ΝΙΚΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ, Ο βίος του στρατηγού Μακρυγιάννη. Απομνημόνευμα και Ιστορία, Βιβλιόραμα, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 549
Ο Νίκος Θεοτοκάς, με αυτή τη μελέτη, ανέλαβε το δύσκολο εγχείρημα, αλλά και το ρίσκο να αναμετρηθεί με το εθνικό ή λαϊκό-δημοκρατικό
υπόδειγμα, τον στρατηγό Γιάννη Μακρυγιάννη, έτσι όπως αυτό το υπόδειγμα
το «κατασκεύασαν», ερήμην της Ιστορίας αλλά και του ίδιου του
Μακρυγιάννη, οι εκ των υστέρων ιδεολογικοποιημένες αναγνώσεις των Απομνημονευμάτων
του. Ο Θεοτοκάς ωστόσο δεν χρησιμοποιεί τα «'στορικά» του Στρατηγού ως
εργαλείο αντιπαράθεσης απέναντι στις κυρίαρχες κατασκευές. Δεν στήνει
δηλαδή ένα εκ των προτέρων θεωρητικό σχήμα στο οποίο «παγιδεύει» τον
Στρατηγό, υποχρεώνοντάς τον να «του ομολογήσει» όσα εξυπηρετούν το δικό
του σχήμα. Αντιθέτως, έχοντας στη διάθεσή του, από τη μια μεριά, τα
στέρεα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία της επιστήμης του, και από
την άλλη όλα τα διαθέσιμα τεκμήρια και την ιστοριογραφική παραγωγή για
τον Μακρυγιάννη και την εποχή του, ο Θεοτοκάς μέσα από τα «'στορικά του
Στρατηγού ανασυγκροτεί τον κόσμο του τελευταίου, ανασυνθέτει την ιστορία
της Επανάστασης και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, προσεγγίζει εντέλει αναστοχαστικά τη διαδικασία συγκρότησης της ελληνικής νεωτερικότητας. Με αφορμή
λοιπόν τον Μακρυγιάννη ο Θεοτοκάς μας προσφέρει, εκτός από μια άρτια
τεκμηριωμένη ιστορική μελέτη, και ένα αυστηρό, υπαινικτικά θεωρητικό,
εργαλείο για την «απομάγευση» από τις ιδεολογικοποιημένες ευκολίες που
συσκοτίζουν τους δρόμους προσέγγισης των διακυβευμάτων που θέτουν οι
μεγάλες στιγμές ρήξης -η Επανάσταση του ‘21.
Πώς σπάει το «του αυγού το τζόφλι»;
Ο Μακρυγιάννης, γεννημένος στο Αβορίτι της Δωρίδας το 1796, και
εγκατεστημένος στη συνέχεια στην Άρτα, ήταν ενταγμένος στη «μονότονη
κανονικότητα της Τουρκοκρατίας» (Ασδραχάς), στους κοινωνικο-οικονομικούς
μηχανισμούς που επέτρεπαν την άνθιση εμπορικών-τοκογλυφικών
δραστηριοτήτων, τις οποίες ο ίδιος άσκησε και από τις οποίες πλούτισε. Ο
Θεοτοκάς επιμένει στην εξαντλητική ανάλυση του αυγού στο οποίο
ανήκε ο Μακρυγιάννης, όχι τόσο για να αποδομήσει τις κυρίαρχες
«κατασκευές» περί του φτωχού, λαϊκού αγωνιστή, όσο για να εγκαταστήσει
ένα ορθολογικό πλαίσιο προσέγγισης των προϋποθέσεων που
χρειάστηκαν για να «σπάσει το τζόφλι» του παλιού κόσμου. Αυτό το πλαίσιο
το εγκαθιστά σε δύο επίπεδα, πρώτον στο επίπεδο των υποδοχών και των
ετοιμοτήτων που δημιουργήθηκαν στον παλιό κόσμο από τη διακίνηση των
νέων ιδεών που τον ρηγμάτωσαν, και, δεύτερον, στο επίπεδο της κατανόησης
και ενσωμάτωσης αυτών των ιδεών στο παραδοσιακό σύστημα αξιών της
εποχής του Μακρυγιάννη, ενσωμάτωση που παρήγαγε μια ιδιόμορφη αντίληψη περί του δέοντος,
μια αντίληψη φτιαγμένη από τα παραδοσιακά υλικά αλλά αναπλαισιωμένη με
τις νέες ιδέες. Ο Μακρυγιάννης λοιπόν του Θεοτοκά δεν ήταν ένας
«προδιαγεγραμμένος επαναστάτης». Αντιθέτως, όταν πύκνωσε ο ιστορικός
χρόνος και ανέτρεψε την «κανονικότητα» στην οποία ζούσε, έσπασε «του
αυγού το τζόφλι», όχι λόγω θείου προορισμού αλλά επειδή είχε μυηθεί (1820) στις νέες ιδέες, επειδή είχε ήδη συγκροτήσει χάρη σε αυτές τις ετοιμότητες για ένα νέο, έστω και ιδιόμορφο, δέον. Επομένως η Επανάσταση δεν έγινε, όταν ήρθε η ώρα της Ανάστασης, από ένα έθνος σε αναμονή επί 400 χρόνια σκλαβιάς.
Η Επανάσταση έγινε όταν, τη στιγμή των κραδασμών και των αβεβαιοτήτων
που δημιουργούσε η μεγάλη εποχή της μετάβασης από τον παλιό στον νέο
κόσμο, οι άνθρωποι ήταν εξοικειωμένοι με ένα νέο, το οποίο βάλθηκαν να διεκδικήσουν.
Ο Μακρυγιάννης, υποκείμενο της Επανάστασης
Ο Θεοτοκάς, με τα τεκμήρια που διαθέτει και με τα θεωρητικά,
ερμηνευτικά εργαλεία με τα οποία είναι εξοπλισμένος, ανασυγκροτεί
καταρχήν τον ένοπλο της Επανάστασης, προϊόν των οικονομικών προοπτικών που
αυτή δημιουργούσε και των δυνατοτήτων που έδινε για την αναπαραγωγή της
εξουσίας του παλιού κόσμου στο επαναστατικό σύμπαν. Στην οικονομική επιχείρηση λοιπόν του «ξεσηκωμού» μπήκαν οι ντόπιες αυθεντίες,
οι καπεταναίοι, αυτοί που είχαν «το κεμέρι τους γιομάτο» ώστε να
στρατολογούν και να πληρώνουν ανθρώπους. Έτσι εντάχθηκε και ο
Μακρυγιάννης σε αυτό το σύμπαν με το «ορδί» των 18 ατόμων χάρη στο
«κεμέρι του», και άρχισε να διαπραγματεύεται, ως ένοπλος πλέον και ο ίδιος, τη θέση του στην κοινωνία των ενόπλων. Ο Θεοτοκάς αναλύει διεξοδικά την επιχείρηση του πολέμου, και ερμηνεύει τον άγριο κόσμο της βίας και των λεηλασιών «Ρωμιών και Τούρκων», υπό το φως της υλικότητας της Επανάστασης, της υλικότητας της ίδιας της Ιστορίας. Μαζί με τα ιδεολογικά της προτάγματα, η Επανάσταση όπως και η Ιστορία έχει υλικότητα, έχει βία και αίμα - και με αυτά τα υλικά φτιάχνεται καταρχάς ο ένοπλος της Επανάστασης.
Η Επανάσταση ωστόσο αναδιαμόρφωνε τις παλιές κοινωνικές σχέσεις και
τους συσχετισμούς εξουσίας, διερρήγνυε τις τοπικότητες και επέβαλε τη
συγκρότηση ευρύτερων πλαισίων εξουσίας. Όπως δείχνει ο Θεοτοκάς, οι
ανάγκες της Επανάστασης διαμόρφωναν τους όρους εξορθολογισμού της στρατιωτικής και πολιτικής διαχείρισης του Αγώνα και συγκρότησης μιας όλο και διευρυνόμενης συλλογικότητας
η οποία, όσο κι αν φτιαχνόνταν από τα παλιά υλικά, δημιουργούσε ωστόσο
και τις προϋποθέσεις χειραφέτησης και ελευθερίας, όχι μόνο από τους
Οθωμανούς αλλά και από τις «ντόπιες αυθεντίες». Σε αυτή την επαναστατική
διαδικασία εντάσσει ο Θεοτοκάς τον Μακρυγιάννη, και σε σχέση με αυτή
παρακολουθεί τη σταδιακή, αντιφατική συνειδητοποίησή του, ως υποκειμένου
της Επανάστασης.
Η αίσθηση χειραφέτησης και ελευθερίας, την οποία αποτυπώνει στον λόγο
του ο Μακρυγιάννης και εντοπίζει δημιουργικά ο Θεοτοκάς, προέκυπτε από
τη συμμετοχή στην Επανάσταση, συμμετοχή που εξασφάλιζε το δικαίωμα στην επί ίσοις όροις διαχείριση των υποθέσεων της πατρίδας. Ο Μακρυγιάννης λοιπόν αντιμετώπιζε, χάρη στο δικαίωμα που του έδινε η συμμετοχή του στην Επανάσταση, επί ίσοις όροις τους άλλους καπεταναίους, και χάρη σε αυτό το δικαίωμα αποκτούσε λόγο για τα της πατρίδας. Τα ατομικά συμφέροντα ορίζονταν πια σε άμεση εξάρτηση με το συμφέρον της Επανάστασης, με ένα συλλογικό συμφέρον
για τη διαχείριση του οποίου θέριευαν οι συγκρούσεις (κυρίως ανάμεσα
στο πολιτικό και το στρατιωτικό σκέλος της Επανάστασης) αλλά και για την
υπεράσπιση του οποίου απαιτείτο ένα κεντρικό πεδίο εξουσίας. Ο
Μακρυγιάννης λοιπόν του Θεοτοκά, συνειδητοποιείται στο πλαίσιο της Επανάστασης ως επαναστατικό υποκείμενο. Κι ενώ ανήκε στον κόσμο των καπετάνιων, άρχισε γρήγορα να αναπτύσσει μια πολιτική αντίληψη
της Επανάστασης, αντίληψη της οποίας τα εργαλεία συγκρότησης ήταν
παραδοσιακά αλλά οι αναφορές της νεωτερικές: οι νόμοι, προϋπόθεση της
επιτυχίας της Επανάστασης.
Ο Θεοτοκάς, αποφεύγοντας πάντα τις «παγίδες» στον λόγο του Μακρυγιάννη, τοποθετεί τη συγκρότηση της πολιτικής του αντίληψης
κατεξοχήν στη διάρκεια των εμφυλίων (1823-1825), στους ελιγμούς του
ανάμεσα στο Βουλευτικό (πολιτικό) και το Εκτελεστικό (στρατιωτικό), τον μετέωρο -αλλά προσοδοφόρο και υπολογισμένο-
βηματισμό του, ανάμεσα στην Διοίκηση και τους καπεταναίους. Με αφορμή
ωστόσο τον Μακρυγιάννη και τις μετεωρίσεις του ανάμεσα στο πολιτικό και
το στρατιωτικό, ο Θεοτοκάς ξανασυζητά τις πολυπλοκότητες και τις
δυσκολίες που προέκυψαν κατά τη διαδικασία συγκρότησης ενός ενιαίου,
εθνικού πολιτικού πεδίου, ικανό να ομογενοποιεί τον κατακερματισμένο σε
καπετανιλίκια στρατιωτικό κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, άνθρωποι όπως ο
Μακρυγιάννης συνειδητοποιούνταν πολιτικά και αντιλαμβάνονταν ότι ο
αγώνας (το στρατιωτικό) μεν του έδινε δικαίωμα συμμετοχής στα πράγματα
της πατρίδας, αλλά ότι η πολιτική αξιοποίηση του αγώνα του σε ένα
συλλογικό συμφέρον ήταν αυτή που μετέτρεπε το «αίμα που έχυνε» σε
επένδυση βάθους, όχι μόνο οικονομική αλλά και κοινωνικής καταξίωσης και
κύρους (Στρατηγός, 1/12/1824). Αντιλαμβανόταν επίσης ότι στον πολύπλοκο,
νέο κόσμο που αναδυόταν με την Επανάσταση, στον κόσμο που «μαζεύονταν
ξενόφερτοι» (Μαυροκορδάτος και Κωλέτης) ή πρόκριτοι των νησιών, που νέες
συγκρούσεις (με περισσότερο ταξικές διαστάσεις) ξέσπαγαν, που
επομένως και νέες ζυμώσεις, συμμαχίες και συσχετισμοί εξουσίας
συγκροτούνταν, η θέση του εξαρτιόταν από τον βαθμό ετοιμότητάς του να μαθαίνει να διαπραγματεύεται σε
πολλά επίπεδα. Ο Θεοτοκάς λοιπόν ανασυγκροτεί με τον Μακρυγιάννη τους
δύσκολους και πολύπλοκους αρμούς που άρχισαν να διαμορφώνονται ανάμεσα
στις διάφορες «τάξεις» της Επανάστασης, «τάξεις» που δεν συγκροτούνταν
πάνω στη στερεοτυπική βάση των δύο μετώπων («αγωνιστές» - πολιτικοί),
αλλά στη βάση των πολλών και διαφορετικών διαδικασιών διαπραγμάτευσης με
το πολιτικό, τόσο από τους εκπροσώπους του παραδοσιακού όσο και από
αυτούς του νέου κόσμου.
Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν ο Θεοτοκάς τον λόγο του Μακρυγιάννη για τους
εμφύλιους, επαναπροσδιορίζει και τους υλικούς, βίαιους αλλά καθοριστικής
σημασίας όρους συγκρότησης στο πλαίσιο της Επανάστασης του υποκειμένου
της νεωτερικότητας. Ο παραδοσιακός Μακρυγιάννης μετατρεπόταν σε
φορέα νεωτερικών αξιών. Στο μεταίχμιο αυτών των ακαθόριστων ορίων
παραδοσιακού και νεωτερικού κόσμου, στο οποίο επιμένει τόσο ο Θεοτοκάς,
φτιάχτηκε στην Επανάσταση, με πολύ υλικότητα και συμφέρον αλλά
ταυτοχρόνως και με πολύ «λεβεντιά», ο ήρωας του έθνους, ο στρατηγός
Μακρυγιάννης, που πολέμησε κατά των στρατευμάτων του Ιμπραήμ, που
«παρασημοφορήθηκε» με ένα πολύ σοβαρό τραύμα στο κεφάλι κατά την
πολιορκία της Αθήνας από τον Κιουταχή - αυτό το τραύμα που τον βασάνισε
μια ολόκληρη ζωή. Ο Μακρυγιάννης του Θεοτοκά δεν ήταν ένας εκ γενετής,
εκ Θεού και εθνικού ή λαϊκού πεπρωμένου ήρωας, έγινε ήρωας με την Επανάσταση.
Ο Μακρυγιάννης, υποκείμενο της νεωτερικότητας
Ο Θεοτοκάς, με ιστορικό φόντο την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα
και τη βασιλεία του Όθωνα, δομεί τις προϋποθέσεις προσέγγισης του νεωτερικού
Μακρυγιάννη, και ταυτοχρόνως της ελληνικής νεωτερικότητας. «Ο
Μακρυγιάννης, [...], παρά τις εμμονές, τις ιδιοτέλειες και τον
υποκειμενισμό του, εξέφρασε εκείνο το νέου τύπου πολιτικό υποκείμενο που
συγκροτήθηκε με την Επανάσταση, με τα υλικά του παραδοσιακού κόσμου
αλλά και εντελώς καινοφανείς προσδοκίες», υπογραμμίζει ο Θεοτοκάς (σ.
277) και θέτει με αδρές γραμμές το πλαίσιο μιας άλλης ανάγνωσης
-πέρα από τις συνήθεις στερεοτυπικές- του λόγου του Μακρυγιάννη, χάρη
στην οποία αναδεικνύονται οι αδράνειες του παλιού κόσμου κατά την
ενσωμάτωσή του στο εθνοκρατικό σύστημα. Η ανάγνωση του Θεοτοκά
αποκωδικοποιεί τη «συλλογικά εγνωσμένη αδικία» απέναντι στους
καπεταναίους υπό το φως του εγκλωβισμού των ίδιων σε ένα ιστορικό
αδιέξοδο: ανέτρεψαν και κατέστρεψαν τον παλιό κόσμο, που ωστόσο «ήταν ο
μόνος τόπος όπου μπορούσαν να σταθούν», κατά την έξοχη διατύπωση του
Ασδραχά. Το αποκωδικοποιεί επίσης υπό το φως των πολλαπλών
εργαλειοποιήσεων του παλιού κόσμου και των αξιών του στο εθνοκρατικό
σύστημα.
Ο Μακρυγιάννης ήταν προϊόν αυτών των εργαλειοποιήσεων, από τις οποίες
επωφελήθηκε. Ο ίδιος δεν ανήκε στον κόσμο των καπεταναίων, ούτε
συμμερίστηκε ποτέ τις αξίες τους, συμμερίστηκε όμως την «αδικία», την
οποία διαπραγματεύτηκε με την εξουσία. Απέκτησε έτσι τις δεξιότητες και
τις ετοιμότητες ενός υποκειμένου της νεωτερικότητας, του οποίου όμως οι
αποσκευές ήταν επιφανειακές, δεν οδηγούσαν στην εκ βάθρων ακύρωση των
αξιών του παλιού κόσμου αλλά στη μεταγραφή τους στον νέο κόσμο και στις
αμοιβαίες νοθεύσεις παραδοσιακού και νέου. Μέσα σε αυτό το αντιφατικό
πλέγμα αξιών, ο Μακρυγιάννης συγκροτούσε αντίληψη της πολιτικής με
όρους, όχι δημοκρατικούς, αλλά τους διπολικούς όρους του παραδοσιακού
κόσμου: «άγγελοι» (βασιλιάς) και «διάβολοι» (πολιτικοί). Για τον κόσμο
του Μακρυγιάννη λοιπόν δεν υπήρχαν πολιτικές παρατάξεις, υπήρχε το έθνος
και οι «πατρικοί νόμοι» (βασιλιάς) και απέναντι, οι «φατριαστές». Μέσα
σε αυτό το σύστημα των αξιών του Μακρυγιάννη εντάσσει ο Θεοτοκάς τη
συμμετοχή του στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και τις αντιλήψεις του για το Σύνταγμα - έργο του Θεού και συμβόλαιο του βασιλιά με τον λαό.
Ο Θεοτοκάς, αποφεύγοντας τα περί δημοκράτη και λαϊκού
Μακρυγιάννη σχήματα, ξαναθέτει το μείζον πρόβλημα της ελληνικής
νεωτερικότητας, ξαναθέτει υπαινικτικά προς συζήτηση όλες τις γνωστές
-«δεξιές» και «αριστερές»- παγίδες που επί χρόνια αναπαράγονται,
σκεπασμένες από ένα πέπλο αληθοφάνειας. Μια νεωτερικότητα στην οποία
αποτυπώνονται τα χαρακτηριστικά της «νόθας -κατά Φίλια- αστικοποίησης»,
τα χαρακτηριστικά του «πελατειασμού» ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και
τις πρώην τοπικές αυθεντίες, τα χαρακτηριστικά της εργαλειοποίησης της
«αδικίας», της εργαλειοποίησης επίσης των παραδοσιακών αρχών και αξιών
στους νέους θεσμούς του ελληνικού κράτους, εργαλειοποιήσεις που
διαμόρφωσαν την ψευδαίσθηση της συνέχειας και της νομιμότητας αυτών που
οικειοποιήθηκαν την εξουσία.
Το βιβλίο του Θεοτοκά ολοκληρώνεται με τα «Οράματα και Θάματα» του
Μακρυγιάννη, με αυτό το στριφνό κείμενο -προϊόν μιας εποχής κατά την
οποία ο Μακρυγιάννης είχε, λόγω του παλιού τραύματός του στο κεφάλι,
επιληπτικές κρίσεις- και το διαβάζει συγκριτικά και σε αντιπαραβολή με
τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού. Και τα δύο έργα αποτελούν
αποτυπώσεις της παραδοσιακής αντίληψης που είχε ο Μακρυγιάννης για τη
ζωή: δημόσια και ιδιωτική. Υπάρχει ωστόσο μια καθοριστική γραμμή
διάκρισης ανάμεσα στην αντίληψή του για το δημόσιο/πολιτικό και σε αυτήν
για το ιδιωτικό/καθημερινό: η πολιτική ζωή, όπως αποτυπώνεται στα Απομνημονεύματα, βασίζεται στο Σχέδιο της Θείας Πρόνοιας, η καθημερινή ζωή ωστόσο βασίζεται στο Όνειρο
που αποκαλύπτει η Θεία Πρόνοια στον άνθρωπο και το οποίο αυτός πρέπει
να εκπληρώσει. Αυτή διάκριση ανάμεσα στο Σχέδιο (δημόσια σφαίρα) και το
Όνειρο (ιδιωτική) μαρτυρεί ότι ο Μακρυγιάννης έγινε, έστω και με τους
δικούς του τρόπους, ένα υποκείμενο της νεωτερικότητας. Αποτραβηγμένος
στο Όνειρο, από το 1851 και μετά, ο Μακρυγιάννης μας έδωσε, χάρη στην
κοπιώδη αποκρυπτογράφηση του Θεοτοκά, ένα πολύτιμο τεκμήριο των
εκφράσεων του λαϊκού πολιτισμού.
Δημοσιεύτηκε στις "Αναγνώσεις" της εφημερίδας Αυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου