Ο Γλαύκος Κληρίδης ανήκε στη «νέα» γενιά των κύπριων
πολιτικών, που εμφανίστηκαν την εποχή της ΕΟΚΑ και
γεννηθήκαν πολιτικά μαζί με την Ανεξαρτησία της Κύπρου το
1959. Ήταν, λοιπόν, «ανεξαρτησιακός» πολιτικός, έτσι όπως την
Ανεξαρτησία την όριζε εκείνη την εποχή ο εθναρχισμός του
Μακάριου σε συμφωνία με τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ, καθώς
επίσης και η Ελλάδα και οι συσχετισμοί στο νατοϊκό στρατόπεδο.
Ο Κληρίδης, λοιπόν, ακούμπησε στα πρώτα βήματα της
πολιτικής του ζωής σε δύο πολιτικό-πολιτισμικά
περιβάλλοντα: ένα «εθναρχικό», στο οποίο οι ρίζες της
ανεξαρτησιακής ταυτότητας βυθίζονταν ιστορικά στα
αλυτρωτικά σχήματα της εθνικοφροσύνης και της Ένωσης, και σε
ένα διεθνές και ελληνικό περιβάλλον, στο οποίο η
ανεξαρτησιακή ταυτότητα φτιαχνόταν από τα υλικά των
συμφερόντων μεγάλου μέρους της «εκσυγχρονιστικής» αστικής
τάξης αλλά και του διεθνούς ρεαλισμού. Ωστόσο, ωρίμασε
πολιτικά μέσα στις δύσκολες συνθήκες του ανεξάρτητου
κράτους, στο οποίο κατείχε πρωταγωνιστική θέση, ως ο επί
πολλά χρόνια πρόεδρος της κυπριακής Βουλής, αλλά και ως ο
εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας στις
δικοινοτικές συνομιλίες, μεταξύ 1968 και 1974.
Το σχήμα της εθναρχικής ανεξαρτησίας του Μακάριου, μέσα από το οποίο αναπαράγονταν οι αδράνειες ενός μακρού, εθνοθρησκευτικού παρελθόντος, δημιουργούσε γι’ αυτό τον αστό πολιτικό επικίνδυνες επιπλοκές, με θανάσιμες παγίδες. Ο Κληρίδης ανέπτυσσε την ταυτότητα του Έλληνα αστού πολιτικού της Κύπρου, για τον οποίο το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος έπρεπε να εκσυγχρονίζεται εναρμονισμένο με τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους, όπως αυτά διαμορφώνονταν στο πλαίσιο του δυτικού στρατοπέδου. Όσο η ελληνική, αστική τάξη της Κύπρου παρέμενε αδύναμη, κατακερματισμένη και διχασμένη ανάμεσα στον Μακάριο και τον Γρίβα, ο Κληρίδης παρέμενε αφοσιωμένος στον Μακάριο και την εθναρχική ανεξαρτησία, κι αυτό παρά τη διαφωνία του σε μείζονα θέματα, όπως αυτό της, μονομερούς και χωρίς τη συναίνεση της Ελλάδας, αναθεώρησης των 13 σημείων του κυπριακού Συντάγματος.
Το σχήμα της εθναρχικής ανεξαρτησίας του Μακάριου, μέσα από το οποίο αναπαράγονταν οι αδράνειες ενός μακρού, εθνοθρησκευτικού παρελθόντος, δημιουργούσε γι’ αυτό τον αστό πολιτικό επικίνδυνες επιπλοκές, με θανάσιμες παγίδες. Ο Κληρίδης ανέπτυσσε την ταυτότητα του Έλληνα αστού πολιτικού της Κύπρου, για τον οποίο το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος έπρεπε να εκσυγχρονίζεται εναρμονισμένο με τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους, όπως αυτά διαμορφώνονταν στο πλαίσιο του δυτικού στρατοπέδου. Όσο η ελληνική, αστική τάξη της Κύπρου παρέμενε αδύναμη, κατακερματισμένη και διχασμένη ανάμεσα στον Μακάριο και τον Γρίβα, ο Κληρίδης παρέμενε αφοσιωμένος στον Μακάριο και την εθναρχική ανεξαρτησία, κι αυτό παρά τη διαφωνία του σε μείζονα θέματα, όπως αυτό της, μονομερούς και χωρίς τη συναίνεση της Ελλάδας, αναθεώρησης των 13 σημείων του κυπριακού Συντάγματος.
Στην εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο των δικοινοτικών συνομιλιών (1968-1974), όπου το παρακράτος δρούσε ανεξέλεγκτο και η ελληνική χούντα με τα κυπριακά της παρακλάδια απλωνόταν σε αυτό, ενώ ο Μακάριος αδυνατούσε να κατανοήσει τη σημασία, σε εκείνες τις δύσκολες συνθήκες, που είχε για το κυπριακό κράτος η «επανίδρυσή» του ως δικοινοτικού, ο Κληρίδης έκανε τη ρήξη. Μαζί με τον Τάσσο Παπαδόπουλο και τον Πολύκαρπο Γεωρκάτζη και με τη στήριξη μελών της ισχυρής, χάρη στο κράτος, αστικής τάξης και του αγροτικού κόσμου στον οποίο ο Γεωρκάτζης έλεγχε όλα τα εθνικιστικά σωματεία, αποφάσισε το 1969 να συνενώσει τα κατακερματισμένα κομμάτια του αστικού, πολιτικού κόσμου. Ίδρυσε το «Ενιαίο Κόμμα» με «κεντροδεξιό πολιτικό προσανατολισμό», κατά τη διατύπωσή του, και με σαφέστατα «φιλοδυτικό», επομένως αντικομμουνιστικό προσανατολισμό. Η ίδρυση αυτού του κόμματος αποτέλεσε τομή για την κυπριακή πολιτική ζωή, πολύ περισσότερο που το μοναδικό πολιτικό κόμμα που υπήρχε στην Κύπρο, ήδη από το 1941, ήταν το ΑΚΕΛ. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τον αριστερό χώρο, ο οποίος ορίστηκε ιστορικά στην Κύπρο έξω από τον εθναρχικό χώρο, άλλοτε σε σφοδρή σύγκρουση με αυτόν άλλοτε σε συμμαχία (από το 1960 και μετά), ο δεξιός πολιτικός χώρος υπήρχε χάρη στον εθναρχισμό, κάτω από τα ράσα της Εκκλησίας.
Δεξιός χώρος έξω από τον εθναρχικό
Υπό την απειλή, λοιπόν, ότι το ΑΚΕΛ ελέγχει τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο και με δεδομένο ότι ο εθναρχικός ρόλος του Μακάριου ήταν πλέον διαπραγματεύσιμος, ο Κληρίδης αποφάσισε τη σχετική αυτονόμηση της αστικής δεξιάς από το εθναρχικό μέτωπο. Όπως ο ίδιος εξηγεί: «είχα τη βεβαιότητα ότι η κατάσταση ήταν πολιτικά αρρωστημένη […]. Είχα επίσης την άποψη ότι ο ρόλος της εκκλησίας στην πολιτική ζωή του τόπου έπρεπε να επαναπροσδιορισθεί. Πίστευα ότι αν και η εκκλησία είχε δικαίωμα να έχει φωνή στα πολιτικά πράγματα, ωστόσο δεν έπρεπε να είναι η κυρίαρχη φωνή ή εξουσία στην πολιτική ζωή της Κύπρου, […] ότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο της πολιτικής ζωής και ότι ήταν απαράδεκτο το ένα και μοναδικό κόμμα να είναι της αριστεράς, τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, οι οποίοι δεν ήταν αριστεροί, δεν είχαν πολιτικά κόμματα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται έτσι πολιτικά καθυστερημένοι και με μεσαιωνική αντίληψη και νοοτροπία» (Η Κατάθεσή μου, τ. 2, σς. 329-330). Για πρώτη φορά, λοιπόν, η δεξιά στην Κύπρο όρισε το δικό της πολιτικό χώρο, έξω από τον εθναρχικό της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Αυτό το δεξιό, «εκσυγχρονιστικό» κόμμα που συσπείρωσε μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης της Κύπρου, αλλά και όλα τα ακρο-δεξιά, εθνικιστικά σωματεία και συλλόγους της Κύπρου, έγινε φορέας μιας λαϊκής, εθνικιστικής ιδεολογίας, για την οποία ο αγώνας της ΕΟΚΑ συνιστούσε τη μεγάλη τομή. Τα αστικά στρώματα, λοιπόν, της Κύπρου αποφάσισαν με αυτό το κόμμα να σημασιοδοτήσουν και να διαχειριστούν την ελληνικότητα σε κυπριακό πλαίσιο, ως προνομιακοί εντολοδόχοι της Μητέρας Πατρίδας. Σε αυτή την ιδεολογία, όποιο κόμμα ήταν κατά της Ελλάδας, ήταν ανθελληνικό και αμφισβητούσε την ίδια την ταυτότητα των Ελληνοκυπρίων. Η αιώνια Ελλάδα έγινε η πηγή της νομιμοποίησης της κυπριακής, αστικής δεξιάς και η απόδειξη του προδοτικού χαρακτήρα του αριστερού αντίπαλου: του ΑΚΕΛ. Ο Κληρίδης με το κόμμα που ίδρυσε έθεσε με κοσμικούς όρους το όριο της διαίρεσης ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά.
Μετά την τουρκική εισβολή
Το ελληνικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή στη Κύπρο ανέτρεψαν, βίαια και οδυνηρά, την προηγούμενη πραγματικότητα. Τα αστικά στρώματα βρέθηκαν και πάλι διασπασμένα και κατακερματισμένα πολιτικά. Ένα μέρος των αστικών στρωμάτων αποφάσισε να συγκροτήσει ένα κεντρώο κόμμα (Δημοκρατικό Κόμμα –ΔΗΚΟ), του οποίου η κύρια ταυτότητα ήταν αυτή του πιστού και αμετακίνητου κληρονόμου της μακαριακής κληρονομιάς. Το κόμμα αυτό αναλάμβανε το ρόλο του αναπαραγωγού με κοσμικούς όρους του εθναρχισμού, σύμφωνα με τον οποίο το κράτος έπρεπε να είναι ανεξάρτητο αλλά εθναρχικό. Ο Κληρίδης, αντιθέτως, αποφάσισε να συγκροτήσει εκ νέου τη δεξιά, ιδρύοντας το 1976 ένα νέο κόμμα –τον Δημοκρατικό Συναγερμό (ΔΗΣΥ)– στο οποίο συμμετείχαν πολλά από τα στελέχη του προηγούμενου κόμματος και άλλων προπολεμικών κομμάτων. Το νέο αυτό κόμμα, φτιαγμένο από πολλά από τα παλιά υλικά του προηγούμενου κόμματος, γινόταν φορέας μιας εκσυγχρονιστικής, δυτικόστροφης και πάντα αντικομουνιστικής δεξιάς, της οποίας η αποστολή ήταν: «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω». Η λύση του κυπριακού με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ και σε αγαστή σύμπνοια με τις ελληνικές κυβερνήσεις έγιναν η σημαία του ΔΗΣΥ.
Ο εθνικισμός και ο εκσυγχρονισμός αποτέλεσαν τα συγκολλητικά στοιχεία της παλιάς και της νέας δεξιάς ταυτότητας: το βολικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο για όλα έφταιγε η ελληνική χούντα, εξάγνισε τους κύπριους συνεργάτες της χούντας, και επέτρεψε στις εκσυγχρονιστικές ομάδες να ξαναφτιάξουν ένα μεγάλο χρόνο, στον οποίο όλοι οι καλοί Έλληνες της Κύπρου χώραγαν. Από την άλλη μεριά, η εισβολή αποδόθηκε στη βαρβαρότητα της Τουρκίας, αλλά και στα «λάθη» της τότε κυπριακής ηγεσίας. Το οδυνηρό παρελθόν σκεπάστηκε και όλα ξεκίναγαν από το ’74 και μετά. Ο Κληρίδης, δεξιός, εκσυγχρονιστής πολιτικός, δεν προσπάθησε να συνδέσει την ομοσπονδία με τη λαϊκή ιδεολογία, να την καταστήσει αξία αυτής της λαϊκής κουλτούρας. Ανήκε σε αυτή την κυπριακή αστική τάξη, για την οποία η ομοσπονδία ήταν ένα επίκτητο, ρεαλιστικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, καταρχάς αποδεκτό από την Ελλάδα και το δυτικό κόσμο. Δεν εγγραφόταν πουθενά στην κυπριακή ιστορία. Ο ρεαλισμός του συμπυκνωνόταν στο δόγμα της σύμπραξης με την Ελλάδα, σε αρμονία με το δυτικό, διεθνές περιβάλλον.
Σημαντικός ηγέτης
Στην πρώτη προεδρία του (1993-1998), η ρεαλιστική πολιτική που ασκούσε του επέτρεψε να αποδεχτεί τις δικοινοτικές συνομιλίες. Συγχρόνως, όμως, του επέβαλε την πλήρη αποδοχή και σύμπλευση με το ενιαίο αμυντικό δόγμα του Γερ. Αρσένη που ακύρωνε την ομοσπονδία. Στη δεύτερη προεδρία του (1998-2002) ωστόσο, ειδικά προς το τέλος, ο Κληρίδης έκανε τη μεγάλη ρήξη στην πολιτική ζωή του. Με τη θέση που πήρε υπέρ του σχεδίου Ανάν, ανέτρεψε τη δεξιά ατζέντα: κατέστησε για πρώτη φορά τη συνύπαρξη με τους Τουρκοκύπριους σε ένα ομόσπονδο κράτος δομικό στοιχείο της ταυτότητας των Ελληνοκύπριων. Ακόμη κι αν αυτό υπαγορεύτηκε από ένα ρεαλισμό που η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου και η πολιτική της Ελλάδας υπέβαλαν, δεν μειώνει καθόλου τον ανατρεπτικό χαρακτήρα μιας θέσης έξω εντελώς από τον πολιτισμικό ορίζοντα της δεξιάς.
Δεν ξέρω αν ο Κληρίδης ήταν μεγάλος πολιτικός. Ένα είναι βέβαιο, ωστόσο. Ήταν ένας πολιτικός της εποχής του, που δεν θέλησε να οικειοποιηθεί κανέναν εθναρχικό ρόλο για να μείνει στην ιστορία ως μεγάλος ηγέτης. Αναμετρήθηκε με την ιστορία με τα όπλα της ιδεολογίας του και της πολιτικό-πολιτισμικής ταυτότητάς του. Αυτό τον καθιστά σημαντικό ηγέτη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου