Το 2011 ήταν μια πολύ σκληρή χρονιά για την Ελλάδα. Η οικονομική διάλυση
της κοινωνίας είναι η ορατή πλευρά μιας καταστροφής, οι αθέατες όψεις
της οποίας, πολιτικές και πολιτισμικές, είναι εξίσου οδυνηρές, αν και
πιο μακρόσυρτες ή αδιαφανείς ακόμη. Κι όμως, αυτή τη χρονιά, στην οποία
δοκιμάστηκαν και εξακολουθούν να δοκιμάζονται (για πόσο ακόμη, ένας Θεός
ξέρει) άνθρωποι, θεσμοί, κατακτήσεις δεκαετιών, και εν τέλει η ίδια η
δημοκρατία, υπήρξε μια σημαντική και σε βάθος χρόνου αντίσταση. Στα τέλη
του 2011 με αρχές 2012 –την εποχή δηλαδή που κάποιοι διανοούμενοι
έτειναν χείρα σωτηρίας σε υπουργούς που ευθύνονται άμεσα για τη διάλυση
των θεσμών, μαθαίνοντάς μας ότι η υποταγή μας είναι το καλύτερο μέσον
για τη δική τους επιβίωση– κάποιοι άλλοι διανοούμενοι εξέδιδαν βιβλία.
Κάποιοι άλλοι λοιπόν κόπιαζαν, προσφέροντάς μας εργαλεία για να
ξαναθυμηθούμε ότι η σθεναρή και μακροχρόνια αντίσταση χρειάζεται ρίζες,
σκέψη σοβαρή και βαθιά. Ανάμεσα στα σημαντικά βιβλία που βρέθηκαν στα
χέρια μου, όπως του Αντώνη Λιάκου και του Γιώργου Γιαννουλόπουλου, και
τα οποία δεν είχα ακόμη το χρόνο να διαβάσω (ο όγκος αλλά και η
πυκνότητα των ιδεών τους δεν προσφέρονται για γρήγορες αναγνώσεις),
έπεσε κι ένα μικρό βιβλιαράκι — ευκολοδιάβαστο αλλά όχι εύκολο,
ευχάριστο αλλά πολύ σοβαρό: Έρωτας και τιμωρία στην Ελλάδα. Σύντομη
ιστορική εισαγωγή του Νίκου Παρασκευόπουλου (εκδ. Σαββάλας), μόλις 100
σελίδες μικρού σχήματος.
Ο συγγραφέας μιλά για τη δημοκρατία, την ελευθερία, τις κοινωνικές και πολιτικές νοοτροπίες, τις ανθρώπινες συμπεριφορές, με τα μάτια ενός λίγο απροσδόκητου «συντρόφου»: του έρωτα. Ποινικολόγος ο Παρασκευόπουλος, εξοπλισμένος όπως πάντα στις μελέτες του όχι μόνο με τα σίγουρα εργαλεία της επιστήμης του, αλλά και με κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές, φιλοσοφικές και ιστορικές αποσκευές, ανιχνεύει μέσω του δικαιικού συστήματος τη σχέση συγκεκριμένων «ερωτικών συμπεριφορών με τις βαθιές δομές της συλλογικά οργανωμένης εξουσίας». Τον απασχολούν οι σχέσεις εξουσίας και τα κοινωνικοοικονομικά «έργα των συλλογικοτήτων και των ομάδων» (όχι τα έργα των ατόμων, ούτε καν της θεάς Αφροδίτης, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά), έργα στο πλαίσιο των οποίων δομείται ένα αυστηρό ή πιο φιλελεύθερο σύστημα ελέγχου του έρωτα.
Ο συγγραφέας, αναζητώντας καταρχάς τα αποτυπώματα της εμπέδωσης του ελέγχου της ερωτικής ζωής στον χρόνο, μας προσφέρει ένα μαγευτικό ταξίδι, από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα, ταξίδι ωστόσο που δεν εξελίσσεται γραμμικά, αλλά «αλλοπρόσαλλα». Σε αυτό το δύσκολο ταξίδι του ελέγχου του έρωτα στον χρόνο, τα αποτυπώματα δεν ακολουθούν μια εξελικτική κανονικότητα — δεν αρχίζουν κάποια συγκεκριμένη στιγμή και, όσο περνάει ο καιρός, όλο και ξεθωριάζουν. Γι’ αυτό ο συγγραφέας επιλέγει άλλες κατηγορίες –όχι χρονικές– με τις οποίες ανατέμνει τον χρόνο, αναδεικνύοντας την κυματοειδή, και όχι ευθύγραμμη πορεία του έρωτα στην ιστορία. Αποφεύγοντας τις εύκολες ευθύγραμμες αναγωγές της αυστηρότητας και του παρεμβατισμού στον έρωτα στην εμφάνιση των μονοθεϊστικών θρησκειών ή στους βιολογικούς παράγοντες, προσπαθεί να εντοπίσει τις διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές στιβάδες που επιστρώθηκαν κάτω από το οικοδόμημα του αυστηρού ελέγχου της ερωτικής ζωής. Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται αφορά εκείνες τις σχέσεις εξουσίας στο πλαίσιο των οποίων –κάποτε, όπως και τώρα– «ο έρωτας άλλοτε υψώνεται σαν ελευθερία, άλλοτε βυθίζεται σαν έγκλημα και ντροπή».
Οι απαντήσεις στο παραπάνω ερώτημα αναζητούνται στον εντοπισμό των απαρχών της πατριαρχικής δομής εξουσίας, η οποία παρήγαγε ένα αυταρχικό και αυστηρά ελεγκτικό σύστημα της ερωτικής ζωής. Ο συγγραφέας ξεκινά την ανάλυσή του με ένα αφήγημα: των νοοτροπιών και των συμπεριφορών των νομάδων. Οι μετακινήσεις τους προς αναζήτηση νέων οικονομικών πόρων για την επιβίωσή τους, η εγκατάστασή τους σε νέους χώρους στους οποίους έπρεπε να εμπεδώσουν εξουσία αλλά και να την αναπαράγουν σε βάρος των ντόπιων πληθυσμών που υπέταξαν, είχαν ως συνέπεια την αστυνόμευση των ερωτικών σχέσεων, την εφαρμογή αυστηρών κανόνων ρύθμισης της οικογενειακής και ερωτικής ζωής, ώστε να αποτρέπεται η αλλοίωση της καταγωγής, η μίξη του αίματος με ξένο, που θα είχε ως συνέπεια την αμφισβήτηση ή την ανατροπή της εξουσίας. Η πατριαρχική δομή εξουσίας λοιπόν, στο πλαίσιο της οποίας ο άντρας είναι το «κινητό μέρος» και η γυναίκα το «ακίνητο», αποτελούν προϊόν των συλλογικοτήτων που διαμόρφωσαν τον πολιτισμό τους κυρίως ως νομάδες. Ο έρωτας, τελικά, στην πατριαρχική δομή εξουσίας των νομάδων, αποτελούσε την υποδομή της ιδιοκτησίας και της κυριαρχίας στις οικονομικές σχέσεις, όπως και τον αναγκαίο δίαυλο για την εξουσία.
Με αφορμή «το παραμύθι των νομάδων», ο Παρασκευόπουλος αρθρώνει την ανάλυσή του γύρω από δύο τύπους σχέσεων εξουσίας: στον έναν οι σχέσεις εξουσίας και οι κοινωνικοοικονομικές δομές συγκροτούνται εν χρόνω (στην καταγωγή, στο αίμα, στη συνέχεια της φυλής), ενώ στον άλλο συγκροτούνται εν τόπω (στην ικανότητα ενσωμάτωσης στον χώρο νέων στοιχείων, την αναπαραγωγή της κοινότητας στον χώρο, μέσα από έθιμα, κοινές συμπεριφορές και μνημεία). Στον πρώτο, η αστυνόμευση συγκεκριμένων ερωτικών συμπεριφορών (μοιχεία, παρθενοραφία) αποτέλεσε τη βάση για τη διατήρηση της καταγωγής, μέσο για την ιδιοποίηση του πλούτου και την κατοχή της εξουσίας από τη φυλή. Στον δεύτερο, στον οποίο η εξουσία δεν αναπαραγόταν από τη συνέχεια του αίματος, το αποτέλεσμα ήταν ο περιορισμός του αυστηρού ελέγχου επί της ερωτικής ζωής. Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, η διάκριση των δύο φύλων «έχει σαφώς κοινωνική διάσταση, επομένως οι σχέσεις των δύο φύλων, οι ερωτικές σχέσεις γενικά, δομούνται στο πλαίσιο κοινωνικοοικονομικών παραγόντων και όχι αποκομμένες από αυτούς ως σχέσεις απλώς ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα». Αυτή η διαπίστωση εμπεριέχει ένα άλλο, αναπόφευκτο ερώτημα, το οποίο ο συγγραφέας δεν διστάζει να διατυπώσει: Κατά πόσον κάποια από τα ιδεολογήματα του σύγχρονου φεμινισμού, σύμφωνα με τα οποία η γυναίκα πρέπει να «προστατεύεται» με την αυστηρή καταστολή και των πιο μικρών ερωτικών παρεκτροπών, έχουν τις ρίζες τους στην πατριαρχική διάκριση των δύο φύλων.
Τα συστήματα ποινικού ελέγχου της ερωτικής ζωής ταξινομούνται λοιπόν σε δύο: το αυστηρό και το φιλελεύθερο. Στο πρώτο, η ερωτική κανονικότητα ορίζεται στο πλαίσιο των έγγαμων σχέσεων, στο δεύτερο «οποιαδήποτε ερωτική πράξη θεωρείται θεμιτή και κανονική, αρκεί να μην προσβάλλει κάποιο αισθητό αγαθό, κοινωνικό ή προσωπικό». Το αυστηρό σύστημα ελέγχου, κυρίαρχο σε όλη την αρχαιότητα, χαλαρώνει μόνο στην κλασική Αθήνα, όταν τίθενται οι βάσεις της δημοκρατίας: γίνεται σαφής η διάκριση της ιδιωτικής από τη δημόσια σφαίρα, και ο ποινικός έλεγχος της ερωτικής ζωής επικεντρώνεται σε πράξεις βίας• η φιλελευθεροποίηση του συστήματος ελέγχου της ερωτικής ζωής συνιστά ένα από τα αποτυπώματα του διαβήματος προς τη δημοκρατία.
Το φιλελεύθερο σύστημα ελέγχου του έρωτα εφαρμόζεται κατεξοχήν στη νεωτερική εποχή. Στα έθνη-κράτη, φορείς φιλελευθεροποίησης του έρωτα, το ανθρωπολογικό αρχέτυπο που υπερισχύει είναι, κατά τον συγγραφέα, ο πολιτισμός των «ντόπιων», ο εν τόπω πολιτισμός, κάτι που επέτρεψε τη σταδιακή χαλάρωση του ελέγχου της ερωτικής ζωής. Από τη στιγμή που η κυριαρχία βασίζεται στον λαό και το έδαφος, την εξουσία τη νομιμοποιούν τα δύο αυτά στοιχεία, όχι το αίμα ή η καταγωγή. Υπενθυμίζω, παρενθετικά, ότι στα επαναστατικά συντάγματα Έλληνας είναι «όποιος έρθει να κατοικήσει εδώ και πολεμήσει μαζί μας». Βεβαίως, στη μετεπαναστατική Ελλάδα πολλά από τα ήθη των προηγούμενων περιόδων επιβιώνουν, αφού το «κοινό αίμα» φτιάχνει κατά υπερβατικό τρόπο πατριωτική συμπεριφορά. Θα έλεγα ότι στο έθνος-κράτος, όπως δείχνει και η σύγχρονη ελληνική ιστορία, η μάχη για τη δημοκρατία ήταν διαρκής και σύνθετη, ανάμεσα σε δύο αρχετυπικούς πολιτισμούς: την καταγωγή και το έδαφος. Μάχη που αποτυπώθηκε με ενάργεια στο ποινικό σύστημα ελέγχου της ερωτικής ζωής. Στις αυταρχικές και αντιδημοκρατικές εποχές, στις εθνικιστικές περιόδους, αναπαράγεται με ευκολία ο πολιτισμός των νομάδων, το αίμα και η καταγωγή ως αδιάλειπτη συνέχεια στον χρόνο. Σύμφωνα με την ηθική που διέπει τον εθνικισμό, η γη, ο τόπος, υποτάσσεται στο κοινό αίμα. Αντίθετα, σύμφωνα με την ηθική που διέπει τη δημοκρατία το αίμα των κοινωνιών αφιερώνεται στην κοινή πατρίδα αυτών που την κατοικούν.
Ο Παρασκευόπουλος, με την πολιτική ευαισθησία που τον διακρίνει, αναψηλαφεί τα επίπεδα αναπαραγωγής, στο σύστημα της παγκοσμιοποιημένης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας του ανθρωπολογικού αρχέτυπου που παρήγαγε ο πολιτισμός των νομάδων. Στο υπέδαφος των οικονομικών και εξουσιαστικών σχέσεων, μας αποκαλύπτει τον καθοριστικό ρόλο της καταγωγής. Η οικογενειοκρατία, ως μέσον αναπαραγωγής της εξουσίας (στην Ελλάδα οικογένειες Παπανδρέου, Καραμανλή, Μητσοτάκη, διεθνώς οικονομικοί κολοσσοί τύπου Ρότσιλντ) δείχνουν τις επικίνδυνες παλινωδίες ανάμεσα στη δημοκρατία και την αυταρχική δημοκρατία. Σε μια εποχή μετανάστευσης, ανεργίας και φτώχειας, «η οικογενειακώς ορθή συμπεριφορά ξαναγίνεται καθεστώς που συμφέρει». Ο έρωτας ηθικοποιείται και πάλι, ώστε να προστατεύσει εξουσιαστικές αλλά και κοινωνικές σχέσεις για τις οποίες ο αυστηρότερος έλεγχος της ερωτικής ζωής συνιστά τη βάση για την εμπέδωση μιας «κηδεμονευόμενης» δημοκρατίας. Έχει δίκαιο, θεωρώ, ο Ν. Παρασκευόπουλος να αναρωτιέται μήπως ο έρωτας και η αγάπη μπορούν να ξαναγίνουν επανάσταση.
Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της εφημερίδας Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου