Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

[Μέση Ανατολή] Εν ονόματι του σιίτη ή σουννίτη Αλλάχ

Μέση Ανατολή ή προβλήματα Ιστορίας και Γεωγραφίας

Η δράση της ισλαμιστικής (σουνιτικής) οργάνωσης «Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Εγγύς Ανατολής» έρχεται να επιβεβαιώσει την «επαναθρησκειοποίηση» της Μέσης Ανατολής. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία εγκαινιάστηκε με την πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή και την επικράτηση σε χώρες όπως η Τουρκία ενός άλλου πολιτικού προτύπου: του ισλαμικού νεοφιλελευθερισμού. Η Αραβική Άνοιξη, ξέσπασμα της ανάγκης εκδημοκρατισμού, συνεθλίβη στο χάος που δημιούργησε η επικαιροποίηση του Ισλάμ και των εκδοχών του ως αποκλειστικής πολιτικής «γλώσσας» συνομιλίας, καθώς αναβίωνε η πάλαι ποτέ επινοημένη σύγκρουση «πολιτισμών».

Εντούτοις, το μείζον ιστορικό πρόβλημα στις χώρες της περιοχής οι οποίες χαρακτηρίζονταν από ανομοιογένεια πληθυσμού (είτε σε εθνοτική ή θρησκευτική βάση είτε λόγω των πολλών και διάσπαρτων φυλών) ήταν η οικοδόμηση δημοκρατικού έθνους-κράτους. Πρόβλημα το οποίο, λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών –αποικιοκρατία, τεράστιοι οικονομικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί–, καταντούσε πιο πολύπλοκο όσο αυτός ο παραδοσιακός κατακερματισμός, αντί να εξουδετερώνεται, αναδεικνυόταν σε βάση μετάβασης στη νεωτερικότητα. Η περιοχή πέρασε στη φάση της νεωτερικότητας με όλες τις στρεβλώσεις που δημιούργησε παντού η αποικιοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας κατασκευάστηκε μια ιδιαίτερη, μεσανατολίτικη νεωτερικότητα, με κυρίαρχο εργαλείο τη νεωτερική επικαιροποίηση της θρησκείας.

Ο μύθος του αντιιμπεριαλιστικού Ισλάμ

Σε ένα αντιδημοκρατικό νεωτερικό περιβάλλον, που επέβαλε η αποικιακή νεωτερικότητα στην περιοχή, ενισχύθηκαν –είτε ως προνομιακοί συνομιλητές είτε ως φορείς μιας άλλης, ισλαμικής νεωτερικότητας– οι τοπικές θρησκευτικές κατεξοχήν ελίτ, οι οποίες κινδύνευαν, στη νέα ιστορική φάση, να χάσουν την εξουσία τους. Με λίγα λόγια, η πολιτικοποίηση του Ισλάμ, ακόμη και ως αντιαποικιακού, ομογενοποιητικού φορέα αντίστασης, ήταν προϊόν του αντιδημοκρατικού πλαισίου άσκησης της εξουσίας που διαμόρφωνε η αποικιοκρατία. Ο μύθος του αντιιμπεριαλιστικού Ισλάμ ή των αντιιμπεριαλιστικών θρησκευτικών ομάδων είναι προϊόν πολλών κατασκευών και στρεβλώσεων. Τόσο η αποικιακή εξουσία όσο και μια ντόπια θρησκευτική αντιμετώπιζαν τον ίδιο κίνδυνο: τη συγκρότηση ενός πολιτικού σώματος, ομογενοποιημένου στη βάση πολιτικών, κοσμικών αρχών.

Η αποαποικιοποίηση και η συγκρότηση εθνών-κρατών στην περιοχή, που σημαδεύτηκε –και πάλι για ιστορικούς λόγους– από την κυριαρχία στρατιωτικών καθεστώτων, σε προνομιακή συνομιλία είτε με τη μία είτε με την άλλη υπερδύναμη του Ψυχρού Πολέμου, οδήγησε μεν στην ομογενοποίηση των πληθυσμών και την εκκοσμίκευση του πολιτικού συστήματος, ο εκδημοκρατισμός ωστόσο παρουσίαζε σημαντικό έλλειμμα. Ο εκδημοκρατισμός αποτελούσε απειλή, όχι μόνο γι’ αυτά τα καθεστώτα, αλλά κυρίως για τη «Δύση», για την οποία ο κίνδυνος σε αυτές τις χώρες (και όχι μόνο) ήταν (και παραμένει) η «ανυπότακτη» πλειοψηφία, η πλειοψηφία ως πολιτικό σώμα με πολιτική και ταξική συνείδηση. Ο όρος «Μεσανατολίτης» παραμένει μια χρήσιμη επινόηση, που νομιμοποιεί ιστορικά την κηδεμονία και την υποταγή.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που είχε ως συνέπεια την απρόσκοπτη επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και, ταυτόχρονα, διεθνείς ανακατατάξεις, δημιούργησε νέα δεδομένα. Ενώ λοιπόν σε αυτές τις χώρες –σε άλλες νωρίτερα, σε άλλες αργότερα– το ζήτημα του εκδημοκρατισμού τέθηκε επιτακτικά, η παγκόσμια νεοφιλελεύθερη «Δύση» αποφάσισε να συνομιλήσει με τις δυνάμεις που μπορούσαν είτε να «υποτάξουν» είτε να κατακερματίσουν την πλειοψηφία. Η περίπτωση του Ιράκ είναι η πλέον χαρακτηριστική. Ενώ το μείζον πρόβλημα ήταν το δικτατορικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν, εναντίον του οποίου άρχισε να συγκροτείται ένα πολιτικό δημοκρατικό σώμα, η επέμβαση των ΗΠΑ άλλαξε εντελώς τα δεδομένα. Η δημοκρατία τέθηκε ως ζήτημα θρησκευτικής ετερότητας, και όχι ως ζήτημα ισότιμης πολιτικής ελευθερίας των πολιτών. Ο Σαντάμ δεν αντιμετωπίστηκε ως δικτάτορας με πολιτικούς όρους, αλλά με «πολιτισμικούς»: ως σουννίτης ο οποίος καταπίεζε τους σιίτες. Έτσι ο ιρακινός λαός κατακερματίστηκε ανάμεσα σε δύο «κοινότητες», τους σουννίτες και τους σιίτες, κι άρχισε το μεγάλο «γλέντι», η ανάδυση όλων των θρησκευτικών-φυλετικών δαιμόνων.

Εν ονόματι του σιίτη ή του σουννίτη Αλλάχ

Αυτό ήταν το έδαφος για να αναπτυχθούν από τη μια μεριά όλες οι φυλετικές-θρησκευτικές εξτρεμιστικές ομάδες. Από την άλλη, ενισχύθηκαν οι φιλοδοξίες των γειτονικών κρατών (Ιράν, Τουρκία, Σαουδική Αραβία), τα οποία ανέλαβαν, στο όνομα του σιίτη ή σουνίτη Αλλάχ, να παίξουν τον ρόλο της ομογενοποιητικής, «εκπολιτιστικής Δύσης» στο όνομα ή εναντίον της «Δύσης». Να γίνουν δηλαδή οι διακινητές στο Ιράκ, τη Συρία αλλά και την Αίγυπτο (με άλλους όρους στην τελευταία) μιας ισλαμικής κοινότητας.

Η Τουρκία, το Ιράν και οι μοναρχίες του Κόλπου, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία, ενίσχυσαν τη θέση τους στην περιοχή αλλά και τη διαπραγματευτική τους ικανότητα διεθνώς, εκμεταλλευόμενες τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις στη Συρία και το Ιράκ. Η Τουρκία, όπως και η Σαουδική Αραβία άλλωστε, «συνομίλησαν» προνομιακά με το «Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Εγγύς Ανατολής», εν ονόματι του σουννί Ισλάμ, στην ουσία όμως για να διαφεντέψουν την περιοχή. Η Τουρκία είχε έναν λόγο παραπάνω: επεδίωκε, μέσα από την ενίσχυση της ισλαμιστικής οργάνωσης, να μειώσει τη δύναμη των Κούρδων της Συρίας. Παρά τις «αναλύσεις» ελλήνων «ειδικών», οι οποίοι παπαγαλίζουν τα περί «νεοθωμανισμού», ήταν προφανές ότι η πολιτική της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή στεφόταν από απόλυτη αποτυχία. Κι αυτό γιατί η γλώσσα με την οποία επέλεγε να συνδιαλλαγεί σε αυτή την περιοχή, οι συμμαχίες που έκανε στο όνομα του σουννί Ισλάμ, οδηγούσαν πρωτίστως στην ενίσχυση τέτοιων φονταμενταλιστικών ομάδων, οι οποίες βεβαίως κατακερμάτιζαν τον ενιαίο «ισλαμικό χώρο» όπου η Τουρκία ήθελε να πρωταγωνιστήσει.

Η «κουρδική λεκάνη»

Σε αυτό το «θρησκευτικό» χάος που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή, ο μοναδικός παράγοντας που έχει οικοδομήσει πολιτικές δομές εξουσίας είναι οι Κούρδοι. Έπειτα από δεκαετίες φυλετικού, γεωγραφικού και γλωσσικού κατακερματισμού, οι Κούρδοι βρίσκονται σε φάση ομογενοποίησης με κριτήρια εθνικής συγκρότησης. Διαμορφώνεται μια «κουρδική λεκάνη» (κατά την έκφραση του Νταβούτογλου), που τείνει να συμπεριλάβει τους Κούρδους του Ιράκ, της Συρίας και τη Τουρκίας. Τη στιγμή λοιπόν που η Τουρκία νόμιζε ότι πρωταγωνιστούσε στις εξελίξεις στη Συρία, ενισχύοντας το «Ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Εγγύς Ανατολής», οι Κούρδοι της περιοχής συσπειρώνονταν θεσμικά γύρω από το Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης (PDY) και τα τοπικά κοινοβούλια που αυτό ίδρυσε. Ενώ η Τουρκία με τις ισλαμικές μεγαλοστομίες της έχανε την μπάλα στη Συρία, οι Κούρδοι, σε συνεργασία με το ΡΚΚ, όριζαν τον γεωγραφικό τους χώρο (Ροζιάβα) και αναδεικνύονταν στον πλέον αποτελεσματικό αναχαιτιστή της ισλαμιστικής οργάνωσης, ενώ πρόσφεραν την πιο αξιόπιστη κοσμική εναλλακτική πρόταση στην πολιτική του Άσσαντ. Στο Ιράκ επίσης, το αυτόνομο κράτος των Κούρδων συνιστά τη μοναδική κοσμική απάντηση στο χάος των «φυλετικών-θρησκευτικών» αντιπαραθέσεων.
Το «μικρό Αφγανιστάν» (κατά την έκφραση ενός σημαντικού τούρκου αναλυτή), που επιδιώκει να κατασκευάσει το «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Εγγύς Ανατολής» στη λεκάνη Συρίας-Ιράκ, έκανε την Τουρκία να συνειδητοποιήσει το αυτονόητο: ότι η οικονομική, ενεργειακή και κυρίως η πολιτική επιβίωση των συνόρων της δεν εξαρτάται από τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της, αλλά από την επίλυση του Κουρδικού. Μόνο που σε αυτή τη φάση οι Κούρδοι έχουν ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά. Από την άλλη, οι Κούρδοι επικαιροποίησαν τη σημασία των παλιών, «κλασικών» νεωτερικών θεσμών και μηχανισμών αποτελεσματικής, πολιτικής κινητοποίησης: του κόμματος και των τοπικών κοινοβουλίων, μέσα από τα οποία διαμορφώνονται οι όροι της ενσώματης συμμετοχής, εν τόπω και χρόνω. Ίσως αυτή να είναι η πιο σημαντική διαφορά με την Αραβική ή την Τουρκική Άνοιξη, η οποία, παρά τις τεράστιες και μαχητικές κινητοποιήσεις, έμεινε στη «διαφήμιση» του πολιτικού μηνύματος. Δεν μπόρεσε να συγκροτήσει τους θεσμούς και του μηχανισμούς πολιτικοποίησης της κοινωνίας.


[Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής]