Τις
μέρες μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου ζήσαμε στιγμές απίστευτης
πολιτικής χυδαιότητας, στιγμές που πρόσβαλαν την πολιτική ευαισθησία
κάθε αριστερού πολίτη της χώρας. Σε μια σκηνοθετημένη από τα ΜΜΕ
παράσταση, με πρωταγωνιστές ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και κομπάρσο τη ΔΗΜΑΡ, παίχτηκε
το χιλιοπαιγμένο στην ελληνική ιστορία έργο: της ανεύθυνης,
καταστροφικής Αριστεράς. Η πρώτη πράξη άρχισε μόλις έκλεισαν οι κάλπες.
«Να κυβερνήσετε για να μάθετε» (δηλαδή, να σας στείλουμε στη Μέρκελ, να
σας γελοιοποιήσει) ήταν η ιαχή που υψώθηκε στον αέρα, από τα
πρωτοπαλίκαρα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Εκείνες τις κρίσιμες μέρες των
διερευνητικών εντολών, οι πολιτικάντηδες που θεωρούν ότι η εξουσία του
τόπου τούς ανήκει «κληρονομικώ δικαίω» και ότι η Αριστερά είναι ανίκανη
να κυβερνήσει, παρά μόνο υπό την υψηλή ανοχή και καθοδήγησή τους,
έστησαν κάποια ιδιότυπα «δικαστήρια», στα οποία νυχθημερόν προσήγαγαν τα
στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία βομβαρδίζονταν από απανωτές ερωτήσεις,
προκειμένου να αποδειχθεί το προαποφασισμένο: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι επικίνδυνος
για τη χώρα γιατί δεν γνωρίζει πώς ασκείται η πολιτική, και μάλιστα η
ευρωπαϊκή. Θα μας βγάλει από το ευρώ, θα μας γυρίσει στη δραχμή, ήταν το πιο ήπιο σχόλιο, ενώ φτάσαμε και σε στιγμές πολιτικής αλητείας, με κορώνες του τύπου: Θα μας οδηγήσει στη χρεωκοπία, θα γίνει πραξικόπημα, θα βγούνε τα καλάσνικοφ, και πολλά τέτοια δείγματα «υψηλής πολιτικής».
Αντί λοιπόν να διεξαχθεί ένας πολιτικός
διάλογος –με συγκρούσεις αναμφίβολα, όπως γίνεται πάντα στην πολιτική–,
με βάση το περιεχόμενο της λαϊκής βούλησης, έτσι όπως εκφράστηκε την 6η
Μαΐου και με την οποία καταδικάστηκε η πολιτική της εξαθλίωσης και του
εξευτελισμού που προβλέπει το Μνημόνιο, στήθηκε το κατηγορητήριο κατά
του ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτή την πρώτη φάση, όπου κλήθηκαν προς συμπαράσταση
διάφορες εξ ύψους (Ευρώπη) επαφές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, με δηλώσεις που
καταστρατηγούσαν την εθνική κυριαρχία που έχει απομείνει σε αυτό τον
τόπο, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε αυτό για το οποίο είχε δεσμευτεί προεκλογικά: αφού
δεν μπορούσε να συγκροτήσει αριστερή κυβέρνηση, κατέθεσε την εντολή.
Κι έτσι περάσαμε στη δεύτερη πράξη, της
οικουμενικής κυβέρνησης, όπου το παιχνίδι «χόντρυνε» επικίνδυνα. Ενώ
ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε η ΝΔ έκαναν το παραμικρό βήμα με το οποίο να δείχνουν
ότι κατανόησαν την ουσία του περιεχομένου της λαϊκής εντολής, τη
διερμήνευσαν ως βούληση για συνεργασία των κομμάτων προς το συμφέρον του
έθνους. Αφού δηλαδή απέτυχαν ως νεοφιλελεύθεροι κομματάρχες, είπαν να
δοκιμάσουν το κουστούμι του εθνοσωτήρα ο οποίος, για το καλό του τόπου,
παραμερίζει το κομματικό συμφέρον. Προς αυτή την κατεύθυνση
επιστρατεύτηκαν όλα τα δυνατά και αδύνατα μέσα, με κυριότερο τον
εκφοβισμό, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Δεν θα επαναλάβω τις
κορώνες που εκστομίστηκαν, θα σταθώ απλώς σε ένα στοιχείο του
εκφοβισμού: στον κρίσιμο πολιτικό χρόνο που επείγει. Γύρω από αυτό
ειπώθηκαν πολλά –πάντα με τη βοήθεια καλοθελητών από την Ε.Ε.–, το
βασικό όμως επιχείρημα ήταν ότι δεν υπάρχει πολιτικός χρόνος και ότι τα
κόμματα πρέπει να αρθούν στο ύψος της κρισιμότητας της κατάστασης,
αποφασίζοντας τώρα για τη σωτηρία του τόπου. Κανένας τους ωστόσο δεν
μίλησε για την κρισιμότητα του κοινωνικού χρόνου, για το κατεπείγον του
κοινωνικού χρόνου, γι’ αυτό δηλαδή που ψήφισε σε μεγάλο ποσοστό ο
ελληνικός λαός. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ηττήθηκαν στις εκλογές γιατί
αποστέωσαν τον πολιτικό χρόνο από τον κοινωνικό: αποκοινωνικοποίησαν τον
πολιτικό χρόνο — επομένως τον κατάργησαν. Αυτό συνιστά δεξιά,
συντηρητική, νεοφιλελεύθερη πολιτική. Επί δυόμισι χρόνια ζούμε μια
πολιτική κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας η κοινωνία υποχρεώνεται,
κατατρομοκρατούμενη, να τρέχει αλαφιασμένη πίσω από τον «πολιτικό χρόνο»
της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να σωθεί η χώρα. Τρέχοντας αφήνει
πίσω της ρημάδια: άνεργους, φτωχούς μισθωτούς, αυτόχειρες, νέους και
μεγαλύτερους που μεταναστεύουν, μετανάστες σε απόγνωση, στα νύχια της
νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής και των «μεταναστευτικών πολιτικών» του
αχτύπητου διδύμου Λοβέρδου-Χρυσοχοΐδη. Αυτή η αλαφιασμένη κοινωνία
ζήτησε το προφανές με την ψήφο της στις 6 Μαΐου: Δώστε μας μια αναπνοή, ταυτίστε τον πολιτικό με τον κοινωνικό χρόνο, ακούστε μας έστω για λίγο.
Αυτό δεν είναι λαϊκισμός, δεν είναι χυδαιότητα, δεν είναι κομματικό
συμφέρον. Αυτό είναι βάση για αριστερή πολιτική! Δικαίως ο Αντώνης
Σαμαράς δήλωσε ευθαρσώς και με περισσή ειλικρίνεια, συλλαμβάνοντας
ακριβώς το διακύβευμα για τον χώρο του: «Πρέπει να τελειώνουμε με τις
αριστερές ιδέες στην Ελλάδα». Υψώνει τη σημαία της μάχης κατά της
Αριστεράς· αυτό του επιβάλλει η ιδεολογία του χώρου που εκπροσωπεί, κι
αυτό κάνει.
Δεν υπήρχε κανένα ιδεολογικό και πολιτικό
πλαίσιο που να νομιμοποιεί τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε μια οικουμενική
κυβέρνηση. Η συμμετοχή σήμαινε προδιαγεγραμμένη ήττα της Αριστεράς.
Γιατί ήττα της Αριστεράς, και μάλιστα βαριά και για άλλα 70 χρόνια
ακόμη, θα ήταν η συμμετοχή σε μια κυβέρνηση η οποία, στο όνομα του
κρίσιμου πολιτικού χρόνου, θα αδιαφορούσε για το κατεπείγον του
κοινωνικού χρόνου. Από τη στιγμή που για το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ ο ελληνικός
πολιτικός χρόνος ορίστηκε αποκλειστικά σε σχέση με το κατεπείγον που
ορίζει ένα μέτωπο συγκεκριμένης ιδεολογίας στην ΕΕ, από τη στιγμή που σε
μια τέτοια οικουμενική κυβέρνηση το δίδυμο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ θα είχε την
πλειοψηφία, με μια ΔΗΜΑΡ που δεν αντιλαμβάνεται ότι τα μέτωπα είναι
οριστικά και αμετάκλητα δύο, ο αριστερός χαρακτήρας της κυβέρνησης αυτής
ήταν απλώς παγίδα. Η Αριστερά δεν είχε κανένα περιθώριο ήττας, με
τίποτα όμως! Και ήττα θα ήταν να σκάσει η κοινωνική βόμβα στα χέρια της.
Με μια τέτοια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας η βόμβα θα έσκαγε.
Σε αυτό το σημείο ωστόσο φτάνουμε στην
ουσία του πολιτικού διακυβεύματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ στήθηκε στον τοίχο ως
αντιευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο θέλει να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ. Τι
είναι όμως ευρωπαϊκό και τι αντιευρωπαϊκό μέτωπο; Το ευρωπαϊκό μέτωπο
της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι ένας επαρχιωτισμός σύμφωνα με τον οποίο το
ευρωπαϊκό διερμηνεύεται στα καθ’ ημάς από «υπεύθυνες» πολιτικές
δυνάμεις, για τις οποίες το ευρωπαϊκό είναι αμετακίνητο, ορίζεται άπαξ
από κάποιο «κέντρο» στο οποίο η ελληνική κοινωνία, αν θέλει να ανήκει,
οφείλει να υποταχθεί. Αυτό σημαίνει αποϊδεολογικοποίηση της ΕΕ,
αποκοινωνικοποίηση του ευρωπαϊκού χρόνου, ξεκομμένου από τον χρόνο (και
τους χρόνους) των κοινωνιών των ευρωπαϊκών κρατών. Οι αλλαγές που
παρατηρούνται σε όλη την Ευρώπη, της Ελλάδας συμπεριλαμβανόμενης,
δείχνουν κάτι σημαντικό: στην Ευρώπη αρχίζει να διαμορφώνεται, για πρώτη
φορά, μια ευρωπαϊκή συνείδηση την οποία, επώδυνα εξαιτίας της κρίσης,
διαμορφώνουν οι ίδιες οι κοινωνίες. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας,
οι αριστερές δυνάμεις διεκδικούν τη σύνδεση της ευρωπαϊκότητας με τις
κοινωνίες. Την ταύτιση του ευρωπαϊκού χρόνου όχι με τον
παγκοσμιοποιημένο χρόνο του κεφαλαίου, αλλά με τον χρόνο των κοινωνιών.
Αυτό είναι μια ανοικτή διεκδίκηση, και όχι ένα τετελεσμένο γεγονός. Τα
κόμματα του ευρωπαϊκού αριστερού μετώπου οριοθετούν την πολιτική τους,
επανοριοθετούν τις διεκδικήσεις τους και αναδιοργανώνονται τα ίδια, σε
σχέση με τη δυναμική που αναπτύσσεται από την επώδυνη ευρωπαϊκή
συνειδητοποίηση των κοινωνιών της Ευρώπης.
Η μάχη που δίνεται τελικά στην Ελλάδα και
την υπόλοιπη Ευρώπη σήμερα, είναι μια μάχη ιστορική ανάμεσα σε ένα
δεξιό, συντηρητικό, ευρωπαϊστικό, νεοφιλελεύθερο μέτωπο και σ’ ένα
αριστερό, ευρωπαϊκό μέτωπο. Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος, πολύ
περισσότερο που το δεξιό μέτωπο θα «καμουφλαριστεί», προκειμένου να μη
χάσει την ηγεμονία του. Η μάχη όμως για μας είναι εδώ μπροστά μας, και
θα είναι λυσσαλέα. Μια προσχηματική, αντιμνημονιακή πολιτική δεν είναι
αριστερή, αν προβάλλει είτε εθνικιστικά, αντιευρωπαϊκά και κλειστοφοβικά
ανακλαστικά, είτε ευρωπαϊστικούς εκφοβισμούς ή ελεημοσύνες, υπό τύπο
ελαφρύνσεων. Το ξαναγράψαμε σε αυτή την εφημερίδα: η κρίση βάθυνε τη
ρήξη ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά, και ο ΣΥΡΙΖΑ τόλμησε να δείξει
τόσο τη μετατόπιση της διάκρισης ανάμεσα στους δύο χώρους όσο και το
βάθος του ρήγματος. Το ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς συνιστά ιστορική
επιταγή. Η Αριστερά δεν έχει δικαίωμα να ηττηθεί, δεν έχει δικαίωμα να
μην αντιληφθεί τη νέα εποχή και το μείζον διακύβευμα που αυτή θέτει. Δεν
έχει δικαίωμα, τη στιγμή που η κοινωνία αρχίζει να ριζοσπαστικοποιείται
να της γυρίσει την πλάτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το βήμα, χρειάζεται ωστόσο
μέτωπο ενιαίο και συνεκτικό για να διεκδικηθεί η εξουσία. Η Αριστερά δεν
μπορεί και δεν πρέπει να ηττηθεί. Με τίποτα όμως!
Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της εφημερίδας Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου