Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

[Charlie Hebdo] Ο φασισμός με θρησκευτικό "φερετζέ"

Η καρδιά της Ευρώπης μάτωσε με τον πιο βίαιο τρόπο. Η επίθεση στο εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό Σαρλί, που άφησε πίσω της νεκρούς μερικές από τις σημαντικότερες πένες της Γαλλίας, πρέπει οπωσδήποτε να λειτουργήσει σαν καθρέφτης για να εμφανιστεί επιτέλους το παραμορφωμένο πρόσωπο μιας Ευρώπης σε πλήρη σύγχυση. Πέρα από κάθε αμφιβολία, η επίθεση στο Σαρλί συνιστά μια εγκληματική πράξη του κοινού ποινικού δικαίου. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι να διαπιστώσουμε το αυτονόητο, αλλά να ανιχνεύσουμε το ιδεολογικό πρόσημο αυτής της πράξης.

Αναζωπυρώθηκε η ισλαμοφοβία

Η εύκολη εξήγηση είναι ότι η πράξη αποτελεί έκφραση του πιο ακραίου και τρομοκρατικού ισλαμικού φονταμενταλισμού. Αυτή η εξήγηση όμως οδηγεί στην άμεση ή έμμεση καταδίκη του Ισλάμ ως φορέα τρομοκρατίας. Δηλαδή, ότι το Ισλάμ ως θρησκεία εμπεριέχει ακραίο φανατισμό που ενεργοποιείται σε κατάλληλα περιβάλλοντα. Ακόμα κι αν χρησιμοποιήσει κανείς ταξικά κριτήρια για να εξηγήσει τον ισλαμικό φονταμενταλισμό –αποκλεισμός και περιθωριοποίηση των μουσουλμανικού θρησκεύματος ευρωπαίων πολιτών- το αποτέλεσμα είναι σχεδόν το ίδιο: το Ισλάμ θεωρείται θρησκεία που εγγενώς εμπεριέχει φανατισμό.
Δεν είναι τυχαίο που, αρχής γενομένης από τον κ. Σαμαρά, όλο το ακροδεξιό, δεξιό φάσμα εκδήλωσε το ρατσισμό και την ισλαμοφοβία του. Δεν είναι τυχαίο ότι το Σαρλί χρησιμοποιείται ως νομιμοποίηση για την αναπαραγωγή του ευρωπαϊκού (και ελληνικού) σκοταδισμού, αυτού ακριβώς που οδηγεί στον φασισμό. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι η επίθεση στο Σαρλί αναζωπύρωσε τα ισλαμοφοβικά αισθήματα μιας πολιτικής που εκφράζεται με ιερούς-πολιτισμικούς όρους, και όχι διαλεκτικούς και ιδεολογικούς. Όμως, το ίδιο το περιοδικό Σαρλί και τα θύματά του κραυγάζουν αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο σε μια «φωτισμένη» Ευρώπη: όταν η θρησκεία –η οποιαδήποτε θρησκεία- γίνεται φορέας ή προκάλυμμα πολιτικής, τότε γίνεται αντικείμενο πολιτικής κριτικής. Με άλλα λόγια, η πολιτική αντιπαράθεση δεν μπορεί να ιεροποιείται στο όνομα καμιάς θρησκείας. Η θρησκεία είναι ιερή μόνο μέσα στους χώρους λατρείας και στον ιδιωτικό χώρο του καθενός/μιάς. Στη δημόσια σφαίρα όμως είναι πολιτικό φαινόμενο, και ως τέτοιο κρίνεται. Συγχρόνως όμως, όταν η πολιτική χρησιμοποιεί πολιτισμικές-θρησκευτικές κατηγοριοποιήσεις, τότε αυτοκαταργείται, τότε ιεροποιείται και ανοίγει το δρόμο για ακραίες ιδεολογίες με ιερά-πολιτισμικά-εθνικιστικά πρόσημα.

Η Ευρώπη ως θερμοκήπιο ακραίων ιδεολογιών

Είναι γνωστό ότι η θρησκεία ως κριτήριο πολιτικής κατηγοριοποίησης κατασκευάστηκε στα πιο ιμπεριαλιστικά εργαστήρια ήδη από την εποχή της αποικιοκρατίας που ανανεώνονται τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι γνωστό επίσης ότι η επιβολή του πιο άγριου καπιταλισμού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την κατάρρευση των κοινωνιών και των δημοκρατικών θεσμών, με εργαλείο τον πολιτισμικό-θρησκευτικό-εθνικιστικό, κλπ κατακερματισμό. Είναι τέλος γνωστό ότι ο φασισμός είναι γέννημα-θρέμμα τέτοιας αμοιβαίας κατάρρευσης. Η Ευρώπη σήμερα, παγιδευμένη στην πιο συντηρητική, νεοφιλελευθέρη πολιτική γίνεται ο κατεξοχήν χώρος κατάρρευσης θεσμών και κοινωνιών, επομένως θερμοκήπιο ακραίων ιδεολογιών, με ή χωρίς φερετζέδες. Η άνοδος τέτοιων ιδεολογιών στην Ευρώπη το επιβεβαιώνει.
Το γεγονός ότι ο φασισμός χρησιμοποιεί ιερούς μανδύες για προκάλυμμα, δεν μπορεί να συσκοτίζει την πολιτική ερμηνεία του φαινομένου. Η Αριστερά ερμηνεύει όλα τα φαινόμενα με όρους πολιτικούς και ιδεολογικούς. Με αυτή την έννοια, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός είναι η εκδοχή του φασισμού με φερετζέ ισλαμικό, όπως ο φασισμός φοράει διάφορους φερετζέδες στις διαφορετικές εκδοχές του. Όμως η γενεσιουργός αιτία είναι πάντα η ίδια: η κατάρρευση και ο κατακερματισμός. Σε μια τέτοια Ευρώπη που μαζί με τις ΗΠΑ οδήγησαν σε κατάρρευση τις κοινωνίες της Μέσης Ανατολής και της ανατολικής Ευρώπης, σε μια τέτοια Ευρώπη που οδηγεί σε κατάρρευση τις ίδιες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και τους δημοκρατικούς θεσμούς, η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά αριστερή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί προκειμένου να ξαναγυρίσει στην Ευρώπη η πολιτική στα χωράφια της διαλεκτικής, της ταξικότητας και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης.


Δημοσιεύτηκε στην Εποχή.

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

[Κύπρος - πολιτική] Τα εγκλήματα του τουρκικού στρατού στην Κύπρο / Ή Όταν το πολιτικό θάρρος και η πολιτική λεβεντιά έχουν γυναικείο πρόσωπο


Στην τουρκοκυπριακή Βουλή η βουλευτής Ντοούς Ντεριάτόλμησε να αποκαλύψει το πιο σκοτεινό πρόσωπο του εθνικισμούτου δικού της έθνους, όχι του εχθρικού,θέτοντας την ίδια της τη ζωή σε άμεσο κίνδυνο


Κι ενώ η ελληνική κοινωνία ζει σε ένα απίστευτα νοσηρό κλίμα, με το οποίο αναπαράγεται ένα παρελθόν που όλοι και όλες θα θέλαμε να απασχολεί μόνο τους ιστορικούς, κάποιες άλλες κοινωνίες προσπαθούν να χειραφετηθούν με κόπο από το βαρύ παρελθόν τους. Κι ενώ η ελληνική κοινωνία, στην πιο κρίσιμη φάση της μεταπολιτευτικής της ιστορίας, έχει ένα άθλιο, στην πλειοψηφία του, πολιτικό προσωπικό το οποίο, είτε «διδάσκει» μαγκιά και ματσισμό (π.χ. μυρίζει γυναικεία παλτά), είτε επιβάλλει διά του φόβου την υποταγή, κάπου αλλού κάποιοι πολιτικοί «διδάσκουν» αντίσταση και ξαναμαθαίνουν μια κοινωνία να μη φοβάται. Κάπου αλλού σε κάποιες άλλες κοινωνίες οι γυναίκες πολιτικοί δεν μιμούνται από την ανάποδη τον ματσισμό κάποιων ανδρών συναδέλφων τους, αλλά «πετάνε στη μούρη» του απόλυτα ματσιστή –του στρατού– τα εγκλήματά του. Στην Κύπρο, στην τουρκοκυπριακή Βουλή –ναι, σε αυτή την ψευδοβουλή– μια γυναίκα βουλευτής, με θάρρος, παρρησία και τη λεβεντιά που μόνο οι εν επιγνώσει άνθρωποι έχουν, κατήγγειλε τα εγκλήματα του τουρκικού στρατού κατά την εισβολή του 1974. Κατήγγειλε κυρίως τους βιασμούς σε βάρος των Ελληνοκύπριων γυναικών και έδειξε έτσι ότι πραγματική αντίσταση κάνει ένας άνθρωπος όταν ορθώνει το ανάστημά του απέναντι στα «ιερά και τα όσια του έθνους του».

Η Ντοούς Ντεριά λοιπόν, βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (Αριστερά), είναι η γυναίκα που τόλμησε να μιλήσει ξεκάθαρα εναντίον του απόλυτου συμβόλου του τουρκικού έθνους, εναντίον του «λυτρωτή των Τουρκοκυπρίων», εναντίον του απόλυτου συμβόλου της αρρενωπότητας, του ανδρισμού και της δύναμης του έθνους. Η Ντοούς Ντεριά, μια σταλιά γυναίκα, τόλμησε να αποκαλύψει στους συμπατριώτες/-ισσές της το πιο σκοτεινό πρόσωπο του σεξισμού και του ματσισμού, το πιο σκοτεινό πρόσωπο του εθνικισμού του δικού της έθνους, όχι του άλλου έθνους, του εχθρικού, το πιο σκοτεινό πρόσωπο μιας εισβολής σε μια άλλη χώρα του στρατού του δικού της έθνους, όχι του βολικού άλλου, του εχθρού –των βιασμών λοιπόν του απελευθερωτή στρατού– θέτοντας την ίδια της τη ζωή σε άμεσο κίνδυνο. Γιατί με αυτή την πράξη της η Ντοούς έκανε τον εαυτό της στόχο, και μάλιστα στόχο του ακραία μάτσο εθνικισμού, όπως είναι πάντα αυτός που επιβάλλει με τα όπλα ο στρατός. Τα δημοσιεύματα στις τουρκοκυπριακές και τις τουρκικές εφημερίδες, οι αντιδράσεις εναντίον της, το γεγονός ότι υποχρεώνεται να κρύβεται, το αποδεικνύουν. Η Ντοούς όμως ξέρει ότι μια κοινωνία χειραφετείται, μια κοινωνία τολμά να αναθεωρήσει τη μνήμη της και να ξαναδεί με θάρρος το παρελθόν, επομένως και το μέλλον της, όταν έχει πολιτικούς που θέτουν σε κρίση τα δικά της άκριτα, που ομολογούν τα δικά της ανομολόγητα, που λαλούν τα δικά της αλάλητα. Όχι του αντίπαλου, όχι του εχθρού, αλλά τα δικά της.

Η Ντοούς Ντεριά είναι μια αριστερή πολιτικός που γνωρίζει ότι για να υπάρξει ομοσπονδία στην Κύπρο πρέπει οι πολιτικοί να «αμαρτήσουν», να θέσουν στην πολιτική ατζέντα αυτά που επιβλήθηκαν στην κοινωνία τους (δηλαδή στη δική τους κοινότητα) ως ιερά και όσια. Η Ντοούς Ντεριά είναι επί της πολιτικής ουσίας φεμινίστρια, γιατί γνωρίζει ότι ο φεμινισμός δεν απαντά στον ματσιμό με γελοία και χυδαία υπονοούμενα, αλλά φτιάχνει εναντίον του ξεκάθαρα εννοούμενα, εναντίον κατεξοχήν του φορέα του ματσισμού – του εθνικισμού και του ένοπλου ενσαρκωτή του, του στρατού. Από την ελληνοκυπριακή πλευρά, οι καταγγελίες της Ντοούς έγιναν γενικώς αποδεκτές με την ικανοποίηση αυτού που χαίρεται όταν κάποιος από τις τάξεις του «εχθρού» αποκαλύπτει τα εγκλήματα της άλλης πλευράς. Οι καταγγελίες λοιπόν ικανοποίησαν το αίσθημα αυτοδικαίωσης των Ελληνοκυπρίων, το αίσθημα της δικαίωσης του θύματος που έχει υποστεί τα πάνδεινα από τον εχθρό. Ωστόσο υπήρξαν και κάποιοι πολιτικοί που κατάλαβαν επί της ουσίας την πράξη της Ντοούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δήλωση του πρώην προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Δημήτρη Χριστόφια, ο οποίος τόνισε την ανάγκη αναθεώρησης της μνήμης και των δύο κοινοτήτων. Ξαναμίλησε λοιπόν (είχε μιλήσει και ως υποψήφιος πρόεδρος) για τους τάφους των δολοφονημένων από τους Ελληνοκύπριους Τουρκοκυπρίων, ξαναμίλησε δηλαδή για την ανάγκη να ξαναπιάσει η ελληνοκυπριακή κοινότητα το νήμα της μνήμης της, όχι από το 1974 αλλά από το 1963, και να ξαναδεί μαζί με την τουρκοκυπριακή κοινότητα ότι η κοινή τους μνήμη έχει πολύ εθνικισμό, πολύ ματσισμό, και γι’ αυτό πολύ αίμα. Ο Χριστόφιας γνωρίζει (και τονίζει) ότι ο εθνικισμός είναι προϊόν του ιμπεριαλισμού, ακόμη κι όταν τον πολεμά, και με αυτό δεν αφήνει κανένα περιθώριο ότι η Αριστερά για να είναι αντιιμπεριαλιστική πρέπει να είναι καταρχήν αντιεθνικιστική.

Θα αναρωτηθεί βέβαια κανείς τι νόημα έχει να ασχοληθούμε με την Κύπρο σε μια περίοδο που η δική μας χώρα διανύει μία από τις πιο βαθιές κρίσεις του πολιτικού συστήματός της. Θεωρώ ότι έχει νόημα, ειδικά τώρα. Ειδικά τώρα λοιπόν που ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού, όχι μόνο δεν έχει το θάρρος μιας Ντοούς, αλλά αντιθέτως δείχνει όλη την αθλιότητά του. Και δεν μιλώ μόνο για την κυβέρνηση η οποία, προκειμένου να μη χάσει την εξουσία, χρησιμοποιεί τον πιο άθλιο εκφοβισμό (όπως κάποτε τα στελέχη της χρησιμοποιούσαν μια εξίσου άθλια μαγκιά) για να κρατά μια κοινωνία ζαρωμένη και μαραμένη από φόβο (όπως κάποτε την ντοπάριζε με έναν ψεύτικο τσαμπουκά). Μιλώ για όλη αυτή την αθλιότητα των ανεξάρτητων βουλευτών, και όχι μόνο. Είναι θλιβερό μια κοινωνία που καταρρέει να εξαρτάται από κάποιους αξιοθρήνητους πολιτικούς οι οποίοι επιτείνουν με τη στάση τους στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας τη νοσηρότητα του πολιτικού κλίματος. Μιλώ για όλους αυτούς τους πολιτικούς που χωρίς πολιτικό θάρρος και τόλμη αναπαράγουν τον βλακώδη εαυτό τους, που διαπραγματεύονται την πολιτική ανυπαρξία τους, που γίνονται παράγοντες σε μια χώρα που όλη η πολιτική ζωή περνά μέσα από την τηλεόραση και που γίνεται για την τηλεόραση. Στην πιο κρίσιμη ιστορική στιγμή αυτής της κοινωνίας τα πάντα παίζονται στα παλτά και τα αντιπαλτά, στους χρηματισμούς και τις καταγγελίες των χρηματισμών, στις δηλώσεις και τις αντιδηλώσεις κάποιων πολιτικών που μόνο ντροπή προκαλούν. Και όλα αυτά τη στιγμή που αυτή η κοινωνία καταρρέει, τη στιγμή που αυτή η κοινωνία πρέπει να μάθει να αντιστέκεται, τη στιγμή που αυτή η κοινωνία πρέπει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος να αναθεωρήσει τη μνήμη της προκειμένου να έχει μέλλον. Τι κρίμα να γίνονται όλα αυτά, όχι σε μια ψευδοβουλή αλλά σε μια Βουλή.


[Δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Χρόνος τον Δεκέμβριο του 2014.]