Η κρίσιμη
κατάσταση στη Συρία, και εν γένει στη Μέση Ανατολή, και η σπουδή με την
οποία η ελληνική κυβέρνηση συντάχθηκε με τις ΗΠΑ θέτουν επιτακτικά το
ερώτημα: Τι είδους εξωτερική πολιτική έχει η χώρα; Το δόγμα που με
υπερηφάνεια διακινεί η κυβέρνηση («η Ελλάδα παράγοντας σταθερότητας και
ειρήνης στην περιοχή») είναι κενό περιεχομένου, καλύπτοντας με στόμφο
μια εντελώς ετεροπροσδιορισμένη, αντιδημοκρατική, και γι’ αυτό επικίνδυνη πολιτική.
Τα κόμματα εξουσίας (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ) τις τελευταίες δεκαετίες δεν
παράγουν πολιτική, ούτε εσωτερική ούτε εξωτερική. Η ελληνική κυβέρνηση
σήμερα επικαιροποιεί, σε νεοφιλελεύθερη εκδοχή, την παλαιά λογική των
Προστάτιδων Δυνάμεων, με τις οποίες το εθνικό συμφέρον πρέπει να συμπλέει.Η
ικανότητα της κυβέρνησης εξαρτάται από τον βαθμό καλής διερμηνείας της
πολιτικής των Προστάτιδων σε μια αντιδημοκρατική, εθνικιστική διάλεκτο.
Ένα έργο που έχει παιχτεί πολλές φορές, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα,
οδηγώντας τους μεν πολλούς σε εθνική καταστροφή, τους δε λίγους σε υψηλές πράξεις σωτηρίας!
Η εξωτερική
(και η εσωτερική) πολιτική της προσκόλλησης σε προστάτες, παρά τα εύσημα
του ρεαλισμού που διεκδικεί, είναι ανεδαφική, αντεθνική και επικίνδυνη.
Καταρχάς, διαμορφώνεται με τους γεωστρατηγικούς όρους και τα συμφέροντα
του προστάτη, και όχι του μικρού εθνικού κράτους στο πλαίσιο της
γειτονιάς του. Η ένταξη του εθνικού συμφέροντος στη γεωστρατηγική μιας
Δύναμης το καθιστά ανεδαφικό, αποϊστορικοποιημένο και
αποϊδεολογικοποιημένο: ενώ έχει οριστεί σε ιμπεριαλιστικό πλαίσιο, έχει
αυτονομηθεί, αποκτώντας μια δική του εθνική ιστορικότητα που πρέπει να
εμπνέει την εξωτερική πολιτική. Έτσι, η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται
με τη ρητορική ενός μεγάλου εθνικού συμφέροντος (της ισχυρής Ελλάδας),
και διεκδικείται με την παθητικότητα και την υποταγή που επιβάλλουν τα
συμφέροντα της Προστάτιδας Δύναμης. Η ελληνική εξωτερική πολιτική, εν
ολίγοις, διαμορφώνεται στο πλαίσιο του ρόλου του μικρομέγαλου, σε
ανταγωνισμό με τον κατεξοχήν μικρομέγαλο της περιοχής: την Τουρκία. Η
κυβέρνηση σήμερα θεωρεί ότι με το νέο μεγάλο όραμα –άξονας
«Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας»– η ρακένδυτη Ελλάδα θα γίνει ξανά ισχυρή χώρα,
μαζί με την Τουρκία, και εναντίον της συνάμα. Συμμερίζεται λοιπόν πλήρως
αλλά και ανταγωνίζεται το ηγεμονικό, νεοφιλελεύθερο όραμα του Ερντογάν
για την περιοχή (και για την Ελλάδα), και με αυτό το κριτήριο σύρεται
πίσω από τη Γερμανία, σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική, και πίσω από
τις ΗΠΑ, σε ό,τι αφορά την εξωτερική.
Εξωτερική πολιτική και Αριστερά
Στη Μέση
Ανατολή παίζονται εδώ και χρόνια, με διαφορετικούς τρόπους και
ιστορικότητες, οι ίδιες αξίες που παίζονται και στη χώρα μας σήμερα:
δημοκρατία, δικαιοσύνη και ειρήνη. Το ερώτημα που τίθεται γιατί τα
κινήματα στη Μέση Ανατολή, ενώ ξεκινούν από καταπιεσμένους και φτωχούς,
συσπειρώνοντας μεσαία, προοδευτικά και αντικαθεστωτικά στρώματα, τελικά
«θρησκειοποιούνται». Και αντί να οδηγήσουν στη δημοκρατία και τη
χειραφέτηση οδηγούνται σε «θρησκευτικούς εμφυλίους». Η απάντηση μπορεί
να αναζητηθεί στους τρόπους με τους οποίους εξακολουθεί να συνδιαλέγεται
η «Δύση» (όπου και η Ρωσία και η Κίνα, όχι μόνο η ΗΠΑ και η ΕΕ, καθώς
και οι τοπικοί δορυφόροι τους) με αυτή την περιοχή: με όρους μετώπων στη
βάση φυλετικών και θρησκευτικών διαιρέσεων, όρους δηλαδή που
υπονομεύουν τη δημοκρατία και επιτρέπουν την αναπαραγωγή ντόπιων
πατερναλιστικών δυνάμεων, η εξουσία των οποίων –είτε σε αμοιβαιότητα
είτε σε σύγκρουση με τη «Δύση»– ενισχύεται.
Βασικό
κλειδί για τον εκδημοκρατισμό και την ειρήνη, την αποθρησκειοποίηση της
πολιτικής ζωής σε όλη τη Μέση Ανατολή, την εξουδετέρωση των προστάτιδων
και πατερναλιστικών δυνάμεων, ντόπιων και διεθνών, είναι η λύση του
Παλαιστινιακού με δημοκρατία και δικαιοσύνη, και για τους δύο λαούς. Κι
αυτό γιατί το Παλαιστινιακό είναι «ο ιερός τόπος» αναπαραγωγής του
φυλετισμού και των θρησκευτικών διαιρέσεων, ο «ιερός τόπος» αναπαραγωγής
του παγκόσμιου και τοπικού ηγεμονισμού. Χωρίς τη λύση του, κάθε
συζήτηση για τη Μέση Ανατολή είναι άνευ νοήματος. Θα παραμένει το
«ευέλικτο ταμπόν» που προσαρμόζεται, με συγκρούσεις ή επιβεβλημένη
ειρήνη, στις αντιπαραθέσεις των μεγάλων και μικρών δυνάμεων.
Μια
αντιιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική της Αριστεράς έχει ως προϋπόθεση
τη διαμόρφωση μετώπων βάσει αρχών –δημοκρατία, δικαιοσύνη, ειρήνη–, και
όχι στη βάση του ποιος πολεμά αποτελεσματικότερα τον κατεξοχήν
ιμπεριαλιστή, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Ούτε η «Δύση» ούτε ο ιμπεριαλισμός
έχουν σήμερα ένα και μοναδικό πρόσωπο: για την Αριστερά αυτό πρέπει να
είναι ξεκάθαρο, διαφορετικά αναπαράγει εξ αριστερών τη λογική της
Προστάτιδας Δύναμης. Η αριστερή εξωτερική πολιτική πρέπει να στοχεύει σε
δύο κατευθύνσεις: στο κινηματικό και στο θεσμικό, σε πλήρη
αμοιβαιότητα. Σε κινηματικό επίπεδο, ιδίως σε ό,τι αφορά τη Μέση
Ανατολή, χρειάζεται σύσφιξη σχέσεων, εκτός όλων των άλλων, με το
γυναικείο κίνημα, όσο και όπου υπάρχει, αλλά και προσπάθεια ανάδειξης
–και με τη σύμπραξη της ευρωπαϊκής Αριστεράς– τέτοιων κινημάτων και
ζητημάτων. Η δημοκρατία, επομένως ο αντιιμπεριαλισμός στη Μέση Ανατολή,
περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, περνά από τη χειραφέτηση των γυναικών.
Ταυτόχρονα, η δράση του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς για
την εκ βάθρων αλλαγή των όρων συγκρότησης του διαλόγου με την περιοχή
μας αποτελεί προτεραιότητα. Ο διάλογος με όρους οριενταλιστικών
στερεοτύπων, που οξύνουν τις θρησκευτικές, εθνικές και φυλετικές
αντιθέσεις ή δημιουργούν «ζώνες επιρροής» ανάλογα με ηθικού τύπου
χαρακτηριστικά κάθε χώρας, ενισχύουν τον αυταρχισμό στην Ε.Ε.,
δημιουργώντας τον απαραίτητο κατακερματισμό για τη διείσδυση του
νεοφιλελευθερισμού και του ιμπεριαλισμού στην περιοχή.
Σε θεσμικό επίπεδο, ο ΟΗΕ μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό πεδίο διεκδίκησης μιας άλλης
πολιτικής. Παρά την καταρράκωση του κύρους του λόγω της σύμπλευσής του
με τον ιμπεριαλισμό, αποτελεί ωστόσο τον παγκόσμιο θεσμό όπου η Αριστερά
πρέπει να δώσει μάχη, σε συμμαχία με τις χώρες που διεκδικούν
δημοκρατία, δικαιοσύνη και ειρήνη, αλλά και υπό την πίεση των
αντιιμπεριαλιστικών και φιλειρηνικών κινημάτων. Η μάχη πρέπει να δοθεί για τον ΟΗΕ αλλά και στον
ΟΗΕ, για τη δημοκρατία και την ειρήνη στην περιοχή μας. Στον ΟΗΕ, όχι
σε ρόλο Προστάτιδας Δύναμης του εθνικού συμφέροντος (όπως τον
αντιμετωπίζουν συνήθως οι ελληνικές, αλλά και οι κυπριακές κυβερνήσεις),
αλλά ως πεδίο άσκησης δικαίου.
Για να
ορίσουμε ωστόσο τα πεδία και τα μέσα μιας αντιιμπεριαλιστικής πολιτικής
πρέπει να προσδιορίσουμε την εξωτερική πολιτική όχι με όρους εθνικού συμφέροντος,
έτσι όπως το όρισαν οι κυρίαρχες δυνάμεις στο πλαίσιο του
ιμπεριαλισμού, του Ψυχρού Πολέμου και της εθνικοφροσύνης, αλλά με όρους
δημοκρατίας, δικαίου και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αν το αίτημα είναι
δημοκρατία και δικαιοσύνη στην Ελλάδα και την περιοχή –και όχι ισχυρή Ελλάδα– τότε
η εξωτερική πολιτική πρέπει να επαναπροσδιοριστεί με βάση αυτές τις
αρχές, και όχι οι αρχές να κόβονται και να ράβονται στα μέτρα κάποιου
αναλλοίωτου εθνικού συμφέροντος. Η εξωτερική πολιτική είναι
προϊόν πολιτικών αποφάσεων, που έχουν ληφθεί δημοκρατικά, και όχι υπακοή
σε μια ιερή εντολή που ορίζεται με θρησκευτικούς ή φυλετικούς όρους.
Η
αντιιμπεριαλιστική πολιτική δεν συγκροτείται με γνώμονα την αντιπαράθεση
στους αντιπάλους του εθνικού συμφέροντος. Αυτό οδηγεί μοιραία σε
αναζήτηση Προστάτιδας Δύναμης, υπονομεύοντας το διάβημα για τη
συγκρότηση μιας αντιιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής. Το Κυπριακό,
τα ελληνοτουρκικά, η ονομασία της ΠΓΜΔ αποτελούν μείζονα ζητήματα
εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, από την έκβαση των οποίων εξαρτάται
η θέση της χώρας στην περιοχή αλλά και στη διεθνή κοινότητα. Η λύση
τους δεν μπορεί να υπαγορεύεται από ένα «εθνικό δίκαιο» –έστω κι αν αυτό
βαφτίζεται αριστερός πατριωτισμός– που υπακούει στη λογική και
τις ανάγκες του ’50. Όταν η Αριστερά διεκδικεί, για παράδειγμα, διζωνική
δικοινοτική ομοσπονδία στην Κύπρο, πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό
προϋποθέτει ευθύ χτύπημα στον εθνικισμό και το εθνικό συμφέρον που
παράχθηκε στο πλαίσιό του.
Η
χειραφέτηση, η ελευθερία και η ανεξαρτησία, ο αντιιμπεριαλισμός
προϋποθέτουν, εντέλει, την ανάληψη της ευθύνης της Ιστορίας. Η Αριστερά
είναι η δύναμη που μπορεί να κινητοποιήσει τους ανθρώπους ώστε να
αντιμετωπίζουν την Ιστορία και τις διακυμάνσεις της ως ανοικτό πεδίο
διεκδικήσεων, και όχι ως μοίρα. Η διεκδίκηση του αναλλοίωτου εθνικού
συμφέροντος φτιάχνει εθνική μοίρα, η διεκδίκηση δημοκρατίας για τα
θέματα πολιτικής –εσωτερικής και εξωτερικής– φτιάχνει Ιστορία.
Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της εφημερίδας Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου