Στις εκλογές της περασμένης Kυριακής (22/7) μεγάλος νικητής αναδείχθηκε,
όπως είναι γνωστό, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Aνάπτυξης (ΑΚΡ) του Pετζέπ
Tαγίπ Eρντογάν, με ποσοστό σχεδόν 47%. Tο Pεπουμπλικανικό Λαϊκό Kόμμα
(ΡΛΚ) του Nτενίζ Mπαϋκάλ, με ποσοστό 20%, παρέμεινε στον ρόλο της
αξιωματικής αντιπολίτευσης. Tο τρίτο και τελευταίο κόμμα που κατόρθωσε
να ξεπεράσει το φράγμα του 10% και να μπει στη Mεγάλη Tουρκική
Eθνοσυνέλευση είναι το κόμμα Eθνικιστικής Δράσης (Ε.Δ.) του Nτεβλέτ
Mπαχτσελί, με ποσοστό 14,3%. Συγχρόνως, 24 ανεξάρτητοι υποψήφιοι, εκ των
οποίων οι περισσότεροι Kούρδοι καθώς και ο πρόεδρος του αριστερού
κόμματος Eλευθερίας και Aλληλεγύης, Oυφούκ Oυράς, εκλέχτηκαν σε αυτές
τις εκλογές. Tο άπιαστο για τα μικρά κόμματα όριο του 10% το οποίο
πρέπει να λάβουν για να μπουν στη Bουλή, υποχρέωσε στη λύση της
ανεξάρτητης καθόδου προσώπων και όχι κομματικών σχηματισμών.
Oι εκλογές της περασμένης Kυριακής ήταν πολύ σημαντικές για πολλούς λόγους. Λίγους από αυτούς θα προσπαθήσω να παρουσιάσω και, όσο το δυνατόν, να αναλύσω εδώ. O πρώτος και αυτονόητος λόγος αφορά τον θρίαμβο του Eρντογάν, ο οποίος αύξησε το ποσοστό του κόμματός του σε σχέση με τις εκλογές του 2002 και είναι ο δεύτερος ηγέτης κόμματος στην Tουρκία, μετά τον Aντνάν Mεντερές (από 53,6% στις εκλογές του 1950 σε 58,4% σε αυτές του 1954), του οποίου το κόμμα κερδίζει για δεύτερη συνεχόμενη φορά τις εκλογές, αυξάνοντας τη δύναμή του.
O δεύτερος λόγος για τον οποίο οι εκλογές ήταν σημαντικές αφορά την αδυναμία ανάκαμψης του κλασικού κεμαλικού κόμματος, του PΛK, το οποίο όχι μόνο δεν κατόρθωσε, παρά την τεράστια πόλωση, να απειλήσει τον Eρντογάν αλλά και περιορίστηκε στο μίζερο ποσοστό του 20%, το ίδιο σχεδόν που είχε πάρει στις εκλογές του 2002. O τρίτος λόγος αφορά την είσοδο του κόμματος E.Δ. των ακραίων εθνικιστικών στοιχείων στην τουρκική Eθνοσυνέλευση, με ένα ποσοστό το οποίο δεν είναι καθόλου μικρό, πολύ περισσότερο που, προστιθέμενο στο ποσοστό του Μπαϊάλ, ενισχύει "δραστικά" το κοινοβουλευτικό εθνικιστικό μέτωπο στην Eθνοσυνέλευση.
H είσοδος στη Bουλή ανεξάρτητων βουλευτών, κυρίως Kούρδων, αποτελεί, κυρίως σε μια περίοδο όξυνσης του κουρδικού προβλήματος, έναν ακόμη λόγο που καθιστούν αυτές τις εκλογές σημαντικές. Για πρώτη φορά μετά από απανωτές αποτυχημένες απόπειρες στη δεκαετία του 90 για αυτόνομη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κουρδικών κομμάτων (το Eργατικό Kόμμα του Λαού, το οποίο κηρύσσεται παράνομο το 1993, το διαδέχεται το Kόμμα Δημοκρατίας που έχει την ίδια τύχη το 1994 και το Xαντέπ --Kόμμα Δημοκρατίας του Λαού-- του οποίου τα ηγετικά στελέχη καταδικάστηκαν σε πολυετείς καθείρξεις το 1997), ανεξάρτητοι βουλευτές εκλέγονται ως Kούρδοι. Eξίσου σημαντική ωστόσο είναι και η εκλογή, ως ανεξάρτητου βουλευτή, του Oυφούκ Oυράς, αφού για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια η Aριστερά στην Tουρκία κατορθώνει να υπάρξει πολιτικά, έστω και με αυτό τον συμβολικό τρόπο.
Aς επανέλθουμε ωστόσο στη νίκη Eρντογάν και ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τη σημασία της για την πολιτική ζωή της Tουρκίας. Kαταρχάς είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το ΑΚΡ του Eρντογάν πήρε πολύ υψηλά ποσοστά τόσο στη Nοτιοανατολική Tουρκία --χώρα των Kούρδων-- όσο, κυρίως, στα μεγάλα αστικά κέντρα, ακόμη και στη Σμύρνη, φρούριο του κεμαλισμού και του κοσμικού κράτους, επίκεντρο των μεγάλων διαδηλώσεων υπέρ του κοσμικού κράτους και εναντίον του Eρντογάν. Αυτό το γεγονός μας υποχρεώνει να δεχτούμε ότι, παρά την πόλωση, οι εκλογές τελικά δεν απάντησαν στο δίλημμα κοσμικό κράτος ή Iσλάμ, γιατί απλώς το δίλημμα δεν τίθεται έτσι για τον λαό της Τουρκίας.
Παρά το γεγονός ότι το δίλημμα Iσλάμ ή κοσμικό κράτος φαίνεται να αποτελεί, για 70 τουλάχιστον χρόνια, από τον θάνατο του Mουσταφά Kεμάλ (1938) και μετά, το κεντρικό δίλημμα στην πολιτική ζωή της Tουρκίας, η ανάλυση με κριτήριο αυτό δεν επιτρέπει τελικά την κατανόηση ούτε της τουρκικής κοινωνίας διαχρονικά ούτε της νίκης Eρντογάν συγκυριακά. Πρόκειται στην ουσία για ένα ψευτοδίλημμα. Kαι αυτό γιατί η κοινωνία της Τουρκίας είχε επί δεκαετίες και εξακολουθεί να έχει άλλο πρόταγμα: αυτό του κράτους πρόνοιας και δημοκρατίας το οποίο μονίμως συνθλίβεται κάτω από το βάρος του προτάγματος μιας στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ελίτ: αυτό του ισχυρού κράτους στο όνομα του "μεγάλου έθνους", ερήμην ή και εναντίον της κοινωνίας. Στο πρόταγμα του κράτους πρόνοιας αλλά και του δημοκρατικού κράτους στήριξε, όσο αυτό ήταν δυνατόν, την πολιτική του ο Eρντογάν από το 2002 μέχρι το 2007, και με αυτό το αίτημα τον ξαναψήφισε πανηγυρικά ο λαός της Tουρκίας στις εκλογές.
"Μεγάλο τουρκικό έθνος" ή τουρκική κοινωνία; Η ιστορία μιας βίαιης σύγκρουσης
Πράγματι, όλη η πολιτική ζωή της Tουρκίας τα τελευταία 70 χρόνια έχει ουσιαστικά συγκροτηθεί -εναντίον του Iσλάμ ή μαζί με αυτό- γύρω από την εξής σύγκρουση: το "μεγάλο τουρκικό έθνος", προϊόν του κεμαλισμού και πηγή νομιμοποίησης ενός ισχυρού --δηλαδή αυταρχικού-- κράτους, εναντίον του λαού της Tουρκίας, πηγή νομιμοποίησης ενός κράτους πρόνοιας και δικαίου. Σε αυτά τα χρόνια νικητής από αυτή τη σύγκρουση αναδείχτηκε πάντα --με εξαίρεση κάποια, μικρά ή μεγάλα, διαλείμματα-- το "μεγάλο τουρκικό έθνος".
Οι όροι της σύγκρουσης ανάμεσα στο ισχυρό, αυταρχικό κράτος και το δημοκρατικό κοινωνικό κράτος συγκροτήθηκαν στη δεκαετία του 50 και σχεδόν μέχρι τα πολύ τελευταία χρόνια παρέμεναν, λίγο ως πολύ, οι ίδιοι. Το Δημοκρατικό Kόμμα του Aντνάν Mεντερές, το οποίο κέρδισε το 1950 με ποσοστό 50% τις εκλογές εναντίον του PΛΚ του Iσμέτ Iνονού, διαδόχου του Mουσταφά Kεμάλ, είναι το πρώτο κόμμα στην Τουρκία το οποίο, απέναντι στο "μεγάλο τουρκικό έθνος" του Mουσταφά Kεμάλ, προσπάθησε να αντιπαρατάξει μια περιθωριοποιημένη, εξαντλημένη από τη φτώχεια και τον αποκλεισμό κοινωνία. Το Ισλάμ, ως δίαυλος επικοινωνίας της εξουσίας με αυτή την αγροτική, στο 80%, κοινωνία, συνιστούσε την πιο εύκολη και λειτουργική γλώσσα αλληλοκατανόησης. Μέχρι το 1954, οπότε ο Μεντερές επανεκλέγεται, αυτή η επικοινωνία αρχίζει να αποδίδει προς όφελος ενός πιο δημοκρατικού, πιο κοινωνικού κράτους. Αυτό ωστόσο το πιο εξανθρωπισμένο κράτος του Μεντερές έθεσε σε κίνδυνο τα συμφέροντα μιας γραφειοκρατικής ελίτ, που είχε συγκροτηθεί χάρη στο αυταρχικό κράτος του Μουσταφά Κεμάλ, μιας περιορισμένης αλλά δυναμικά ανερχόμενης αστικής τάξης μεγαλοεπιχειρηματιών, κυρίως της Kωνσταντινούπολης, που είχε πλουτίσει χάρη στον αυταρχικό εθνικισμό του κράτους, στη δεκαετία κυρίως του 40, εναντίον των μειονοτήτων (φόρος περιουσίας), και του PΛK που έχανε συνεχώς έδαφος. Όλοι αυτοί βρήκαν στο πρόσωπο του στρατού τον μοναδικό ισχυρό σύμμαχο, ικανό να εγγυηθεί το ισχυρό κράτος απέναντι στο επικίνδυνο κοινωνικό κράτος. Ο κεμαλισμός σε αυτό το πλαίσιο αναβαπτίστηκε για να αποτελέσει το κύριο όπλο απονομιμοποίησης του κοινωνικού, δημοκρατικού κράτους, στο όνομα της κεμαλικής δημοκρατίας και προόδου. Το δημοκρατικό, κοινωνικό κράτος ως αίτημα έξω από τον κεμαλισμό θεωρήθηκε έκτοτε κομμουνιστική απειλή.
Aπό το 1954 και μετά ο Mεντερές, προσπαθώντας να πείσει για τον αντικομμουνισμό του, απάντησε στις ανάγκες της κοινωνίας με τα επιχειρήματα του "μεγάλου τουρκικού έθνους" -με αυταρχισμό. Tο κοινωνικό κράτος ερμηνεύτηκε πλέον με εκλαΐκευση του πιο ακραίου εθνικισμού, ερμηνεύτηκε με την "είσοδο των μαζών στην ιστορία" με δίαυλο όχι το κοινωνικό κράτος και τη δημοκρατία, αλλά το αυταρχικό, ισχυρό κράτος.
H αποτυχία Mεντερές σφραγίσθηκε με το πρώτο πραξικόπημα, αυτό του 60, αφού με αυτό ο στρατός καθίσταται ο διαχρονικός εγγυητής του κεμαλισμού, επομένως του "μεγάλου τουρκικού έθνους", στο οποίο εγγενώς ενυπάρχουν η πρόοδος, η εκκοσμίκευση και η δημοκρατία, αρκεί αυτά να τα εγγυάται ο στρατός και αυτοί που συμμαχούν με αυτόν. Tο αίτημα της κοινωνίας για κοινωνικό κράτος, για δημοκρατία είναι αντεθνικό, αφού αυτή η κοινωνία, κρυφοκομμουνιστική και/ή μουσουλμανική, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του "μεγάλου έθνους", δυτικού και κοσμικού. Ο μεγαλύτερος εχθρός του τουρκικού έθνους, επομένως και του ισχυρού (και γι αυτό κοσμικού) κράτους, δεν είναι ούτε οι Έλληνες ούτε οποιοσδήποτε άλλος, αλλά η ίδια η κοινωνία της Τουρκίας.
Σε αυτή τη σύγκρουση το Ισλάμ είχε πάντα έναν αντιφατικό ρόλο. Ως στοιχείο του δημοκρατικού, κοινωνικού κράτους αποτελεί απειλή για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους. Ως φορέας ωστόσο της αντίληψης για ισχυρό κράτος συνιστά συγκυριακά σύμμαχο του κεμαλισμού. Aρκεί να υπενθυμίσω την κυβέρνηση συμμαχίας Mπουλέντ Eτζεβίτ - Nετζμετίν Eρμπακάν που προέκυψε από τις εκλογές του Oκτωβρίου 1973 (δύο μόλις χρόνια από το πραξικόπημα του 71) --κυβέρνηση που πραγματοποίησε και την εισβολή στην Kύπρο. H κοινή βάση της συνεργασίας βρέθηκε στο όνομα του "μεγάλου τουρκικού έθνους" εναντίον της Δύσης. Mέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 90 και όσο το Iσλάμ παίζει τον ρόλο του οχυρού κατά του κομμουνισμού, δηλαδή τον ρόλο του φορέα της συνείδησης του "μεγάλου τουρκικού, έστω και μουσουλμανικού, έθνους", ο κλασικός κεμαλισμός και οι φορείς του δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα.
Σε αυτές τις δεκαετίες (70-80), οι κυβερνήσεις που προσπαθούν να προβάλλουν το αίτημα του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας με δίαυλο το Iσλάμ, κυρίως στη δεκαετία του 80 με τις κυβερνήσεις Oζάλ και με δεδομένη την ύπαρξη του ακραίου πολιτικού Iσλάμ του Eρμπακάν, καταλήγουν στην ουσία σε μια πολιτική γέφυρας. Δηλαδή το δημοκρατικό, κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται πάντα στο αίτημα για ισχυρό κράτος το οποίο επιβάλλεται (ή προβάλλεται) πλέον ως αίτημα και της κοινωνίας, με μουσουλμανικό θρήσκευμα. Aπό αυτή τη γέφυρα ωφελημένοι βγαίνουν σχεδόν πάντα οι μεγάλοι επιχειρηματίες --ανάμεσα σε αυτούς και ο στρατός επιχειρηματίας-- οι οποίοι ποντάρουν είτε στα στρατιωτικά είτε, αργά αλλά σταθερά, στα πράσινα (ισλαμικά) χρώματα. Στη δεκαετία του 90 ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν. Όσο ο κεμαλισμός περιορίζεται στο κυνήγι του Ισλάμ, στο όνομα του "μεγάλου, κοσμικού έθνους" που κινδυνεύει, τόσο το πολιτικό Ισλάμ επενδύει όλο και περισσότερο στο κοινωνικό κράτος (ενδεικτικές της αλλαγής προσανατολισμών του πολιτικού Ισλάμ του Ερμπακάν είναι οι αλλαγές της επωνυμίας του κόμματός του: Κόμμα Εθνικής Τάξης, κατά την ίδρυσή του, Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας στη συνέχεια, Κόμμα Ευημερίας στη δεκαετία του 90). Aπό αυτή τη σύγκρουση βγαίνει για ακόμη μια φορά ταπεινωμένη η ίδια η κοινωνία της Tουρκίας, κυρίως οι πιο αδύναμοι κρίκοι της: οι κάτοικοι της Νοτιοανατολικής Τουρκίας (οι Κούρδοι), αλλά και ο φτωχός πληθυσμός των αστικών κέντρων. Από αυτή τη σύγκρουση το "μεγάλο τουρκικό έθνος" ενισχύεται με καινούριους σεχίτ (ιερούς μάρτυρες) που έπεσαν στη μάχη εναντίον της κοινωνίας της Τουρκίας.
"Το μεγάλο έθνος" αρχίζει να μιλά με τη φωνή της κοινωνίας: Οι απαρχές ενός "ιστορικού συμβιβασμού".
"Προσπάθησαν να ταπεινώσουν τον λαό της Τουρκίας", είπε ο Ερντογάν, και με αυτή την απλή πρόταση ξανάπιανε το νήμα του αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Το κόμμα του Ερντογάν είναι, θα λέγαμε, ένα κεντροδεξιό κόμμα, στην παράδοση περισσότερο του Κόμματος Δικαιοσύνης (Ντεμιρέλ), του Κόμματος Μητέρας Πατρίδας (Οζάλ), στο οποίο όμως συσπειρώθηκαν όλοι αυτοί (ακόμη και Κούρδοι της Νοτιοανατολικής Τουρκίας όπου το ΑΚΡ μοιράστηκε τις ψήφους με τους Κούρδους ανεξάρτητους, αλλά και αριστεροί και οι πάσης προέλευσης μειονοτικοί), που βρήκαν στο πρόσωπο του Ερντογάν τον ηγέτη, ικανό να αλλάξει τους όρους της σύγκρουσης, να εξουδετερώσει το ιστορικό ψευτο-δίλημμα (Ισλάμ-κοσμικό κράτος) και να αναδείξει το πραγματικό δίλημμα: κοσμικό, αυταρχικό κράτος ή κοσμικό, δημοκρατικό κράτος;
Ο Ερντογάν φαίνεται διατεθειμένος να εξουδετερώσει το ψευτο-δίλημμα γιατί, παρά το γεγονός της ισλαμοδεξιάς παράδοσής του, το ΑΚΡ τελικά δεν επικοινώνησε με την κοινωνία με κατεξοχήν δίαυλο το Ισλάμ, αλλά με δίαυλο τον εξευρωπαϊσμό του κράτους, δηλαδή με δίαυλο τις ανάγκες (δημοκρατία, κοινωνικό κράτος) μιας πολύπλοκης και πολυπρόσωπης κοινωνίας. Και σε ένα βαθμό το πέτυχε! Στον εξευρωπαϊσμό του κράτους συναντήθηκαν ένα σημαντικό μέρος της μεσαίας αστικής τάξης, των διανοούμενων, των μειονοτήτων, των εργατών και αγροτών, των δημοκρατών αλλά και των ισλαμιστών, των κεντροδεξιών και μέρους των αριστερών. Κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο της ανατροπής, καθώς και αυτό που διαφοροποιεί το ΑΚΡ από τα προηγούμενα κόμματα (Μεντερές, Οζάλ), ενώ το φέρνει και σε σύγκρουση με το ισλαμικό του παρελθόν, της εποχής Ερμπακάν. Αν στην παράδοση από Μεντερές μέχρι Οζάλ, τα αντίστοιχα κόμματα συνέβαλαν, εκουσίως ή ακουσίως, μέσα από μια δαιδαλώδη διαδρομή (στο πλαίσιο της οποίας ο Ψυχρός Πόλεμος έπαιξε σημαντικό ρόλο) στην "εκλαΐκευση" του κεμαλισμού, και μέσω αυτού στη νομιμοποίηση της υποταγής στο "μεγάλο έθνος" του ανατολίτη, ανάξιου αυτού του έθνους λαού, η πολιτική Ερντογάν στοχεύει στο αντίθετο: στον εξευρωπαϊσμό του κράτους, και μέσω αυτού στην ταύτιση του "μεγάλου έθνους" με αυτό τον λαό και τα προβλήματά του. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας συνέβαλε τα μέγιστα στην πολιτική Ερντογάν.
Αν με δίαυλο το Ισλάμ ο Ερντογάν προσπάθησε το 2002 να εμπεδώσει έναν ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα σε μια, παντοιοτρόπως, αποκλεισμένη κοινωνία (θρησκεύουσα ή όχι) και το κράτος, από τότε και μετά φαίνεται να προσπαθεί με δίαυλο τις ευρωπαϊκές αξίες να εμπεδώσει τον ιστορικό συμβιβασμό -ταύτιση- ανάμεσα στο "μεγάλο έθνος" και την κοινωνία, των οποίων ο εχθρός είναι κοινός, η έλλειψη δημοκρατίας και κοινωνικού κράτους. Στο πλαίσιο του δημοκρατικού, κοινωνικού κράτους που φαίνεται να προσπαθεί να οικοδομήσει η κυβέρνηση Ερντογάν, το Ισλάμ εξευρωπαΐζεται, με την έννοια ότι υποτάσσεται στις αρχές ενός δημοκρατικού, και ως εκ τούτου ευρωπαϊκού κράτους. Τόσο το στοίχημα του δημοκρατικού, κοινωνικού κράτους όσο και αυτό της υποταγής του Ισλάμ στις ευρωπαϊκές αξίες ο Ερντογάν τα έχει αναλάβει, δεν τα έχει κερδίσει ωστόσο ακόμη. Τα μέτωπα παραμένουν ανοιχτά, εξωτερικά (στρατός, κεμαλιστές) και ενδοκομματικά (ακραίοι ισλαμιστές, ισχυρές ισλαμιστικές αναφορές των στελεχών του κόμματος).
Κεμαλισμός και κοσμικό κράτος
Το 35% σχεδόν του λαού όμως της Τουρκίας ψήφισε τους ορκισμένους αντιπάλους του Ερντογάν, το ΡΛΚ και το κόμμα ΕΔ. Σε ό,τι αφορά το κόμμα του Μπαϊκάλ -που αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι όσοι το ψήφισαν δεν συμμερίζονται όλοι ούτε τον αυταρχισμό και την αντιδημοκρατικότητα του κεμαλισμού ούτε βεβαίως την πολιτική παρουσία του στρατού- το ισχνό 20% δείχνει καταρχάς κρίση των φορέων του παραδοσιακού κεμαλισμού. Σε αυτό το σημείο επικεντρώνεται το μείζον πρόβλημα για τον θεωρούμενο ως κλασικό κεμαλισμό. Τι σημαίνει κεμαλισμός σήμερα, στη μορφή που τον διακινούν κόμματα όπως αυτό του Μπαϊκάλ;
Κάποτε ο κλασικός κεμαλισμός του Μουσταφά Κεμάλ ομογενοποίησε και συσπείρωσε ένα ταπεινωμένο έθνος και του επέτρεψε να αποκτήσει υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια. Κάποτε ο κλασικός κεμαλισμός, έτσι όπως τον διακίνησε κατά περιόδους το ΡΛΚ του Ετζεβίτ συσπείρωσε διαφορετικές ομάδες της κοινωνίας (ακόμη και αριστερούς ή Κούρδους) με το όραμα του σοσιαλισμού και του αντιϊμπεριαλισμού. Τα παραδοσιακά κεμαλικά κόμματα ωστόσο, κυρίως από το πραξικόπημα του 1980 και μετά, έχαναν όλο και περισσότερο τις αναφορές τους στην κοινωνία, προσδένονταν στον στρατό και σε μια οικονομική και γραφειοκρατική ελίτ, και καθιστούσαν τον κεμαλισμό τον απόλυτο νομιμοποιητή του αυταρχικού, κοσμικού, κράτους. Στη δεκαετία του 90 αυτός ο κεμαλισμός έδειξε τα όρια του, αφού η πλήρης αδυναμία του να απαντήσει στα φλέγοντα αιτήματα της κοινωνίας, αντισταθμιζόταν από έναν όλο και μεγαλύτερο αυταρχισμό με πρόσχημα τους εθνικούς εχθρούς: τη "θρησκευτική αντίδραση" και τους Κούρδους. Έτσι, στο όνομα του κλασικού κεμαλισμού, στο όνομα της παράδοσης σύμφωνα με την οποία αυτός έχτισε το "μεγάλο τουρκικό έθνος" ταπεινώνονταν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της τουρκικής κοινωνίας, αυτά που δεν ήταν αντάξια του έθνους. Ο κλασικός ωστόσο κεμαλισμός έχασε και τη σημαντικότερη αποστολή του, αυτή των μεταρρυθμίσεων εκδυτικισμού. Από τη στιγμή που ο εκδυτικισμός σημαίνει σήμερα τον εξευρωπαϊσμό του κράτους, δηλαδή τον εκδημοκρατισμό του, ο εξευρωπαϊσμός θεωρείται αντεθνικός.
Ο κεμαλισμός λοιπόν συρρικνώθηκε σε ένα και μοναδικό αίτημα: την προστασία του κοσμικού κράτους, εναντίον του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους. Κι εδώ τίθεται το μείζον πρόβλημα: απειλείται τελικά το κοσμικό κράτος στην Τουρκία, και από ποιον; Αν υπάρχει μια παράδοση βαθιά εμπεδωμένη στην Τουρκία (ήδη από την οθωμανική εποχή) είναι ο αυταρχισμός της κοσμικής εξουσίας, στο όνομα μιας θρησκείας (Ισλάμ ή "μεγάλο τουρκικό έθνος"). Το ζητούμενο λοιπόν πάντα δεν ήταν το κοσμικό κράτος, αλλά το δημοκρατικό κοσμικό κράτος. Και σε αυτή την ανάγκη ο κλασικός κεμαλισμός του Μπαϊκάλ δεν μπορεί να απαντήσει. Επομένως ο κεμαλισμός έχασε και την αποστολή του φορέα της εκκοσμίκευσης, αφού το απογυμνωμένο από κοινωνικές αναφορές κοσμικό κράτος είναι αυτό που ενισχύει εντέλει τον ακραίο ισλαμισμό, αφού και τα δύο συμμερίζονται την ίδια αρχή: αυτήν της απολιτικοποίησης της κοινωνίας. Το κοσμικό κράτος στην Τουρκία, έτσι όπως το προβάλλει ο κεμαλισμός, κινδυνεύει καταρχάς από τον αυταρχικό εαυτό του, έναν εαυτό τον οποίο επέβαλε στην κοινωνία με το Ισλάμ και εναντίον του Ισλάμ.
Οι τελευταίες εκλογές στην Τουρκία επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι από το 2002 και μετά έχει ανοίξει ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία της Τουρκίας. Η είσοδος των ακραίων εθνικιστών του Μπαχτσελί στη Βουλή, αλλά και των ανεξάρτητων Κούρδων βουλευτών, όπως και του Ουφούκ Ουράς, μπορεί να δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοινοβουλευτικό μίγμα, συνιστά ωστόσο ένα αντιπροσωπευτικό, δημοκρατικό δείγμα των τάσεων και των προβλημάτων της Τουρκίας. Ακόμη κι αν όλα τα μεγάλα προβλήματα στην Τουρκία παραμένουν ανοιχτά (μέσα σε αυτά και ο στρατός), το 47% υποχρεώνει τον Ερντογάν πλέον να μην προδώσει τον λαό της Τουρκίας.
Oι εκλογές της περασμένης Kυριακής ήταν πολύ σημαντικές για πολλούς λόγους. Λίγους από αυτούς θα προσπαθήσω να παρουσιάσω και, όσο το δυνατόν, να αναλύσω εδώ. O πρώτος και αυτονόητος λόγος αφορά τον θρίαμβο του Eρντογάν, ο οποίος αύξησε το ποσοστό του κόμματός του σε σχέση με τις εκλογές του 2002 και είναι ο δεύτερος ηγέτης κόμματος στην Tουρκία, μετά τον Aντνάν Mεντερές (από 53,6% στις εκλογές του 1950 σε 58,4% σε αυτές του 1954), του οποίου το κόμμα κερδίζει για δεύτερη συνεχόμενη φορά τις εκλογές, αυξάνοντας τη δύναμή του.
O δεύτερος λόγος για τον οποίο οι εκλογές ήταν σημαντικές αφορά την αδυναμία ανάκαμψης του κλασικού κεμαλικού κόμματος, του PΛK, το οποίο όχι μόνο δεν κατόρθωσε, παρά την τεράστια πόλωση, να απειλήσει τον Eρντογάν αλλά και περιορίστηκε στο μίζερο ποσοστό του 20%, το ίδιο σχεδόν που είχε πάρει στις εκλογές του 2002. O τρίτος λόγος αφορά την είσοδο του κόμματος E.Δ. των ακραίων εθνικιστικών στοιχείων στην τουρκική Eθνοσυνέλευση, με ένα ποσοστό το οποίο δεν είναι καθόλου μικρό, πολύ περισσότερο που, προστιθέμενο στο ποσοστό του Μπαϊάλ, ενισχύει "δραστικά" το κοινοβουλευτικό εθνικιστικό μέτωπο στην Eθνοσυνέλευση.
H είσοδος στη Bουλή ανεξάρτητων βουλευτών, κυρίως Kούρδων, αποτελεί, κυρίως σε μια περίοδο όξυνσης του κουρδικού προβλήματος, έναν ακόμη λόγο που καθιστούν αυτές τις εκλογές σημαντικές. Για πρώτη φορά μετά από απανωτές αποτυχημένες απόπειρες στη δεκαετία του 90 για αυτόνομη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κουρδικών κομμάτων (το Eργατικό Kόμμα του Λαού, το οποίο κηρύσσεται παράνομο το 1993, το διαδέχεται το Kόμμα Δημοκρατίας που έχει την ίδια τύχη το 1994 και το Xαντέπ --Kόμμα Δημοκρατίας του Λαού-- του οποίου τα ηγετικά στελέχη καταδικάστηκαν σε πολυετείς καθείρξεις το 1997), ανεξάρτητοι βουλευτές εκλέγονται ως Kούρδοι. Eξίσου σημαντική ωστόσο είναι και η εκλογή, ως ανεξάρτητου βουλευτή, του Oυφούκ Oυράς, αφού για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια η Aριστερά στην Tουρκία κατορθώνει να υπάρξει πολιτικά, έστω και με αυτό τον συμβολικό τρόπο.
Aς επανέλθουμε ωστόσο στη νίκη Eρντογάν και ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τη σημασία της για την πολιτική ζωή της Tουρκίας. Kαταρχάς είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το ΑΚΡ του Eρντογάν πήρε πολύ υψηλά ποσοστά τόσο στη Nοτιοανατολική Tουρκία --χώρα των Kούρδων-- όσο, κυρίως, στα μεγάλα αστικά κέντρα, ακόμη και στη Σμύρνη, φρούριο του κεμαλισμού και του κοσμικού κράτους, επίκεντρο των μεγάλων διαδηλώσεων υπέρ του κοσμικού κράτους και εναντίον του Eρντογάν. Αυτό το γεγονός μας υποχρεώνει να δεχτούμε ότι, παρά την πόλωση, οι εκλογές τελικά δεν απάντησαν στο δίλημμα κοσμικό κράτος ή Iσλάμ, γιατί απλώς το δίλημμα δεν τίθεται έτσι για τον λαό της Τουρκίας.
Παρά το γεγονός ότι το δίλημμα Iσλάμ ή κοσμικό κράτος φαίνεται να αποτελεί, για 70 τουλάχιστον χρόνια, από τον θάνατο του Mουσταφά Kεμάλ (1938) και μετά, το κεντρικό δίλημμα στην πολιτική ζωή της Tουρκίας, η ανάλυση με κριτήριο αυτό δεν επιτρέπει τελικά την κατανόηση ούτε της τουρκικής κοινωνίας διαχρονικά ούτε της νίκης Eρντογάν συγκυριακά. Πρόκειται στην ουσία για ένα ψευτοδίλημμα. Kαι αυτό γιατί η κοινωνία της Τουρκίας είχε επί δεκαετίες και εξακολουθεί να έχει άλλο πρόταγμα: αυτό του κράτους πρόνοιας και δημοκρατίας το οποίο μονίμως συνθλίβεται κάτω από το βάρος του προτάγματος μιας στρατιωτικής, πολιτικής και οικονομικής ελίτ: αυτό του ισχυρού κράτους στο όνομα του "μεγάλου έθνους", ερήμην ή και εναντίον της κοινωνίας. Στο πρόταγμα του κράτους πρόνοιας αλλά και του δημοκρατικού κράτους στήριξε, όσο αυτό ήταν δυνατόν, την πολιτική του ο Eρντογάν από το 2002 μέχρι το 2007, και με αυτό το αίτημα τον ξαναψήφισε πανηγυρικά ο λαός της Tουρκίας στις εκλογές.
"Μεγάλο τουρκικό έθνος" ή τουρκική κοινωνία; Η ιστορία μιας βίαιης σύγκρουσης
Πράγματι, όλη η πολιτική ζωή της Tουρκίας τα τελευταία 70 χρόνια έχει ουσιαστικά συγκροτηθεί -εναντίον του Iσλάμ ή μαζί με αυτό- γύρω από την εξής σύγκρουση: το "μεγάλο τουρκικό έθνος", προϊόν του κεμαλισμού και πηγή νομιμοποίησης ενός ισχυρού --δηλαδή αυταρχικού-- κράτους, εναντίον του λαού της Tουρκίας, πηγή νομιμοποίησης ενός κράτους πρόνοιας και δικαίου. Σε αυτά τα χρόνια νικητής από αυτή τη σύγκρουση αναδείχτηκε πάντα --με εξαίρεση κάποια, μικρά ή μεγάλα, διαλείμματα-- το "μεγάλο τουρκικό έθνος".
Οι όροι της σύγκρουσης ανάμεσα στο ισχυρό, αυταρχικό κράτος και το δημοκρατικό κοινωνικό κράτος συγκροτήθηκαν στη δεκαετία του 50 και σχεδόν μέχρι τα πολύ τελευταία χρόνια παρέμεναν, λίγο ως πολύ, οι ίδιοι. Το Δημοκρατικό Kόμμα του Aντνάν Mεντερές, το οποίο κέρδισε το 1950 με ποσοστό 50% τις εκλογές εναντίον του PΛΚ του Iσμέτ Iνονού, διαδόχου του Mουσταφά Kεμάλ, είναι το πρώτο κόμμα στην Τουρκία το οποίο, απέναντι στο "μεγάλο τουρκικό έθνος" του Mουσταφά Kεμάλ, προσπάθησε να αντιπαρατάξει μια περιθωριοποιημένη, εξαντλημένη από τη φτώχεια και τον αποκλεισμό κοινωνία. Το Ισλάμ, ως δίαυλος επικοινωνίας της εξουσίας με αυτή την αγροτική, στο 80%, κοινωνία, συνιστούσε την πιο εύκολη και λειτουργική γλώσσα αλληλοκατανόησης. Μέχρι το 1954, οπότε ο Μεντερές επανεκλέγεται, αυτή η επικοινωνία αρχίζει να αποδίδει προς όφελος ενός πιο δημοκρατικού, πιο κοινωνικού κράτους. Αυτό ωστόσο το πιο εξανθρωπισμένο κράτος του Μεντερές έθεσε σε κίνδυνο τα συμφέροντα μιας γραφειοκρατικής ελίτ, που είχε συγκροτηθεί χάρη στο αυταρχικό κράτος του Μουσταφά Κεμάλ, μιας περιορισμένης αλλά δυναμικά ανερχόμενης αστικής τάξης μεγαλοεπιχειρηματιών, κυρίως της Kωνσταντινούπολης, που είχε πλουτίσει χάρη στον αυταρχικό εθνικισμό του κράτους, στη δεκαετία κυρίως του 40, εναντίον των μειονοτήτων (φόρος περιουσίας), και του PΛK που έχανε συνεχώς έδαφος. Όλοι αυτοί βρήκαν στο πρόσωπο του στρατού τον μοναδικό ισχυρό σύμμαχο, ικανό να εγγυηθεί το ισχυρό κράτος απέναντι στο επικίνδυνο κοινωνικό κράτος. Ο κεμαλισμός σε αυτό το πλαίσιο αναβαπτίστηκε για να αποτελέσει το κύριο όπλο απονομιμοποίησης του κοινωνικού, δημοκρατικού κράτους, στο όνομα της κεμαλικής δημοκρατίας και προόδου. Το δημοκρατικό, κοινωνικό κράτος ως αίτημα έξω από τον κεμαλισμό θεωρήθηκε έκτοτε κομμουνιστική απειλή.
Aπό το 1954 και μετά ο Mεντερές, προσπαθώντας να πείσει για τον αντικομμουνισμό του, απάντησε στις ανάγκες της κοινωνίας με τα επιχειρήματα του "μεγάλου τουρκικού έθνους" -με αυταρχισμό. Tο κοινωνικό κράτος ερμηνεύτηκε πλέον με εκλαΐκευση του πιο ακραίου εθνικισμού, ερμηνεύτηκε με την "είσοδο των μαζών στην ιστορία" με δίαυλο όχι το κοινωνικό κράτος και τη δημοκρατία, αλλά το αυταρχικό, ισχυρό κράτος.
H αποτυχία Mεντερές σφραγίσθηκε με το πρώτο πραξικόπημα, αυτό του 60, αφού με αυτό ο στρατός καθίσταται ο διαχρονικός εγγυητής του κεμαλισμού, επομένως του "μεγάλου τουρκικού έθνους", στο οποίο εγγενώς ενυπάρχουν η πρόοδος, η εκκοσμίκευση και η δημοκρατία, αρκεί αυτά να τα εγγυάται ο στρατός και αυτοί που συμμαχούν με αυτόν. Tο αίτημα της κοινωνίας για κοινωνικό κράτος, για δημοκρατία είναι αντεθνικό, αφού αυτή η κοινωνία, κρυφοκομμουνιστική και/ή μουσουλμανική, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του "μεγάλου έθνους", δυτικού και κοσμικού. Ο μεγαλύτερος εχθρός του τουρκικού έθνους, επομένως και του ισχυρού (και γι αυτό κοσμικού) κράτους, δεν είναι ούτε οι Έλληνες ούτε οποιοσδήποτε άλλος, αλλά η ίδια η κοινωνία της Τουρκίας.
Σε αυτή τη σύγκρουση το Ισλάμ είχε πάντα έναν αντιφατικό ρόλο. Ως στοιχείο του δημοκρατικού, κοινωνικού κράτους αποτελεί απειλή για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους. Ως φορέας ωστόσο της αντίληψης για ισχυρό κράτος συνιστά συγκυριακά σύμμαχο του κεμαλισμού. Aρκεί να υπενθυμίσω την κυβέρνηση συμμαχίας Mπουλέντ Eτζεβίτ - Nετζμετίν Eρμπακάν που προέκυψε από τις εκλογές του Oκτωβρίου 1973 (δύο μόλις χρόνια από το πραξικόπημα του 71) --κυβέρνηση που πραγματοποίησε και την εισβολή στην Kύπρο. H κοινή βάση της συνεργασίας βρέθηκε στο όνομα του "μεγάλου τουρκικού έθνους" εναντίον της Δύσης. Mέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 90 και όσο το Iσλάμ παίζει τον ρόλο του οχυρού κατά του κομμουνισμού, δηλαδή τον ρόλο του φορέα της συνείδησης του "μεγάλου τουρκικού, έστω και μουσουλμανικού, έθνους", ο κλασικός κεμαλισμός και οι φορείς του δεν έχουν ιδιαίτερο πρόβλημα.
Σε αυτές τις δεκαετίες (70-80), οι κυβερνήσεις που προσπαθούν να προβάλλουν το αίτημα του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας με δίαυλο το Iσλάμ, κυρίως στη δεκαετία του 80 με τις κυβερνήσεις Oζάλ και με δεδομένη την ύπαρξη του ακραίου πολιτικού Iσλάμ του Eρμπακάν, καταλήγουν στην ουσία σε μια πολιτική γέφυρας. Δηλαδή το δημοκρατικό, κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται πάντα στο αίτημα για ισχυρό κράτος το οποίο επιβάλλεται (ή προβάλλεται) πλέον ως αίτημα και της κοινωνίας, με μουσουλμανικό θρήσκευμα. Aπό αυτή τη γέφυρα ωφελημένοι βγαίνουν σχεδόν πάντα οι μεγάλοι επιχειρηματίες --ανάμεσα σε αυτούς και ο στρατός επιχειρηματίας-- οι οποίοι ποντάρουν είτε στα στρατιωτικά είτε, αργά αλλά σταθερά, στα πράσινα (ισλαμικά) χρώματα. Στη δεκαετία του 90 ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν. Όσο ο κεμαλισμός περιορίζεται στο κυνήγι του Ισλάμ, στο όνομα του "μεγάλου, κοσμικού έθνους" που κινδυνεύει, τόσο το πολιτικό Ισλάμ επενδύει όλο και περισσότερο στο κοινωνικό κράτος (ενδεικτικές της αλλαγής προσανατολισμών του πολιτικού Ισλάμ του Ερμπακάν είναι οι αλλαγές της επωνυμίας του κόμματός του: Κόμμα Εθνικής Τάξης, κατά την ίδρυσή του, Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας στη συνέχεια, Κόμμα Ευημερίας στη δεκαετία του 90). Aπό αυτή τη σύγκρουση βγαίνει για ακόμη μια φορά ταπεινωμένη η ίδια η κοινωνία της Tουρκίας, κυρίως οι πιο αδύναμοι κρίκοι της: οι κάτοικοι της Νοτιοανατολικής Τουρκίας (οι Κούρδοι), αλλά και ο φτωχός πληθυσμός των αστικών κέντρων. Από αυτή τη σύγκρουση το "μεγάλο τουρκικό έθνος" ενισχύεται με καινούριους σεχίτ (ιερούς μάρτυρες) που έπεσαν στη μάχη εναντίον της κοινωνίας της Τουρκίας.
"Το μεγάλο έθνος" αρχίζει να μιλά με τη φωνή της κοινωνίας: Οι απαρχές ενός "ιστορικού συμβιβασμού".
"Προσπάθησαν να ταπεινώσουν τον λαό της Τουρκίας", είπε ο Ερντογάν, και με αυτή την απλή πρόταση ξανάπιανε το νήμα του αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Το κόμμα του Ερντογάν είναι, θα λέγαμε, ένα κεντροδεξιό κόμμα, στην παράδοση περισσότερο του Κόμματος Δικαιοσύνης (Ντεμιρέλ), του Κόμματος Μητέρας Πατρίδας (Οζάλ), στο οποίο όμως συσπειρώθηκαν όλοι αυτοί (ακόμη και Κούρδοι της Νοτιοανατολικής Τουρκίας όπου το ΑΚΡ μοιράστηκε τις ψήφους με τους Κούρδους ανεξάρτητους, αλλά και αριστεροί και οι πάσης προέλευσης μειονοτικοί), που βρήκαν στο πρόσωπο του Ερντογάν τον ηγέτη, ικανό να αλλάξει τους όρους της σύγκρουσης, να εξουδετερώσει το ιστορικό ψευτο-δίλημμα (Ισλάμ-κοσμικό κράτος) και να αναδείξει το πραγματικό δίλημμα: κοσμικό, αυταρχικό κράτος ή κοσμικό, δημοκρατικό κράτος;
Ο Ερντογάν φαίνεται διατεθειμένος να εξουδετερώσει το ψευτο-δίλημμα γιατί, παρά το γεγονός της ισλαμοδεξιάς παράδοσής του, το ΑΚΡ τελικά δεν επικοινώνησε με την κοινωνία με κατεξοχήν δίαυλο το Ισλάμ, αλλά με δίαυλο τον εξευρωπαϊσμό του κράτους, δηλαδή με δίαυλο τις ανάγκες (δημοκρατία, κοινωνικό κράτος) μιας πολύπλοκης και πολυπρόσωπης κοινωνίας. Και σε ένα βαθμό το πέτυχε! Στον εξευρωπαϊσμό του κράτους συναντήθηκαν ένα σημαντικό μέρος της μεσαίας αστικής τάξης, των διανοούμενων, των μειονοτήτων, των εργατών και αγροτών, των δημοκρατών αλλά και των ισλαμιστών, των κεντροδεξιών και μέρους των αριστερών. Κι εδώ είναι το κρίσιμο σημείο της ανατροπής, καθώς και αυτό που διαφοροποιεί το ΑΚΡ από τα προηγούμενα κόμματα (Μεντερές, Οζάλ), ενώ το φέρνει και σε σύγκρουση με το ισλαμικό του παρελθόν, της εποχής Ερμπακάν. Αν στην παράδοση από Μεντερές μέχρι Οζάλ, τα αντίστοιχα κόμματα συνέβαλαν, εκουσίως ή ακουσίως, μέσα από μια δαιδαλώδη διαδρομή (στο πλαίσιο της οποίας ο Ψυχρός Πόλεμος έπαιξε σημαντικό ρόλο) στην "εκλαΐκευση" του κεμαλισμού, και μέσω αυτού στη νομιμοποίηση της υποταγής στο "μεγάλο έθνος" του ανατολίτη, ανάξιου αυτού του έθνους λαού, η πολιτική Ερντογάν στοχεύει στο αντίθετο: στον εξευρωπαϊσμό του κράτους, και μέσω αυτού στην ταύτιση του "μεγάλου έθνους" με αυτό τον λαό και τα προβλήματά του. Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας συνέβαλε τα μέγιστα στην πολιτική Ερντογάν.
Αν με δίαυλο το Ισλάμ ο Ερντογάν προσπάθησε το 2002 να εμπεδώσει έναν ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα σε μια, παντοιοτρόπως, αποκλεισμένη κοινωνία (θρησκεύουσα ή όχι) και το κράτος, από τότε και μετά φαίνεται να προσπαθεί με δίαυλο τις ευρωπαϊκές αξίες να εμπεδώσει τον ιστορικό συμβιβασμό -ταύτιση- ανάμεσα στο "μεγάλο έθνος" και την κοινωνία, των οποίων ο εχθρός είναι κοινός, η έλλειψη δημοκρατίας και κοινωνικού κράτους. Στο πλαίσιο του δημοκρατικού, κοινωνικού κράτους που φαίνεται να προσπαθεί να οικοδομήσει η κυβέρνηση Ερντογάν, το Ισλάμ εξευρωπαΐζεται, με την έννοια ότι υποτάσσεται στις αρχές ενός δημοκρατικού, και ως εκ τούτου ευρωπαϊκού κράτους. Τόσο το στοίχημα του δημοκρατικού, κοινωνικού κράτους όσο και αυτό της υποταγής του Ισλάμ στις ευρωπαϊκές αξίες ο Ερντογάν τα έχει αναλάβει, δεν τα έχει κερδίσει ωστόσο ακόμη. Τα μέτωπα παραμένουν ανοιχτά, εξωτερικά (στρατός, κεμαλιστές) και ενδοκομματικά (ακραίοι ισλαμιστές, ισχυρές ισλαμιστικές αναφορές των στελεχών του κόμματος).
Κεμαλισμός και κοσμικό κράτος
Το 35% σχεδόν του λαού όμως της Τουρκίας ψήφισε τους ορκισμένους αντιπάλους του Ερντογάν, το ΡΛΚ και το κόμμα ΕΔ. Σε ό,τι αφορά το κόμμα του Μπαϊκάλ -που αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι όσοι το ψήφισαν δεν συμμερίζονται όλοι ούτε τον αυταρχισμό και την αντιδημοκρατικότητα του κεμαλισμού ούτε βεβαίως την πολιτική παρουσία του στρατού- το ισχνό 20% δείχνει καταρχάς κρίση των φορέων του παραδοσιακού κεμαλισμού. Σε αυτό το σημείο επικεντρώνεται το μείζον πρόβλημα για τον θεωρούμενο ως κλασικό κεμαλισμό. Τι σημαίνει κεμαλισμός σήμερα, στη μορφή που τον διακινούν κόμματα όπως αυτό του Μπαϊκάλ;
Κάποτε ο κλασικός κεμαλισμός του Μουσταφά Κεμάλ ομογενοποίησε και συσπείρωσε ένα ταπεινωμένο έθνος και του επέτρεψε να αποκτήσει υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια. Κάποτε ο κλασικός κεμαλισμός, έτσι όπως τον διακίνησε κατά περιόδους το ΡΛΚ του Ετζεβίτ συσπείρωσε διαφορετικές ομάδες της κοινωνίας (ακόμη και αριστερούς ή Κούρδους) με το όραμα του σοσιαλισμού και του αντιϊμπεριαλισμού. Τα παραδοσιακά κεμαλικά κόμματα ωστόσο, κυρίως από το πραξικόπημα του 1980 και μετά, έχαναν όλο και περισσότερο τις αναφορές τους στην κοινωνία, προσδένονταν στον στρατό και σε μια οικονομική και γραφειοκρατική ελίτ, και καθιστούσαν τον κεμαλισμό τον απόλυτο νομιμοποιητή του αυταρχικού, κοσμικού, κράτους. Στη δεκαετία του 90 αυτός ο κεμαλισμός έδειξε τα όρια του, αφού η πλήρης αδυναμία του να απαντήσει στα φλέγοντα αιτήματα της κοινωνίας, αντισταθμιζόταν από έναν όλο και μεγαλύτερο αυταρχισμό με πρόσχημα τους εθνικούς εχθρούς: τη "θρησκευτική αντίδραση" και τους Κούρδους. Έτσι, στο όνομα του κλασικού κεμαλισμού, στο όνομα της παράδοσης σύμφωνα με την οποία αυτός έχτισε το "μεγάλο τουρκικό έθνος" ταπεινώνονταν όλο και μεγαλύτερα τμήματα της τουρκικής κοινωνίας, αυτά που δεν ήταν αντάξια του έθνους. Ο κλασικός ωστόσο κεμαλισμός έχασε και τη σημαντικότερη αποστολή του, αυτή των μεταρρυθμίσεων εκδυτικισμού. Από τη στιγμή που ο εκδυτικισμός σημαίνει σήμερα τον εξευρωπαϊσμό του κράτους, δηλαδή τον εκδημοκρατισμό του, ο εξευρωπαϊσμός θεωρείται αντεθνικός.
Ο κεμαλισμός λοιπόν συρρικνώθηκε σε ένα και μοναδικό αίτημα: την προστασία του κοσμικού κράτους, εναντίον του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους. Κι εδώ τίθεται το μείζον πρόβλημα: απειλείται τελικά το κοσμικό κράτος στην Τουρκία, και από ποιον; Αν υπάρχει μια παράδοση βαθιά εμπεδωμένη στην Τουρκία (ήδη από την οθωμανική εποχή) είναι ο αυταρχισμός της κοσμικής εξουσίας, στο όνομα μιας θρησκείας (Ισλάμ ή "μεγάλο τουρκικό έθνος"). Το ζητούμενο λοιπόν πάντα δεν ήταν το κοσμικό κράτος, αλλά το δημοκρατικό κοσμικό κράτος. Και σε αυτή την ανάγκη ο κλασικός κεμαλισμός του Μπαϊκάλ δεν μπορεί να απαντήσει. Επομένως ο κεμαλισμός έχασε και την αποστολή του φορέα της εκκοσμίκευσης, αφού το απογυμνωμένο από κοινωνικές αναφορές κοσμικό κράτος είναι αυτό που ενισχύει εντέλει τον ακραίο ισλαμισμό, αφού και τα δύο συμμερίζονται την ίδια αρχή: αυτήν της απολιτικοποίησης της κοινωνίας. Το κοσμικό κράτος στην Τουρκία, έτσι όπως το προβάλλει ο κεμαλισμός, κινδυνεύει καταρχάς από τον αυταρχικό εαυτό του, έναν εαυτό τον οποίο επέβαλε στην κοινωνία με το Ισλάμ και εναντίον του Ισλάμ.
Οι τελευταίες εκλογές στην Τουρκία επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι από το 2002 και μετά έχει ανοίξει ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία της Τουρκίας. Η είσοδος των ακραίων εθνικιστών του Μπαχτσελί στη Βουλή, αλλά και των ανεξάρτητων Κούρδων βουλευτών, όπως και του Ουφούκ Ουράς, μπορεί να δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοινοβουλευτικό μίγμα, συνιστά ωστόσο ένα αντιπροσωπευτικό, δημοκρατικό δείγμα των τάσεων και των προβλημάτων της Τουρκίας. Ακόμη κι αν όλα τα μεγάλα προβλήματα στην Τουρκία παραμένουν ανοιχτά (μέσα σε αυτά και ο στρατός), το 47% υποχρεώνει τον Ερντογάν πλέον να μην προδώσει τον λαό της Τουρκίας.
[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου