Στη φάση της μεγάλης μετάβασης την οποία διανύει η Ελλάδα, η
συζήτηση περί εξωτερικής πολιτικής περνάει καταρχήν από
τη συζήτηση περί του «ποιοι είμαστε». Η πρώτη λοιπόν είναι
προϊόν της δεύτερης, κυρίως σε χώρες όπως η δική μας, για την
οποία όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, τα ευρωπαϊκά
συμπεριλαμβανόμενα, συνιστούν εθνικά ζητήματα και ως
τέτοια αναλύονται. Ακόμη και οι υποτιθέμενες
αντικειμενικές αναλύσεις των τεχνοκρατών, των «ειδικών»
περί Τουρκίας, περί Μέσης Ανατολής, Βαλκανίων και τα σχετικά,
είναι εξαρχής και στο μεγαλύτερο ποσοστό τους
υπονομευμένες, αφού έχουν ως υπονοούμενη αφετηρία του
«ποιοι είμαστε» και ποιοι είναι επιστημονικώ τω τρόπω οι
εχθροί και οι φίλοι μας.
Ελληνικός νεοφιλελεύθερος εθνικισμός
Τις τελευταίες δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική διαμορφώθηκε με όρους ενός εξορθολογισμένου ανορθολογισμού, στο πλαίσιο του οποίου συγκροτήθηκε η αντίληψη του «πλούσιου», ευρωπαϊκού έθνους, το οποίο αυτοχρίσθηκε ηγεμονική δύναμη της περιοχής. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ άφησε ένα ευρύ πεδίο ελεύθερο για τη συγκρότηση μεγάλων πολιτικοοικονομικών και πολιτισμικών ενοτήτων. Η Ελλάδα, ως η μοναδική χώρα της περιοχής στην ΕΕ, ανέλαβε την αποστολή του οικονομικού και πολιτικού εκπολιτισμού της περιοχής μας (ευρωπαϊκή τεχνογνωσία και καπιταλιστική εξάπλωση). Η λογική της ηγεμονίας που επεδίωξε να ασκήσει η χώρα μας, ενώ φαινόταν απολύτως ρεαλιστική και ορθολογική, είχε δύο πηγές τροφοδοσίας: από τη μια μεριά, την παλιά δοκιμασμένη πηγή του εθνικισμού, από την άλλη μιας κακοχωνεμένης νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκότητας, που έπρεπε εξαχθεί στην ευρύτερη περιοχή μας. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα κινήθηκε ως δύναμη κρούσης ενός ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού στην περιοχή (Βαλκάνια κυρίως), μέσα από τον οποίο επικαιροποιήθηκε με νεοφιλελεύθερους όρους ο παλιός, γνωστός εθνικισμός.
Φτιάχτηκαν λοιπόν οι όροι συγκρότησης ενός, ελληνικής εκδοχής, νεοφιλελεύθερου εθνικισμού, σύμφωνα με τον οποίο το ελληνικό, ευρωπαϊκό έθνος ήταν και πλούσιο και πολιτισμικά ηγεμονικό. Οι υπαρκτές, κάποιες φορές, εξορθολογισμένες εκδοχές της εξωτερικής πολιτικής που ασκήθηκε, αντί να εξουδετερώσουν τον ανορθολογισμό του παλιού εθνικισμού, αντιθέτως τον επικαιροποίησαν, γιατί καμιά από τις πολιτικές ηγεσίες δεν ανέλαβε την ευθύνη να ξαναορίσει την ελληνική κοινότητα με βάση τις πραγματικότητες που διαμορφώνονταν εσωτερικά και εξωτερικά. Ακόμη και η πολιτική φιλίας με το μεγάλο εχθρό, την Τουρκία, κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του ’90, δεν οδήγησε στο εσωτερικό στην ιστορική αποδόμηση του ελληνικού (ή για την άλλη πλευρά, του τουρκικού) εθνικισμού. Αποδόμηση όχι του έθνους, όπως κραύγαζαν οι εθνικιστές, αλλά του εθνικισμού. Γι’ αυτό αυτή η πολιτική ήταν αντιφατική και κατακερματισμένη: φιλία από τη μια, χρήσιμη στους έλληνες καπιταλιστές για τις επενδύσεις τους, εχθρότητα εσωτερικά, χρήσιμη για τον χορό εκατομμυρίων στους εξοπλισμούς, για άστοχες συμμαχίες με τους «εχθρούς των εχθρών μας». Γι’ αυτό επίσης αυτή η πολιτική ήταν άτολμη και μεσοπρόθεσμα επικίνδυνη αφού άφησε μικρά θέματα, όπως η ονομασία της ΦΥΡΟΜ, να γίνουν τεράστια, προκειμένου να μην πληγωθεί το έθνος, όπως το αντιλαμβάνονταν τα άξια της πατρίδος τέκνα που έφτιαξαν πολιτική καριέρα από αυτά τα ζητήματα.
Αυτή η εθνική πολιτική λοιπόν διαχύθηκε από τους μεγαλοδημοσιογράφους και τις πολιτικές ελίτ στο εσωτερικό με όλη τη σύγχυση ορθολογισμού-ανορθολογισμού που παράγει σκοπίμως ο νεοφιλελευθερισμός, μέσα από την οποία παραγόταν ένας ύπουλος νεοσυντηρητισμός. Αυτή η χώρα θα ήταν για πολλά γέλια, αν δεν προξενούσε στο τέλος τόσα κλάματα. Σε μια χώρα στην οποία οι μετανάστες αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας, των οποίων τα παιδιά μεγαλώνουν, σπουδάζουν και αποτελούν μέρος της ελληνικής κοινότητας, ο αναστοχασμός σε σχέση με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας, αφέθηκε από τους μεγαλοδημοσιογράφους και μεγαλοδιασκεδαστές της τηλεόρασης στα χέρια του ΛΑΟΣ, στα χέρια του μέχρι πρότινος υπερήφανου νομάρχη της Θεσσαλονίκης και των ιεραρχών που θλίβονταν από τη «μαυρίλα» της Αθήνας. Κατά τα άλλα είχαμε κατά καιρούς μια ανοικτή εξωτερική πολιτική, η οποία αντί να δημιουργήσει ρήγματα στον κυρίαρχο εθνικισμό και να συμβάλει στην ιστορική αναθεώρηση του «ποιοι είμαστε», οδήγησε σε νεοσυντηρητισμό. Η όποια κριτική που ασκείτο στην εξωτερική πολιτική, ήταν μόνο προς μια κατεύθυνση: ότι δεν ήταν αρκούντως διεκδικητική απέναντι στους εχθρούς μας. Αν εξαιρέσουμε τον Συνασπισμό και κάποιες άλλες συλλογικές ή ατομικές περιπτώσεις, όλες οι αντιπαραθέσεις εγκλωβίστηκαν στο σχήμα πατριώτες-πουλημένοι.
Νεοσυντηρητισμός της άγριας Δύσης
Από το 2008, κυρίως από το 2010 και μετά, αυτός ο υπερήφανος νεοφιλελεύθερος εθνικισμός της προηγούμενης περιόδου μεταλλάχθηκε σε έναν αμυντικό νεοφιλελεύθερο εθνικισμό: η ανεπάρκεια των ελληνικών κυβερνήσεων να ανταποκριθούν στο ρόλο που οι ίδιες είχαν αναλάβει, δηλαδή της εμπέδωσης του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα και στον περίγυρό της, τις υποχρέωσε να αλλάξουν γραμμή και να μετατρέψουν την ελληνική κοινωνία σε άγρια Δύση. Ο τρόμος για την ευρωπαϊκή (=νεοφιλελεύθερη) επιβίωση της Ελλάδας υπαγόρευσε την αμυντική ανασυγκρότηση του έθνους, εσωτερικά και εξωτερικά, ώστε να ξαναβρεί τους τρόπους να πλουτίσει εναντίον αυτών που της τρώνε τον πλούτο: τον εχθρό, εσωτερικό (τα κατώτερα στρώματα και οι μετανάστες) και εξωτερικό (κυρίως η Τουρκία).
Στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και της ραγδαίας φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, συνθήκη που προοιωνίζεται ταξική συνειδητοποίηση και ταξικές αντιπαραθέσεις, ο νεοσυντηρητισμός και ο εθνικισμός αποτελούν τις κρίσιμες αποσκευές για την πολιτική της νεοφιλελεύθερης ελίτ. Σε αυτό το πλαίσιο ανακαλύφθηκε ότι το έθνος κινδυνεύει λόγω της έλλειψης τάξης και ασφάλειας, κυρίως λόγω των απεργών και πάντα των μεταναστών. Ανακαλύφθηκε επίσης και η νέα πηγή προς πλουτισμό: οι υποθαλάσσιοι φυσικοί πόροι. Η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ προβάλλεται από όλη την ελληνική «σόουμπιζ» (πολιτικούς, δημοσιογράφους, «ειδικούς») ως η γη της επαγγελίας: ο αιώνιος εχθρός του έθνους –η Τουρκία- που δεν επιτρέπει την ανακήρυξή της, αναβαθμίζεται σε υπονομευτή της εθνικής επιβίωσης. Ενώ λοιπόν το θέμα είχε μπει στο συρτάρι για αρκετό καιρό –μάλλον επειδή τότε δεν συνέφερε τις ελίτ να εμπλακούν σε αντιπαραθέσεις με την Τουρκία- ξαφνικά έγινε η λύση των προβλημάτων της χώρας.
Σε αυτό το σημείο καλό θα ήταν να ξεχωρίσουμε δύο προβλήματα: άλλο είναι τα ανοικτά ελληνοτουρκικά ζητήματα (ανάμεσα σε αυτά και η ΑΟΖ), τα οποία χρήζουν αντιμετώπισης σε διεθνές πλαίσιο, κι άλλο είναι η επαναφορά της παλιάς δοκιμασμένης συνταγής του εθνικού εχθρού στην πιο κρίσιμη στιγμή της ελληνικής κοινωνίας, όπου ο αντίπαλος είναι ιδεολογικός, ταξικός και πολιτικός. Το ζήτημα της ΑΟΖ πρέπει να επιλυθεί, αλλά η ελληνική κοινωνία δεν έφτασε στην καταστροφή λόγω μη ανακήρυξης της ΑΟΖ. Η μετατροπή της Μεσογείου, και κυρίως του Αιγαίου, σε άγρια Δύση προς άγραν χρυσού δεν θα λύσει κανένα άμεσο, θεσμικό και πολιτικο-οικονομικό πρόβλημα, πολύ περισσότερο που η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων εντάσσεται στη νεοφιλελεύθερη λογική της απόλυτης εκμετάλλευσης, επενδυμένης με όλη τη συμβολική κληρονομιά των εθνικών εχθρών.
Αριστερή εξωτερική πολιτική
Η διαμόρφωση μιας αριστερής εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται άμεσα από τη σθεναρή διεκδίκηση του επαναπροσδιορισμού του «ποιοι είμαστε». Η σημαντικότερη γραμμή αντίστασης της κοινωνίας δεν είναι ένα έθνος-κράτος όπως ορίζεται από μια συγκεκριμένη τάξη, άχρονα και αδιαφοροποίητα ιδεολογικά και πολιτικά, σύμφωνα με τα δικά της συμφέροντα και το δικό της εκλαϊκευμένο εθνικό πρόγραμμα. Η επιβίωση στην ευρωπαϊκή και παγκοσμιοποιημένη, δύσκολη πραγματικότητα στην οποία ζούμε απαιτεί ένα έθνος-κράτος εξωστρεφές, το οποίο προτάσσει απέναντι στον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο εθνικισμό (εσωτερικό και εξωτερικό), απέναντι στους νομαδικής καταγωγής δεσμούς «αίματος, οικογένειας, γενιάς ή θρησκείας» τους δεσμούς εδαφικών, πολιτικών και κοινωνικών συναφειών. Για να (ξανα)δούμε τη γύρω μας πραγματικότητα, για να ξαναδούμε τη θέση μας πρώτα στη γειτονιά μας και μετά στον κόσμο, πρέπει να ξαναδούμε την εθνική μας πραγματικότητα. Να την ξαναδούμε ως μια σύνθετη πραγματικότητα, που συγκροτείται πλέον και από άλλους πληθυσμούς οι οποίοι δεν μοιράζονται μαζί μας το «όμαιμον» και το «ομότροπον», αλλά αγωνίζονται μαζί μας για την επιβίωση. Ο επαναπροσδιορισμός της εθνικής μας κοινότητας στις πολύπλοκες διαστάσεις της θα επιτρέψει την ανάδειξη των βαλκανικών καταρχάς, των ευρωπαϊκών και, από εκεί και πέρα, των παγκόσμιων συμμαχιών μας.
Ο τρόπος που συνδιαλέγεται κανείς στο εθνικό επίπεδο υποδεικνύει και τους τρόπους με τους οποίους συνομιλεί με τους συμμάχους, αλλά και με τους εθνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς αντίπαλους. Ένα νέο «βαλκανικό» και «νοτιοευρωπαϊκό σύμφωνο», βασισμένο στα κοινά, κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά συμφέροντα, είναι αυτά που επιτρέπουν στην Ελλάδα, από τη μια μεριά, να συνομιλήσει με την ευρωπαϊκή και διεθνή ηγεσία, όχι ως εθνική ιδιαιτερότητα, αλλά στο όνομα μιας ευρύτερης ενότητας, η οποία δεν αποτελεί τη σκοτεινή πλευρά του ευρωπαϊκού φεγγαριού, αλλά ένα μέρος του ίδιου ωστόσο φεγγαριού. Της επιτρέπει από την άλλη να αντιμετωπίσει συνασπισμένα τις απειλές από τις γύρω χώρες (και από την Τουρκία). Ο Γερμανός, ο Γάλλος, ή οποιοσδήποτε αριστερός ή πράσινος της Ευρώπης απολύτως θα συμμεριστεί τις εθνικές-κοινωνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας απέναντι σε οποιοδήποτε κράτος την απειλεί. Δεν πρόκειται όμως ποτέ να κατανοήσει γιατί η Ελλάδα βρίσκεται σε τέτοια διαμάχη με τη ΦΥΡΟΜ ή ότι ο εθνικός της εχθρός, γενικώς και αιωνίως είναι η Τουρκία.
Είναι τουλάχιστον φαιδρό λοιπόν να θεωρεί κανείς –τουλάχιστον αριστερός- ότι απέναντι στην ανάπτυξη του αλβανικού για παράδειγμα εθνικισμού απαντάει με πόλεμο. Είναι άκρως επικίνδυνο να θεωρεί κανείς –τουλάχιστον αριστερός- ότι η λύση των προβλημάτων με την Τουρκία είναι ο πόλεμος ή οι ευφάνταστες συμμαχίες με τους εχθρούς των εχθρών μας.
Υπάρχει μια ιδεολογική ανακολουθία πολλές φορές σε τμήματα της Αριστεράς. Ενώ έχει έναν απολύτως ιδεολογικό λόγο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων, όταν πρόκειται για τα περίφημα εθνικά, δανείζεται την εθνικιστική ρητορεία, την οποία επενδύει με αριστερή ιδεολογία. Η Τουρκία δεν είναι ο εσαεί εθνικός εχθρός, επειδή είναι δάκτυλος του ιμπεριαλισμού, τον οποίο εμείς μαχόμαστε ως αντιϊμπεριαλιστές. Αυτή η ρητορεία νομιμοποιεί και τους εξοπλισμούς, αλλά και την ενίσχυση ακροδεξιών κομμάτων στην κοινωνία. Δεν υπάρχει ούτε αντιϊμπεριαλιστικός εθνικισμός, ούτε αμυντικός, πατριωτικός εθνικισμός. Η αριστερά, για να αλλάξει τα πάντα στο εσωτερικό, οφείλει να ξεμπερδέψει οριστικά με τον εθνικισμό. Το έθνος δεν αποδομείται εξαιτίας της αντίστασης κατά του εθνικισμού και του ρατσισμού. Το έθνος αποδομείται από τον νεοσυντηρητισμό και από τον παραδοσιακό ή νεοφιλελεύθερο εθνικισμό. Με αυτή την έννοια, η εξωτερική πολιτική είναι προϊόν της ανασυγκρότησης με πολιτικούς, ιδεολογικούς, εδαφικούς και εξωστρεφείς όρους της συνείδησης του «συνανήκειν».
Ελληνικός νεοφιλελεύθερος εθνικισμός
Τις τελευταίες δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική διαμορφώθηκε με όρους ενός εξορθολογισμένου ανορθολογισμού, στο πλαίσιο του οποίου συγκροτήθηκε η αντίληψη του «πλούσιου», ευρωπαϊκού έθνους, το οποίο αυτοχρίσθηκε ηγεμονική δύναμη της περιοχής. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ άφησε ένα ευρύ πεδίο ελεύθερο για τη συγκρότηση μεγάλων πολιτικοοικονομικών και πολιτισμικών ενοτήτων. Η Ελλάδα, ως η μοναδική χώρα της περιοχής στην ΕΕ, ανέλαβε την αποστολή του οικονομικού και πολιτικού εκπολιτισμού της περιοχής μας (ευρωπαϊκή τεχνογνωσία και καπιταλιστική εξάπλωση). Η λογική της ηγεμονίας που επεδίωξε να ασκήσει η χώρα μας, ενώ φαινόταν απολύτως ρεαλιστική και ορθολογική, είχε δύο πηγές τροφοδοσίας: από τη μια μεριά, την παλιά δοκιμασμένη πηγή του εθνικισμού, από την άλλη μιας κακοχωνεμένης νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκότητας, που έπρεπε εξαχθεί στην ευρύτερη περιοχή μας. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα κινήθηκε ως δύναμη κρούσης ενός ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού στην περιοχή (Βαλκάνια κυρίως), μέσα από τον οποίο επικαιροποιήθηκε με νεοφιλελεύθερους όρους ο παλιός, γνωστός εθνικισμός.
Φτιάχτηκαν λοιπόν οι όροι συγκρότησης ενός, ελληνικής εκδοχής, νεοφιλελεύθερου εθνικισμού, σύμφωνα με τον οποίο το ελληνικό, ευρωπαϊκό έθνος ήταν και πλούσιο και πολιτισμικά ηγεμονικό. Οι υπαρκτές, κάποιες φορές, εξορθολογισμένες εκδοχές της εξωτερικής πολιτικής που ασκήθηκε, αντί να εξουδετερώσουν τον ανορθολογισμό του παλιού εθνικισμού, αντιθέτως τον επικαιροποίησαν, γιατί καμιά από τις πολιτικές ηγεσίες δεν ανέλαβε την ευθύνη να ξαναορίσει την ελληνική κοινότητα με βάση τις πραγματικότητες που διαμορφώνονταν εσωτερικά και εξωτερικά. Ακόμη και η πολιτική φιλίας με το μεγάλο εχθρό, την Τουρκία, κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του ’90, δεν οδήγησε στο εσωτερικό στην ιστορική αποδόμηση του ελληνικού (ή για την άλλη πλευρά, του τουρκικού) εθνικισμού. Αποδόμηση όχι του έθνους, όπως κραύγαζαν οι εθνικιστές, αλλά του εθνικισμού. Γι’ αυτό αυτή η πολιτική ήταν αντιφατική και κατακερματισμένη: φιλία από τη μια, χρήσιμη στους έλληνες καπιταλιστές για τις επενδύσεις τους, εχθρότητα εσωτερικά, χρήσιμη για τον χορό εκατομμυρίων στους εξοπλισμούς, για άστοχες συμμαχίες με τους «εχθρούς των εχθρών μας». Γι’ αυτό επίσης αυτή η πολιτική ήταν άτολμη και μεσοπρόθεσμα επικίνδυνη αφού άφησε μικρά θέματα, όπως η ονομασία της ΦΥΡΟΜ, να γίνουν τεράστια, προκειμένου να μην πληγωθεί το έθνος, όπως το αντιλαμβάνονταν τα άξια της πατρίδος τέκνα που έφτιαξαν πολιτική καριέρα από αυτά τα ζητήματα.
Αυτή η εθνική πολιτική λοιπόν διαχύθηκε από τους μεγαλοδημοσιογράφους και τις πολιτικές ελίτ στο εσωτερικό με όλη τη σύγχυση ορθολογισμού-ανορθολογισμού που παράγει σκοπίμως ο νεοφιλελευθερισμός, μέσα από την οποία παραγόταν ένας ύπουλος νεοσυντηρητισμός. Αυτή η χώρα θα ήταν για πολλά γέλια, αν δεν προξενούσε στο τέλος τόσα κλάματα. Σε μια χώρα στην οποία οι μετανάστες αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας, των οποίων τα παιδιά μεγαλώνουν, σπουδάζουν και αποτελούν μέρος της ελληνικής κοινότητας, ο αναστοχασμός σε σχέση με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας, αφέθηκε από τους μεγαλοδημοσιογράφους και μεγαλοδιασκεδαστές της τηλεόρασης στα χέρια του ΛΑΟΣ, στα χέρια του μέχρι πρότινος υπερήφανου νομάρχη της Θεσσαλονίκης και των ιεραρχών που θλίβονταν από τη «μαυρίλα» της Αθήνας. Κατά τα άλλα είχαμε κατά καιρούς μια ανοικτή εξωτερική πολιτική, η οποία αντί να δημιουργήσει ρήγματα στον κυρίαρχο εθνικισμό και να συμβάλει στην ιστορική αναθεώρηση του «ποιοι είμαστε», οδήγησε σε νεοσυντηρητισμό. Η όποια κριτική που ασκείτο στην εξωτερική πολιτική, ήταν μόνο προς μια κατεύθυνση: ότι δεν ήταν αρκούντως διεκδικητική απέναντι στους εχθρούς μας. Αν εξαιρέσουμε τον Συνασπισμό και κάποιες άλλες συλλογικές ή ατομικές περιπτώσεις, όλες οι αντιπαραθέσεις εγκλωβίστηκαν στο σχήμα πατριώτες-πουλημένοι.
Νεοσυντηρητισμός της άγριας Δύσης
Από το 2008, κυρίως από το 2010 και μετά, αυτός ο υπερήφανος νεοφιλελεύθερος εθνικισμός της προηγούμενης περιόδου μεταλλάχθηκε σε έναν αμυντικό νεοφιλελεύθερο εθνικισμό: η ανεπάρκεια των ελληνικών κυβερνήσεων να ανταποκριθούν στο ρόλο που οι ίδιες είχαν αναλάβει, δηλαδή της εμπέδωσης του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα και στον περίγυρό της, τις υποχρέωσε να αλλάξουν γραμμή και να μετατρέψουν την ελληνική κοινωνία σε άγρια Δύση. Ο τρόμος για την ευρωπαϊκή (=νεοφιλελεύθερη) επιβίωση της Ελλάδας υπαγόρευσε την αμυντική ανασυγκρότηση του έθνους, εσωτερικά και εξωτερικά, ώστε να ξαναβρεί τους τρόπους να πλουτίσει εναντίον αυτών που της τρώνε τον πλούτο: τον εχθρό, εσωτερικό (τα κατώτερα στρώματα και οι μετανάστες) και εξωτερικό (κυρίως η Τουρκία).
Στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και της ραγδαίας φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, συνθήκη που προοιωνίζεται ταξική συνειδητοποίηση και ταξικές αντιπαραθέσεις, ο νεοσυντηρητισμός και ο εθνικισμός αποτελούν τις κρίσιμες αποσκευές για την πολιτική της νεοφιλελεύθερης ελίτ. Σε αυτό το πλαίσιο ανακαλύφθηκε ότι το έθνος κινδυνεύει λόγω της έλλειψης τάξης και ασφάλειας, κυρίως λόγω των απεργών και πάντα των μεταναστών. Ανακαλύφθηκε επίσης και η νέα πηγή προς πλουτισμό: οι υποθαλάσσιοι φυσικοί πόροι. Η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ προβάλλεται από όλη την ελληνική «σόουμπιζ» (πολιτικούς, δημοσιογράφους, «ειδικούς») ως η γη της επαγγελίας: ο αιώνιος εχθρός του έθνους –η Τουρκία- που δεν επιτρέπει την ανακήρυξή της, αναβαθμίζεται σε υπονομευτή της εθνικής επιβίωσης. Ενώ λοιπόν το θέμα είχε μπει στο συρτάρι για αρκετό καιρό –μάλλον επειδή τότε δεν συνέφερε τις ελίτ να εμπλακούν σε αντιπαραθέσεις με την Τουρκία- ξαφνικά έγινε η λύση των προβλημάτων της χώρας.
Σε αυτό το σημείο καλό θα ήταν να ξεχωρίσουμε δύο προβλήματα: άλλο είναι τα ανοικτά ελληνοτουρκικά ζητήματα (ανάμεσα σε αυτά και η ΑΟΖ), τα οποία χρήζουν αντιμετώπισης σε διεθνές πλαίσιο, κι άλλο είναι η επαναφορά της παλιάς δοκιμασμένης συνταγής του εθνικού εχθρού στην πιο κρίσιμη στιγμή της ελληνικής κοινωνίας, όπου ο αντίπαλος είναι ιδεολογικός, ταξικός και πολιτικός. Το ζήτημα της ΑΟΖ πρέπει να επιλυθεί, αλλά η ελληνική κοινωνία δεν έφτασε στην καταστροφή λόγω μη ανακήρυξης της ΑΟΖ. Η μετατροπή της Μεσογείου, και κυρίως του Αιγαίου, σε άγρια Δύση προς άγραν χρυσού δεν θα λύσει κανένα άμεσο, θεσμικό και πολιτικο-οικονομικό πρόβλημα, πολύ περισσότερο που η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων εντάσσεται στη νεοφιλελεύθερη λογική της απόλυτης εκμετάλλευσης, επενδυμένης με όλη τη συμβολική κληρονομιά των εθνικών εχθρών.
Αριστερή εξωτερική πολιτική
Η διαμόρφωση μιας αριστερής εξωτερικής πολιτικής εξαρτάται άμεσα από τη σθεναρή διεκδίκηση του επαναπροσδιορισμού του «ποιοι είμαστε». Η σημαντικότερη γραμμή αντίστασης της κοινωνίας δεν είναι ένα έθνος-κράτος όπως ορίζεται από μια συγκεκριμένη τάξη, άχρονα και αδιαφοροποίητα ιδεολογικά και πολιτικά, σύμφωνα με τα δικά της συμφέροντα και το δικό της εκλαϊκευμένο εθνικό πρόγραμμα. Η επιβίωση στην ευρωπαϊκή και παγκοσμιοποιημένη, δύσκολη πραγματικότητα στην οποία ζούμε απαιτεί ένα έθνος-κράτος εξωστρεφές, το οποίο προτάσσει απέναντι στον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο εθνικισμό (εσωτερικό και εξωτερικό), απέναντι στους νομαδικής καταγωγής δεσμούς «αίματος, οικογένειας, γενιάς ή θρησκείας» τους δεσμούς εδαφικών, πολιτικών και κοινωνικών συναφειών. Για να (ξανα)δούμε τη γύρω μας πραγματικότητα, για να ξαναδούμε τη θέση μας πρώτα στη γειτονιά μας και μετά στον κόσμο, πρέπει να ξαναδούμε την εθνική μας πραγματικότητα. Να την ξαναδούμε ως μια σύνθετη πραγματικότητα, που συγκροτείται πλέον και από άλλους πληθυσμούς οι οποίοι δεν μοιράζονται μαζί μας το «όμαιμον» και το «ομότροπον», αλλά αγωνίζονται μαζί μας για την επιβίωση. Ο επαναπροσδιορισμός της εθνικής μας κοινότητας στις πολύπλοκες διαστάσεις της θα επιτρέψει την ανάδειξη των βαλκανικών καταρχάς, των ευρωπαϊκών και, από εκεί και πέρα, των παγκόσμιων συμμαχιών μας.
Ο τρόπος που συνδιαλέγεται κανείς στο εθνικό επίπεδο υποδεικνύει και τους τρόπους με τους οποίους συνομιλεί με τους συμμάχους, αλλά και με τους εθνικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς αντίπαλους. Ένα νέο «βαλκανικό» και «νοτιοευρωπαϊκό σύμφωνο», βασισμένο στα κοινά, κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά συμφέροντα, είναι αυτά που επιτρέπουν στην Ελλάδα, από τη μια μεριά, να συνομιλήσει με την ευρωπαϊκή και διεθνή ηγεσία, όχι ως εθνική ιδιαιτερότητα, αλλά στο όνομα μιας ευρύτερης ενότητας, η οποία δεν αποτελεί τη σκοτεινή πλευρά του ευρωπαϊκού φεγγαριού, αλλά ένα μέρος του ίδιου ωστόσο φεγγαριού. Της επιτρέπει από την άλλη να αντιμετωπίσει συνασπισμένα τις απειλές από τις γύρω χώρες (και από την Τουρκία). Ο Γερμανός, ο Γάλλος, ή οποιοσδήποτε αριστερός ή πράσινος της Ευρώπης απολύτως θα συμμεριστεί τις εθνικές-κοινωνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας απέναντι σε οποιοδήποτε κράτος την απειλεί. Δεν πρόκειται όμως ποτέ να κατανοήσει γιατί η Ελλάδα βρίσκεται σε τέτοια διαμάχη με τη ΦΥΡΟΜ ή ότι ο εθνικός της εχθρός, γενικώς και αιωνίως είναι η Τουρκία.
Είναι τουλάχιστον φαιδρό λοιπόν να θεωρεί κανείς –τουλάχιστον αριστερός- ότι απέναντι στην ανάπτυξη του αλβανικού για παράδειγμα εθνικισμού απαντάει με πόλεμο. Είναι άκρως επικίνδυνο να θεωρεί κανείς –τουλάχιστον αριστερός- ότι η λύση των προβλημάτων με την Τουρκία είναι ο πόλεμος ή οι ευφάνταστες συμμαχίες με τους εχθρούς των εχθρών μας.
Υπάρχει μια ιδεολογική ανακολουθία πολλές φορές σε τμήματα της Αριστεράς. Ενώ έχει έναν απολύτως ιδεολογικό λόγο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων, όταν πρόκειται για τα περίφημα εθνικά, δανείζεται την εθνικιστική ρητορεία, την οποία επενδύει με αριστερή ιδεολογία. Η Τουρκία δεν είναι ο εσαεί εθνικός εχθρός, επειδή είναι δάκτυλος του ιμπεριαλισμού, τον οποίο εμείς μαχόμαστε ως αντιϊμπεριαλιστές. Αυτή η ρητορεία νομιμοποιεί και τους εξοπλισμούς, αλλά και την ενίσχυση ακροδεξιών κομμάτων στην κοινωνία. Δεν υπάρχει ούτε αντιϊμπεριαλιστικός εθνικισμός, ούτε αμυντικός, πατριωτικός εθνικισμός. Η αριστερά, για να αλλάξει τα πάντα στο εσωτερικό, οφείλει να ξεμπερδέψει οριστικά με τον εθνικισμό. Το έθνος δεν αποδομείται εξαιτίας της αντίστασης κατά του εθνικισμού και του ρατσισμού. Το έθνος αποδομείται από τον νεοσυντηρητισμό και από τον παραδοσιακό ή νεοφιλελεύθερο εθνικισμό. Με αυτή την έννοια, η εξωτερική πολιτική είναι προϊόν της ανασυγκρότησης με πολιτικούς, ιδεολογικούς, εδαφικούς και εξωστρεφείς όρους της συνείδησης του «συνανήκειν».
[Δημοσιεύτηκε στην Εποχή.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου