Χρυσή Αυγή ανταποκρίνεται ακριβώς στην αντίφαση που δημιουργεί η νεοφιλελεύθερη, ευρωπαϊκή τάξη, αντίφαση εγγενή στον καπιταλισμό: ενώ κατασκευάζει βίαια έναν ομοιογενή πολιτικό-κοινωνικό χρόνο για όλα τα κράτη, αυτός είναι στο εσωτερικό του κατακερματισμένος σε πολλούς εθνικούς χρόνους, οι οποίοι ορίζονται ανταγωνιστικά ο ένας με τον άλλο, και σε δυναμική σύγκρουσης μεταξύ τους. Δεν υπάρχει πιο πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της άκρας δεξιάς, αφού η σωτηρία του έθνους δεν εξαρτάται από τη δημιουργία θεσμών αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας ανάμεσα στους ευρωπαίους πολίτες, αλλά από την κατασκευή μηχανισμών για την εξολόθρευση των εθνικών εχθρών.

Η Χρυσή Αυγή δεν είναι απλώς ένα αντισυστημικό, ναζιστικό κόμμα. Εκφράζει την πιο παραδοσιακή, αντιαριστερή δεξιά. Το σύνθημα «τιμή στους χίτες και ταγματασφαλίτες» (ευθεία αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο) καταδεικνύει και το βασικό της αντίπαλο: τον ΣΥΡΙΖΑ. Η Χρυσή Αυγή λοιπόν διεκδικεί ένα μέρος της ιστορικής παράδοσης της δεξιάς, η οποία είχε ενσωματώσει όλη την ακροδεξιά, τόσο του εμφυλίου όσο και της δικτατορίας. Η κρίση της προσφέρει την ευκαιρία να απενοχοποιήσει τις φασίζουσες, εθνικιστικές και αντιαριστερές νοοτροπίες που υπήρχαν στην Ελλάδα, κρυμμένες πίσω από τη Δεξιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του 2012 τα μεγάλα ποσοστά της ήταν στις παραδοσιακά, σκληρά δεξιές περιοχές, ενώ ως λαϊκιστικό ακροδεξιό κόμμα διείσδυσε είτε σε περιοχές που εξαθλιώθηκαν από την κρίση,  είτε σε μικροαστικά στρώματα τα οποία καθημερινά εξαθλιώνονται. Η Χρυσή Αυγή, χρησιμοποιώντας τα εντυπωσιακά και σοκαριστικά στοιχεία του ναζισμού, προσπαθεί να επιβληθεί επικοινωνιακά και κοινωνικά ως δύναμη «εκκαθάρισης» του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας από τους εχθρούς της. Ο στόχος λοιπόν είναι να κερδίσει μια θέση ως ριζοσπαστικό, ακροδεξιό κόμμα στη θέση της ανίκανης γι αυτούς δεξιάς που ταπείνωσε τους Έλληνες και επέτρεψε στον αιώνιο εχθρό, στην Αριστερά να σηκώσει κεφάλι.

Η πολιτική απάντηση στην άνοδο της Χρυσής Αυγής, αλλά και της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, δεν είναι η συγκρότηση ενός ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου από όλες τις «δημοκρατικές δυνάμεις». Αυτό το μέτωπο, με το οποίο η διαιρετική τομή δεξιάς-αριστεράς μεταλλάσσεται σε τομή δημοκρατών-φασιστών, θα παίξει το ρόλο του αριστερού «πλυντηρίου» του νεοφιλελευθερισμού. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε κατά τη γνώμη μου μοιραίο πολιτικό λάθος που θα εκτίνασσε στα ύψη την ακροδεξιά και θα υπονόμευε τον ΣΥΡΙΖΑ. Η δημιουργία ενός αταξικού μετώπου, την περίοδο που το πρόβλημα για τις κοινωνίες είναι κατεξοχήν ταξικό, θα καθιστούσε την Αριστερά μέρος του προβλήματος. Η ευρωπαϊκή Αριστερά, σε εθνικό επίπεδο καταρχάς, πρέπει να διεκδικεί θεσμικά και κοινωνικά την απομόνωση της δράσης και της επιρροής της άκρας δεξιάς. Να διεκδικεί δηλαδή την ενεργοποίηση των θεσμών και των μηχανισμών του κράτους, της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης, όταν αυτές αδρανούν όπως στην Ελλάδα, εναντίον της εγκληματικής δράσης μελών αυτών των κομμάτων. Να συγκροτεί επίσης σε κοινωνικό επίπεδο, δίκτυα αλληλεγγύης για τους πληθυσμούς που πλήττονται δραματικά από την κρίση. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι η διεκδίκηση διαμόρφωσης μιας ουσιαστικής, δημοκρατικής μεταναστευτικής πολιτικής. Για τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, αλλά και για την ευρωπαϊκή Αριστερά το μεταναστευτικό συνιστά ένα μείζον πολιτικό ζήτημα, γιατί είναι ζήτημα κοινωνικής πάλης αλλά και μάχης κατά του εθνικισμού και του ρατσισμού. Με τη διεκδίκηση ενός νέου νόμου περί υπηκοότητας στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να διεκδικήσει τον επαναπροσδιορισμό, ταξικά και ιδεολογικά, του έθνους, της ίδιας της έννοιας της ρεπουμπλίκ.
Σε πολιτικό επίπεδο η Αριστερά, απέναντι στη νεοφιλελεύθερη λογική της άσκησης της πολιτικής από τους «άριστους», είναι καιρός πλέον να διεκδικήσει την ενίσχυση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, όπως είναι το λαϊκό δημοψήφισμα ή η ανάκληση των αιρετών πολιτικών στελεχών. Η ταξική πάλη πρέπει να αποτυπωθεί δημοκρατικά, με την έννοια ότι η κοινωνία που πλήττεται από την κρίση πρέπει να εμπλακεί άμεσα στην πολιτική. Σε επίπεδο κατεξοχήν ευρωπαϊκό, η Αριστερά πρέπει να διεκδικήσει δυναμικά ένα άλλο ευρωπαϊκό αφήγημα για την κρίση, μια άλλη κατά συνέπεια συγκρότηση της ΕΕ. Είναι καιρός θεωρώ να συνειδητοποιήσουμε ότι η νεοφιλελεύθερη «αυτοκρατορική» δομή της ΕΕ ευνοεί την άνοδο ακροδεξιών κομμάτων. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνο αυτό της συγκροτημένης σε ευρωπαϊκό επίπεδο αριστερής αντίστασης στα οικονομικά μέτρα, αλλά διεκδίκησης θεσμικών αλλαγών για μια ΕΕ των κοινωνιών σε αλληλεγγύη και όχι των εθνών σε σύγκρουση μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, το θέμα εθνική κυριαρχία, έθνος-κράτος, ευρωπαϊκή άσκηση πολιτικής εξουσίας, κλπ., πρέπει να μπουν στην ημερήσια διάταξη της ευρωπαϊκής αριστερής ατζέντας. Θα κλείσω λέγοντας ότι αφήσαμε ως Αριστερά τον ηγεμονικό λόγο για έννοιες όπως ρεπουμπλίκ, έθνος, Ευρώπη στις αστικές δυνάμεις. Για να σπάσουμε το κυρίαρχο ευρωπαϊκό αφήγημα περί κρίσης που συγκροτήθηκε πάνω στη διαίρεση Βορρά-Νότου, μια διαίρεση που αναπαράγεται σε εθνικό επίπεδο με τη διαίρεση ντόπιοι και ξένοι, είμαστε υποχρεωμένοι να διεκδικήσουμε την ηγεμονία του προσδιορισμού του περιεχομένου αυτών των κρίσιμων εννοιών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου