Τους τελευταίους μήνες κάτι σοβαρό συμβαίνει στη γείτονα χώρα. Όλοι
μιλούν για κρίση, για μια μεγάλη κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες μεταξύ
των οποίων --τουλάχιστον κατά τη γνώμη κάποιων-- ακόμη κι ένα νέο
στρατιωτικό πραξικόπημα. Το τι θα γίνει στην Τουρκία, έτσι κι αλλιώς,
ούτε μπορούμε να το προβλέψουμε ούτε και έχει καμιά σημασία να το
προσπαθήσουμε. Αυτό ωστόσο που προς το παρόν μπορούμε να ανιχνεύσουμε
--όσο κι εάν αυτό είναι δυνατόν-- είναι η φύση και ο χαρακτήρας αυτής
της κρίσης, να εντοπίσουμε τα μέτωπα που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της.
Η πρώτη εύκολη ανάγνωση της σημερινής κατάστασης στην Τουρκία οδηγεί στη διαπίστωση ότι η κρίση προκύπτει από τη σύγκρουση δύο μετώπων: του πολιτικού Ισλάμ, με κύριο εκφραστή τον Ερντογάν και το κόμμα του, από τη μια μεριά, και τον κεμαλισμό, με κύριο εκφραστή τον στρατό και τα κεμαλικά, καθοδηγούμενα από τον στρατό, κόμματα, όπως το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Μπαϋκάλ. Η σύγκρουση, μάλιστα, ανάμεσα στα δύο μέτωπα θεωρείται από πολλούς ως σύγκρουση για τη δημοκρατία, για τον πλήρη εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο η σύγκρουση έχει τα εξής χαρακτηριστικά: το μέτωπο Ερντογάν είναι το μέτωπο της δημοκρατίας και του εκδημοκρατισμού, στο οποίο η θρησκεία παίζει δευτερεύοντα ρόλο, που όχι μόνο δεν θέτει σε κίνδυνο τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, αντιθέτως ενισχύει τον εκδημοκρατισμό αφού το Ισλάμ επιτρέπει την πολιτικοποίηση της μεγάλης και οικονομικά αδύναμης μάζας του τουρκικού λαού. Το άλλο μέτωπο, αυτό του στρατού, είναι ένα μέτωπο που, με πρόσχημα την απειλή του Ισλάμ, με πρόσχημα τον κίνδυνο για το κοσμικό κράτος, υπονομεύει τη δημοκρατία και τον εκδημοκρατισμό, αφού στο όνομα της απειλής νομιμοποιεί την παρουσία του στρατού στον δημόσιο χώρο και την ανοιχτή ή σχεδόν ανοιχτή ανάμιξή του στην πολιτική ζωή της Τουρκίας.
Αυτή η ανάλυση μοιάζει σωστή, πολύ περισσότερο που τα περισσότερα στοιχεία στα οποία βασίζεται έχουν αληθοφάνεια ("συνταγματικό" πραξικόπημα του στρατού). Ωστόσο, σε αυτή την ανάλυση υποτιμούνται δύο παράγοντες. Ο ένας είναι το Ισλάμ στην Τουρκία, το οποίο πολλοί αναλυτές, κυρίως στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουν ως ιδιαίτερη περίπτωση, ως δίαυλο εκδημοκρατισμού στο πλαίσιο ενός αυταρχικού καθεστώτος. Ο δεύτερος παράγοντας που έχει υπεισέλθει είναι ένας νέος παράγοντας του οποίου δεν μπορούμε ακόμη να εκτιμήσουμε την βαρύτητα: Είναι οι ογκωδέστατες διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων κατά του Ερντογάν και υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και άλλες) οι Τούρκοι που διαδηλώνουν κατά του Ερντογάν, οι Τούρκοι που θεωρούν την εκλογή ισλαμιστή προέδρου άμεση απειλή για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους ξεπερνούν κατά πολύ πλέον το ένα εκατομμύριο. Ακόμη και με το δεδομένο ότι πράγματι ένα μέρος των διαδηλωτών, ακόμη και μεγάλο, είναι κατευθυνόμενο από τον στρατό, τα κεμαλικά κόμματα και τις οργανώσεις της "ατατουρκικής σκέψης", αυτό δεν αλλοιώνει την ουσία των διαδηλώσεων. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκίας φαίνεται να διεκδικείται μαζικά με τέτοια ένταση ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, ο ρεπουμπλικανικός του χαρακτήρας, έτσι όπως τον ενσαρκώνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αυτές οι διαδηλώσεις λοιπόν μας υποχρεώνουν να δούμε την κρίση και από μια άλλη οπτική. Η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε υπό το φως των διαδηλώσεων είναι η εξής: αν ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους αποτελούσε επί δεκαετίες την αδιαμφισβήτητη αξία του ιερού κανόνα --του κεμαλισμού--, αν λοιπόν ο στρατός ως ο εγγυητής του κεμαλικού κανόνα εξασφάλιζε και μόνο με την παρουσία του τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους ερήμην και εναντίον του λαού, σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν λοιπόν κάποτε ο κοσμικός χαρακτήρας επιβλήθηκε από πάνω εναντίον του Ισλάμ, της θρησκείας του λαού, σήμερα ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους διεκδικείται στις διαδηλώσεις ως αξία του λαού εναντίον της θρησκείας. Τελικά, οι ογκώδεις διαδηλώσεις, κατευθυνόμενες ή μη, δείχνουν κάτι σημαντικό: μπορεί η εκκοσμίκευση να επιβλήθηκε από πάνω και αυταρχικά ως ιερή αξία του κεμαλισμού, ωστόσο ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους έχει σήμερα λαϊκό έρεισμα στην Τουρκία, και μάλιστα αρκετά ισχυρό. Μεγάλο μέρος πλέον του λαού της Τουρκίας θεωρεί ότι το Ισλάμ συνιστά πραγματική απειλή.
Οι παραπάνω πρόχειρες και απλές παρατηρήσεις μάς υποχρεώνουν να προσεγγίσουμε διαφορετικά την κρίση στην Τουρκία. Η ανάλυση περί δύο μετώπων (Ερντογάν εναντίον στρατού, δημοκρατία εναντίον στρατοκρατικού καθεστώτος) αποδεικνύεται ανεπαρκής για να αποδώσει το μέγεθος και το ιστορικό βάθος της κρίσης στην Τουρκία. Καταρχάς, ποια είναι η πραγματική απειλή όχι μόνο σήμερα αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα για την Τουρκία, η πραγματική απειλή για τη δημοκρατία; Το Ισλάμ ή ο στρατός; Η αυτονόητη απάντηση είναι βεβαίως ο στρατός, ο οποίος προσχηματικά χρησιμοποιεί την απειλή του Ισλάμ για να κηδεμονεύει την πολιτική εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι το Ισλάμ στην πολιτική ζωή της Τουρκίας ήταν και παραμένει το μέσον αντίστασης στην αυταρχικότητα του κεμαλισμού και του φορέα του –του στρατού. Το μέσον αντίστασης στον βίαιο εθνικισμό του κεμαλισμού. Τα αυτονόητα όμως στη συγκυρία κρίσης που βρίσκεται η Τουρκία παύουν να είναι αυτονόητα. Η εκτίμηση ότι το πολιτικό Ισλάμ σήμερα στην Τουρκία είναι ένα μετριοπαθές Ισλάμ που δεν απειλεί καθόλου το κοσμικό κράτος, αντιθέτως επιτρέπει την έκφραση της θρησκευτικότητας του λαού της Τουρκίας, επομένως αποτελεί τον φορέα και την έκφραση του εκδημοκρατισμού στην Τουρκία, ακόμη κι αν φαίνεται σωστή συγκυριακά, δεν είναι. Το Ισλάμ ως δίαυλος πολιτικής έκφρασης δεν αποτέλεσε ιστορικά το μέσον εκδημοκρατισμού στην Τουρκία~ αποτέλεσε το μέσον ενίσχυσης του αυταρχισμού, μέσα από την ενίσχυση του πιο ακραίου εθνικισμού.
Ισλάμ και κεμαλισμός
Με αυτή την έννοια, το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία βάδισε επί μακρόν παράλληλα με τον στρατό και τα συντηρητικά κεμαλικά κόμματα, σε μια σχέση αλληλοεξυπηρέτησης. Συγχρόνως όμως τα δύο μέτωπα βάδιζαν και ανταγωνιστικά το ένα απέναντι στο άλλο. Αν ο στρατός στο όνομα της ιερής αξίας του κοσμικού κράτους αντιμετώπιζε καχύποπτα και ανταγωνιστικά το πολιτικό Ισλάμ, το δεύτερο αντιμετώπιζε ανταγωνιστικά τον στρατό όχι στο όνομα της δημοκρατίας αλλά στο όνομα του φορέα των αρχών του έθνους. Το πολιτικό Ισλάμ, με δίαυλο τη θρησκεία, προσπαθούσε να επιβληθεί ως ισχυρότερος από τον στρατό φορέας του τουρκισμού στο όνομα της ιερότητας του έθνους. Από τη μια μεριά λοιπόν το Ισλάμ αποτέλεσε, σε πολιτικό επίπεδο, το "λαϊκό" σωσίβιο του κεμαλισμού προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της ιερότητας των αρχών και των αξιών του τουρκικού έθνους, δηλαδή του κεμαλισμού. Από την άλλη ωστόσο, ακριβώς λόγω αυτής του της εργαλειοποίησης, απειλούσε τους φορείς αλλά και τις αξίες του κεμαλισμού, κυρίως τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους.
Το κόμμα του Ερμπακάν δείχνει καθαρά όσα ανέφερα παραπάνω. Η δημιουργία αυτού του κόμματος συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία ενισχύεται, κυρίως μετά το πραξικόπημα του 71, ο αυταρχισμός του κράτους και ένας προσχηματικά ή μη αντιιμπεριαλιστικός εθνικισμός. Το Ισλάμ του Ερμπακάν ενισχύει ακριβώς τον αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα του κράτους, ενισχύει τη δεξιά πλευρά του κεμαλισμού. Στη δεκαετία του 70 λειτουργεί ακριβώς ενισχυτικά για την πιο ακραία εθνικιστική και ιερή λογική του κεμαλισμού, ακόμη κι αν μέσα από αυτό εκφράζονται αντικεμαλικά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη κυβέρνηση μετά το πραξικόπημα του 71 συγκροτείται από τη συμμαχία του πλέον κεμαλικού κόμματος, αυτού του Ετζεβίτ (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) και του πολιτικού Ισλάμ του Ερμπακάν. Θα έλεγα μάλιστα ότι με το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν η αντιιμπεριαλιστική πολιτική της Αριστεράς της δεκαετίας του 60 απονομιμοποιείται. Ο αντιιμπεριαλισμός της Αριστεράς εξουδετερώνεται από έναν προσχηματικά αντιϊμπεριαλιστικό, στην ουσία ακραίο εθνικισμό.
Στη δεκαετία του 80, και μετά το τρίτο πραξικόπημα, ο κεμαλισμός ενσωματώνει με το κόμμα του Οζάλ τα πιο "χρήσιμα" στοιχεία του Ισλάμ στην αυτοκρατορικής λογικής τουρκοϊσλαμική σύνθεση. Μέσα από αυτή τη σύνθεση επιτυγχάνεται για πρώτη φορά, με τη συμβολή του Ισλάμ, η κεμαλοποίηση του οθωμανικού παρελθόντος, δηλαδή η ενίσχυση ακόμη περισσότερο του εθνικισμού και του τουρκικού μεγαλείου. Ακόμη κι αν το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως αντικεμαλικό (κυρίως στη δεκαετία του 90), ακόμη κι αν πράγματι εκφράζει τις αδύναμες οικονομικά και περιθωριοποιημένες μάζες, ωστόσο το Ισλάμ είναι το μέσον ενίσχυσης της αντίληψης περί αταξικής κοινωνίας, μέσον κυρίως ενίσχυσης του φονταμενταλιστικού εθνικισμού, μέσον ενίσχυσης του αυταρχισμού και της ιερότητας του κράτους. Η όλη σύγκρουση ανάμεσα στον Ερμπακάν και τον στρατό θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: Ποιος εκφράζει αποτελεσματικότερα έναν φονταμενταλιστικό εθνικισμό; Ο στρατός με όχημα τις κεμαλικές αξίες του τουρκικού έθνους ή το πολιτικό Ισλάμ με όχημα τη θρησκεία του λαού; Και στις δύο περιπτώσεις, έστω και με διαφορετικό τρόπο, η δημοκρατία αποδυναμώνεται.
Το κοσμικό κράτος, όπλο του εθνικισμού ή προϋπόθεση του εκδημοκρατισμού;
Το πολιτικό Ισλάμ του Ερντογάν με μια αρκετά ισχυρή πλέον μεσαία αστική τάξη που διεκδικεί την εξουσία στο όνομα της ισλαμικότητάς της –το "πράσινο κεφάλαιο" της Τουρκίας- είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται αρκετά ισχυρό ώστε να διεκδικήσει το ίδιο το κράτος εναντίον του στρατού. Η κυβέρνηση Ερντογάν, έχοντας τη συγκυρία με το πλευρό της --την ευνοϊκή ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας-- διεκδίκησε την ανάδειξη του Ισλάμ ως του αποτελεσματικότερου μέσου για την εγγύηση της μιας από τις δύο σημαντικότερες αξίες του κεμαλισμού: του δυτικού, ευρωπαϊκού χαρακτήρα του κράτους. Με άλλα λόγια, διεκδίκησε, όχι τόσο τον εκδημοκρατισμό, αλλά την αποτελεσματικότερη διαχείριση του τουρκισμού. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, η πίεση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για μεταρρυθμίσεις συνεπαγόταν αλλαγές προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού. Ωστόσο, η κυβέρνηση Ερντογάν δεν τόλμησε, ή δεν θέλησε να τολμήσει, να θέσει σε αμφισβήτηση ούτε καν τον νόμο 301 περί τουρκικότητας. Δεν τόλμησε ή δεν θέλησε να τολμήσει να αρπάξει την ευκαιρία μετά τη δολοφονία του Αρμένιου Χρ. Ντικ όταν χιλιάδες Τούρκοι διαδήλωναν στους δρόμους, με το σύνθημα "είμαστε όλοι Αρμένιοι", και να καταργήσει τον νόμο. Δεν μπορεί να μιλά κανείς για εκδημοκρατισμό στην Τουρκία χωρίς να έχει τη θέληση να πριονίσει αποφασιστικά τα ερείσματα του εθνικισμού.
Ας δεχτούμε, παρά ταύτα, ότι το μετριοπαθές Ισλάμ του Ερντογάν δεν τόλμησε να χτυπήσει τον εθνικισμό λόγω της απειλής του στρατού. Η μόνιμη ωστόσο επίκληση της απειλής -απειλή ο στρατός για το Ισλάμ, απειλή το Ισλάμ για τον στρατό--, μήπως τελικά ενισχύει τον αυταρχισμό, και κυρίως τον εθνικισμό; Αν δούμε και πάλι τη σύγκρουση των δύο μετώπων (πολιτικό Ισλάμ, στρατός) υπό το φως της ιστορίας του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, όπως πολύ σχηματικά την περιέγραψα, θα λέγαμε ότι η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο συνοψίζεται ως εξής: Ποιος εκφράζει πιο αποτελεσματικά τον ιερό χαρακτήρα των αξιών του έθνους; Ποιος είναι ο πιο αυθεντικός και αποτελεσματικός δίαυλος συνοχής και ενότητας του έθνους: ένα κράτος μουσουλμανικό και, προς το παρόν, εξευρωπαϊσμένο ή ένα κράτος κοσμικό; Με αυτό το ερώτημα αναβιώνει στην Τουρκία μια πολύ παλιά σύγκρουση -- που σχεδόν ποτέ δεν σταμάτησε -- που άρχισε από τα μέσα του 19ου αιώνα και με διαφορετικούς τρόπους επανεμφανιζόταν στο προσκήνιο. Αν στον 19ο αιώνα το ερώτημα τέθηκε με κύριο γνώμονα τη σωτηρία του κράτους (ποιος μπορεί να είναι ο πιο αποτελεσματικός σωτήρας του κράτους; Το Ισλάμ, δίαυλος και νομιμοποιητής του εκδυτικισμού, ή ο εκδυτικισμός, νομιμοποιητής της περιθωριοποίησης του Ισλάμ;), στη συνέχεια, κυρίως με τους Νεότουρκους, το ερώτημα διαφοροποιήθηκε: Ποιος μπορεί να σώσει το κράτος; Ένα εκδυτικισμένο μιλλέτι ή το τουρκικό έθνος; Ο Μουσταφά Κεμάλ έδωσε την απάντηση: Το τουρκικό έθνος έσωσε το κράτος, αλλά και το κοσμικό, δυτικό κράτος σώζει εσαεί το έθνος.
Η σύγκρουση σήμερα, και λόγω διεθνούς αλλά και ευρωπαϊκής συγκυρίας, επικεντρώνεται στο ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός σωτήρας του κράτους στο όνομα του έθνους. Ο Ερντογάν διεκδικεί την εκλογή Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον χώρο του πολιτικού Ισλάμ, στο όνομα του μιλλετιού. Αυτός ο παλιός γνώριμος όρος που επανέρχεται στο πολιτικό προσκήνιο ούτε αθώος είναι ούτε απλός. Ο Ερντογάν διεκδικεί την ψήφιση του προέδρου όχι από τον λαό (|χαλκ|), ούτε από το έθνος (|ουλούς|), αλλά από το |μιλλέτι|. Ο όρος αυτός παραπέμπει σε ένα εθνοθρησκευτικό σύνολο, σε ένα έθνος-θρησκευτική κοινότητα, σε ένα τουρκικό έθνος-μουσουλμανική κοινότητα. Με τον όρο μιλλέτι σήμερα επιτυγχάνεται η πλήρης ταύτιση τουρκισμού και ισλαμισμού. Αναδεικνύεται το Ισλάμ ως ο φορέας και εγγυητής της τουρκικότητας --και όχι της δημοκρατικότητας-- του έθνους. Η εργαλειοποίηση του Ισλάμ με τέτοιους όρους αφήνει εν δυνάμει τα περιθώρια (ανεξαρτήτως των προθέσεων του κόμματος Ερντογάν) για τη διεκδίκηση στο μέλλον (κοντινό ή απώτερο) ενός ισλαμιστικού κράτους; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα μόνο έμμεσα μπορούμε να την προσεγγίσουμε, αν αναλύσουμε λίγο το άλλο μέτωπο της σύγκρουσης. Αυτό ωστόσο που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι το πολιτικό Ισλάμ, ακόμη και το μετριοπαθές, ενισχύει και με δίαυλο τη θρησκεία, τον φονταμενταλισμό --θρησκευτικό ή, στον αντίποδα, κοσμικό.
Το άλλο μέτωπο, ο στρατός, στο τελεσίγραφό του προς τον Ερντογάν, καταλήγει με μια χαρακτηριστική διατύπωση: "Ο στρατός θα είναι πάντα εναντίον αυτών που δεν λένε: Τι ευτυχής να μπορείς να λες ότι είσαι Τούρκος". Αυτή η διάσημη ρήση ("Τι ευτυχής να μπορείς να λες ότι είσαι Τούρκος") του Μουσταφά Κεμάλ επιστρατεύεται πάλι από τον στρατό, προκειμένου να ορίσει τα όρια της τουρκικότητας και να απονομιμοποιήσει το πολιτικό Ισλάμ ως εκφραστή και εγγυητή της τουρκικότητας. Στο όνομα του κοσμικού κράτους και της κοσμικής ταυτότητας του τουρκισμού, ο στρατός ενισχύει από την πλευρά του τον εθνικισμό, καθιστώντας το κοσμικό κράτος αδιαπραγμάτευτη αξία του έθνους.
Πράγματι, στο όνομα του κοσμικού κράτους συσπειρώνονται αυτή τη στιγμή στην Τουρκία τα πιο εθνικιστικά στοιχεία, οργανώσεις, κ.λπ., που αντιμετωπίζουν τον Ερντογάν ως προδότη και το Ισλάμ ως δίαυλο υποταγής του έθνους στη Δύση. Ωστόσο, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος. Οι διαδηλώσεις στην Τουρκία σήμερα δείχνουν ότι, αν το πολιτικό Ισλάμ εξέφρασε κάποτε τις περιθωριοποιημένες ομάδες του πληθυσμού και αποτέλεσε, για κάποιους, το μέσον αντίστασης στο αυταρχικό κράτος και τον στρατό, σήμερα η διεκδίκηση του κοσμικού κράτους συσπειρώνει κι ένα μέρος του λαού --μάλιστα και περιθωριοποιημένες μάζες-- που με όπλο το κοσμικό κράτος προσπαθεί να αποτρέψει την απειλή του Ισλάμ. "Ούτε στρατός ούτε μαντίλα" είναι το κεντρικό σύνθημα αυτών των διαδηλώσεων, ένα σύνθημα που εκφράζει τη διεκδίκηση για τον εκδημοκρατισμό με όρους πλέον πολιτικούς, μακριά από την κηδεμονία του στρατού και το καταφύγιο της θρησκείας.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, οι διαδηλώσεις, παρά το σύνθημα, δεν φαίνεται να διαμορφώνουν έναν πολιτικό χώρο που να ξεφεύγει από τα όρια που θέτει το κατεξοχήν κεμαλικό κόμμα του Μπαϋκάλ και ο ίδιος ο στρατός. Δεν συγκροτούν εν δυνάμει έναν πολιτικό χώρο που να χτυπά τον εθνικισμό και τον τουρκισμό, έτσι όπως τον ορίζει, είτε το πολιτικό Ισλάμ --μιλλέτ-- είτε ο στρατός και το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Δεν απαντάνε οι διαδηλώσεις στο μείζον πρόβλημα του εθνικισμού, αντιθέτως "σέρνονται", αν δεν συμμερίζονται την αρχή του ουλουσαλτζιλίκ (εθνικιστικότητα), που στην ουσία σημαίνει κοσμικός εθνικισμός, ένας εθνικισμός που διεκδικείται ως αντιϊμπεριαλιστικός και ως αντιϊσλαμιστικός στο όνομα του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Ένας εθνικισμός "εναντίον της Δύσης, με όπλο τις δυτικές αξίες του έθνους".
Η κατάσταση στην Τουρκία είναι κρίσιμη, όχι γιατί συγκρούεται η δημοκρατία (:Ερντογάν) με τον αυταρχισμό, αλλά γιατί η σύγκρουση, προς το παρόν, ενισχύει τον πιο φονταμενταλιστικό εθνικισμό. Η διεκδίκηση του κοσμικού κράτους αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, πρόκριμα για έναν ουσιαστικό εκδημοκρατισμό, όμως μέχρι στιγμής αυτή η διεκδίκηση είναι ιδεολογικά εγκλωβισμένη σε έναν ακραίο αντιδυτικό εθνικισμό που από την πλευρά του εν δυνάμει ενισχύει τον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό.
Η πρώτη εύκολη ανάγνωση της σημερινής κατάστασης στην Τουρκία οδηγεί στη διαπίστωση ότι η κρίση προκύπτει από τη σύγκρουση δύο μετώπων: του πολιτικού Ισλάμ, με κύριο εκφραστή τον Ερντογάν και το κόμμα του, από τη μια μεριά, και τον κεμαλισμό, με κύριο εκφραστή τον στρατό και τα κεμαλικά, καθοδηγούμενα από τον στρατό, κόμματα, όπως το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα του Μπαϋκάλ. Η σύγκρουση, μάλιστα, ανάμεσα στα δύο μέτωπα θεωρείται από πολλούς ως σύγκρουση για τη δημοκρατία, για τον πλήρη εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο η σύγκρουση έχει τα εξής χαρακτηριστικά: το μέτωπο Ερντογάν είναι το μέτωπο της δημοκρατίας και του εκδημοκρατισμού, στο οποίο η θρησκεία παίζει δευτερεύοντα ρόλο, που όχι μόνο δεν θέτει σε κίνδυνο τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, αντιθέτως ενισχύει τον εκδημοκρατισμό αφού το Ισλάμ επιτρέπει την πολιτικοποίηση της μεγάλης και οικονομικά αδύναμης μάζας του τουρκικού λαού. Το άλλο μέτωπο, αυτό του στρατού, είναι ένα μέτωπο που, με πρόσχημα την απειλή του Ισλάμ, με πρόσχημα τον κίνδυνο για το κοσμικό κράτος, υπονομεύει τη δημοκρατία και τον εκδημοκρατισμό, αφού στο όνομα της απειλής νομιμοποιεί την παρουσία του στρατού στον δημόσιο χώρο και την ανοιχτή ή σχεδόν ανοιχτή ανάμιξή του στην πολιτική ζωή της Τουρκίας.
Αυτή η ανάλυση μοιάζει σωστή, πολύ περισσότερο που τα περισσότερα στοιχεία στα οποία βασίζεται έχουν αληθοφάνεια ("συνταγματικό" πραξικόπημα του στρατού). Ωστόσο, σε αυτή την ανάλυση υποτιμούνται δύο παράγοντες. Ο ένας είναι το Ισλάμ στην Τουρκία, το οποίο πολλοί αναλυτές, κυρίως στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουν ως ιδιαίτερη περίπτωση, ως δίαυλο εκδημοκρατισμού στο πλαίσιο ενός αυταρχικού καθεστώτος. Ο δεύτερος παράγοντας που έχει υπεισέλθει είναι ένας νέος παράγοντας του οποίου δεν μπορούμε ακόμη να εκτιμήσουμε την βαρύτητα: Είναι οι ογκωδέστατες διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων Τούρκων κατά του Ερντογάν και υπέρ του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και άλλες) οι Τούρκοι που διαδηλώνουν κατά του Ερντογάν, οι Τούρκοι που θεωρούν την εκλογή ισλαμιστή προέδρου άμεση απειλή για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους ξεπερνούν κατά πολύ πλέον το ένα εκατομμύριο. Ακόμη και με το δεδομένο ότι πράγματι ένα μέρος των διαδηλωτών, ακόμη και μεγάλο, είναι κατευθυνόμενο από τον στρατό, τα κεμαλικά κόμματα και τις οργανώσεις της "ατατουρκικής σκέψης", αυτό δεν αλλοιώνει την ουσία των διαδηλώσεων. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκίας φαίνεται να διεκδικείται μαζικά με τέτοια ένταση ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, ο ρεπουμπλικανικός του χαρακτήρας, έτσι όπως τον ενσαρκώνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αυτές οι διαδηλώσεις λοιπόν μας υποχρεώνουν να δούμε την κρίση και από μια άλλη οπτική. Η πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε υπό το φως των διαδηλώσεων είναι η εξής: αν ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους αποτελούσε επί δεκαετίες την αδιαμφισβήτητη αξία του ιερού κανόνα --του κεμαλισμού--, αν λοιπόν ο στρατός ως ο εγγυητής του κεμαλικού κανόνα εξασφάλιζε και μόνο με την παρουσία του τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους ερήμην και εναντίον του λαού, σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αν λοιπόν κάποτε ο κοσμικός χαρακτήρας επιβλήθηκε από πάνω εναντίον του Ισλάμ, της θρησκείας του λαού, σήμερα ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους διεκδικείται στις διαδηλώσεις ως αξία του λαού εναντίον της θρησκείας. Τελικά, οι ογκώδεις διαδηλώσεις, κατευθυνόμενες ή μη, δείχνουν κάτι σημαντικό: μπορεί η εκκοσμίκευση να επιβλήθηκε από πάνω και αυταρχικά ως ιερή αξία του κεμαλισμού, ωστόσο ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους έχει σήμερα λαϊκό έρεισμα στην Τουρκία, και μάλιστα αρκετά ισχυρό. Μεγάλο μέρος πλέον του λαού της Τουρκίας θεωρεί ότι το Ισλάμ συνιστά πραγματική απειλή.
Οι παραπάνω πρόχειρες και απλές παρατηρήσεις μάς υποχρεώνουν να προσεγγίσουμε διαφορετικά την κρίση στην Τουρκία. Η ανάλυση περί δύο μετώπων (Ερντογάν εναντίον στρατού, δημοκρατία εναντίον στρατοκρατικού καθεστώτος) αποδεικνύεται ανεπαρκής για να αποδώσει το μέγεθος και το ιστορικό βάθος της κρίσης στην Τουρκία. Καταρχάς, ποια είναι η πραγματική απειλή όχι μόνο σήμερα αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα για την Τουρκία, η πραγματική απειλή για τη δημοκρατία; Το Ισλάμ ή ο στρατός; Η αυτονόητη απάντηση είναι βεβαίως ο στρατός, ο οποίος προσχηματικά χρησιμοποιεί την απειλή του Ισλάμ για να κηδεμονεύει την πολιτική εξουσία. Αυτό σημαίνει ότι το Ισλάμ στην πολιτική ζωή της Τουρκίας ήταν και παραμένει το μέσον αντίστασης στην αυταρχικότητα του κεμαλισμού και του φορέα του –του στρατού. Το μέσον αντίστασης στον βίαιο εθνικισμό του κεμαλισμού. Τα αυτονόητα όμως στη συγκυρία κρίσης που βρίσκεται η Τουρκία παύουν να είναι αυτονόητα. Η εκτίμηση ότι το πολιτικό Ισλάμ σήμερα στην Τουρκία είναι ένα μετριοπαθές Ισλάμ που δεν απειλεί καθόλου το κοσμικό κράτος, αντιθέτως επιτρέπει την έκφραση της θρησκευτικότητας του λαού της Τουρκίας, επομένως αποτελεί τον φορέα και την έκφραση του εκδημοκρατισμού στην Τουρκία, ακόμη κι αν φαίνεται σωστή συγκυριακά, δεν είναι. Το Ισλάμ ως δίαυλος πολιτικής έκφρασης δεν αποτέλεσε ιστορικά το μέσον εκδημοκρατισμού στην Τουρκία~ αποτέλεσε το μέσον ενίσχυσης του αυταρχισμού, μέσα από την ενίσχυση του πιο ακραίου εθνικισμού.
Ισλάμ και κεμαλισμός
Με αυτή την έννοια, το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία βάδισε επί μακρόν παράλληλα με τον στρατό και τα συντηρητικά κεμαλικά κόμματα, σε μια σχέση αλληλοεξυπηρέτησης. Συγχρόνως όμως τα δύο μέτωπα βάδιζαν και ανταγωνιστικά το ένα απέναντι στο άλλο. Αν ο στρατός στο όνομα της ιερής αξίας του κοσμικού κράτους αντιμετώπιζε καχύποπτα και ανταγωνιστικά το πολιτικό Ισλάμ, το δεύτερο αντιμετώπιζε ανταγωνιστικά τον στρατό όχι στο όνομα της δημοκρατίας αλλά στο όνομα του φορέα των αρχών του έθνους. Το πολιτικό Ισλάμ, με δίαυλο τη θρησκεία, προσπαθούσε να επιβληθεί ως ισχυρότερος από τον στρατό φορέας του τουρκισμού στο όνομα της ιερότητας του έθνους. Από τη μια μεριά λοιπόν το Ισλάμ αποτέλεσε, σε πολιτικό επίπεδο, το "λαϊκό" σωσίβιο του κεμαλισμού προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της ιερότητας των αρχών και των αξιών του τουρκικού έθνους, δηλαδή του κεμαλισμού. Από την άλλη ωστόσο, ακριβώς λόγω αυτής του της εργαλειοποίησης, απειλούσε τους φορείς αλλά και τις αξίες του κεμαλισμού, κυρίως τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους.
Το κόμμα του Ερμπακάν δείχνει καθαρά όσα ανέφερα παραπάνω. Η δημιουργία αυτού του κόμματος συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία ενισχύεται, κυρίως μετά το πραξικόπημα του 71, ο αυταρχισμός του κράτους και ένας προσχηματικά ή μη αντιιμπεριαλιστικός εθνικισμός. Το Ισλάμ του Ερμπακάν ενισχύει ακριβώς τον αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα του κράτους, ενισχύει τη δεξιά πλευρά του κεμαλισμού. Στη δεκαετία του 70 λειτουργεί ακριβώς ενισχυτικά για την πιο ακραία εθνικιστική και ιερή λογική του κεμαλισμού, ακόμη κι αν μέσα από αυτό εκφράζονται αντικεμαλικά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη κυβέρνηση μετά το πραξικόπημα του 71 συγκροτείται από τη συμμαχία του πλέον κεμαλικού κόμματος, αυτού του Ετζεβίτ (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) και του πολιτικού Ισλάμ του Ερμπακάν. Θα έλεγα μάλιστα ότι με το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν η αντιιμπεριαλιστική πολιτική της Αριστεράς της δεκαετίας του 60 απονομιμοποιείται. Ο αντιιμπεριαλισμός της Αριστεράς εξουδετερώνεται από έναν προσχηματικά αντιϊμπεριαλιστικό, στην ουσία ακραίο εθνικισμό.
Στη δεκαετία του 80, και μετά το τρίτο πραξικόπημα, ο κεμαλισμός ενσωματώνει με το κόμμα του Οζάλ τα πιο "χρήσιμα" στοιχεία του Ισλάμ στην αυτοκρατορικής λογικής τουρκοϊσλαμική σύνθεση. Μέσα από αυτή τη σύνθεση επιτυγχάνεται για πρώτη φορά, με τη συμβολή του Ισλάμ, η κεμαλοποίηση του οθωμανικού παρελθόντος, δηλαδή η ενίσχυση ακόμη περισσότερο του εθνικισμού και του τουρκικού μεγαλείου. Ακόμη κι αν το πολιτικό Ισλάμ του Ερμπακάν εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως αντικεμαλικό (κυρίως στη δεκαετία του 90), ακόμη κι αν πράγματι εκφράζει τις αδύναμες οικονομικά και περιθωριοποιημένες μάζες, ωστόσο το Ισλάμ είναι το μέσον ενίσχυσης της αντίληψης περί αταξικής κοινωνίας, μέσον κυρίως ενίσχυσης του φονταμενταλιστικού εθνικισμού, μέσον ενίσχυσης του αυταρχισμού και της ιερότητας του κράτους. Η όλη σύγκρουση ανάμεσα στον Ερμπακάν και τον στρατό θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: Ποιος εκφράζει αποτελεσματικότερα έναν φονταμενταλιστικό εθνικισμό; Ο στρατός με όχημα τις κεμαλικές αξίες του τουρκικού έθνους ή το πολιτικό Ισλάμ με όχημα τη θρησκεία του λαού; Και στις δύο περιπτώσεις, έστω και με διαφορετικό τρόπο, η δημοκρατία αποδυναμώνεται.
Το κοσμικό κράτος, όπλο του εθνικισμού ή προϋπόθεση του εκδημοκρατισμού;
Το πολιτικό Ισλάμ του Ερντογάν με μια αρκετά ισχυρή πλέον μεσαία αστική τάξη που διεκδικεί την εξουσία στο όνομα της ισλαμικότητάς της –το "πράσινο κεφάλαιο" της Τουρκίας- είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται αρκετά ισχυρό ώστε να διεκδικήσει το ίδιο το κράτος εναντίον του στρατού. Η κυβέρνηση Ερντογάν, έχοντας τη συγκυρία με το πλευρό της --την ευνοϊκή ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας-- διεκδίκησε την ανάδειξη του Ισλάμ ως του αποτελεσματικότερου μέσου για την εγγύηση της μιας από τις δύο σημαντικότερες αξίες του κεμαλισμού: του δυτικού, ευρωπαϊκού χαρακτήρα του κράτους. Με άλλα λόγια, διεκδίκησε, όχι τόσο τον εκδημοκρατισμό, αλλά την αποτελεσματικότερη διαχείριση του τουρκισμού. Είναι βεβαίως γεγονός ότι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, η πίεση από την Ευρωπαϊκή Ένωση για μεταρρυθμίσεις συνεπαγόταν αλλαγές προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού. Ωστόσο, η κυβέρνηση Ερντογάν δεν τόλμησε, ή δεν θέλησε να τολμήσει, να θέσει σε αμφισβήτηση ούτε καν τον νόμο 301 περί τουρκικότητας. Δεν τόλμησε ή δεν θέλησε να τολμήσει να αρπάξει την ευκαιρία μετά τη δολοφονία του Αρμένιου Χρ. Ντικ όταν χιλιάδες Τούρκοι διαδήλωναν στους δρόμους, με το σύνθημα "είμαστε όλοι Αρμένιοι", και να καταργήσει τον νόμο. Δεν μπορεί να μιλά κανείς για εκδημοκρατισμό στην Τουρκία χωρίς να έχει τη θέληση να πριονίσει αποφασιστικά τα ερείσματα του εθνικισμού.
Ας δεχτούμε, παρά ταύτα, ότι το μετριοπαθές Ισλάμ του Ερντογάν δεν τόλμησε να χτυπήσει τον εθνικισμό λόγω της απειλής του στρατού. Η μόνιμη ωστόσο επίκληση της απειλής -απειλή ο στρατός για το Ισλάμ, απειλή το Ισλάμ για τον στρατό--, μήπως τελικά ενισχύει τον αυταρχισμό, και κυρίως τον εθνικισμό; Αν δούμε και πάλι τη σύγκρουση των δύο μετώπων (πολιτικό Ισλάμ, στρατός) υπό το φως της ιστορίας του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, όπως πολύ σχηματικά την περιέγραψα, θα λέγαμε ότι η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο συνοψίζεται ως εξής: Ποιος εκφράζει πιο αποτελεσματικά τον ιερό χαρακτήρα των αξιών του έθνους; Ποιος είναι ο πιο αυθεντικός και αποτελεσματικός δίαυλος συνοχής και ενότητας του έθνους: ένα κράτος μουσουλμανικό και, προς το παρόν, εξευρωπαϊσμένο ή ένα κράτος κοσμικό; Με αυτό το ερώτημα αναβιώνει στην Τουρκία μια πολύ παλιά σύγκρουση -- που σχεδόν ποτέ δεν σταμάτησε -- που άρχισε από τα μέσα του 19ου αιώνα και με διαφορετικούς τρόπους επανεμφανιζόταν στο προσκήνιο. Αν στον 19ο αιώνα το ερώτημα τέθηκε με κύριο γνώμονα τη σωτηρία του κράτους (ποιος μπορεί να είναι ο πιο αποτελεσματικός σωτήρας του κράτους; Το Ισλάμ, δίαυλος και νομιμοποιητής του εκδυτικισμού, ή ο εκδυτικισμός, νομιμοποιητής της περιθωριοποίησης του Ισλάμ;), στη συνέχεια, κυρίως με τους Νεότουρκους, το ερώτημα διαφοροποιήθηκε: Ποιος μπορεί να σώσει το κράτος; Ένα εκδυτικισμένο μιλλέτι ή το τουρκικό έθνος; Ο Μουσταφά Κεμάλ έδωσε την απάντηση: Το τουρκικό έθνος έσωσε το κράτος, αλλά και το κοσμικό, δυτικό κράτος σώζει εσαεί το έθνος.
Η σύγκρουση σήμερα, και λόγω διεθνούς αλλά και ευρωπαϊκής συγκυρίας, επικεντρώνεται στο ποιος είναι ο πιο αποτελεσματικός σωτήρας του κράτους στο όνομα του έθνους. Ο Ερντογάν διεκδικεί την εκλογή Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον χώρο του πολιτικού Ισλάμ, στο όνομα του μιλλετιού. Αυτός ο παλιός γνώριμος όρος που επανέρχεται στο πολιτικό προσκήνιο ούτε αθώος είναι ούτε απλός. Ο Ερντογάν διεκδικεί την ψήφιση του προέδρου όχι από τον λαό (|χαλκ|), ούτε από το έθνος (|ουλούς|), αλλά από το |μιλλέτι|. Ο όρος αυτός παραπέμπει σε ένα εθνοθρησκευτικό σύνολο, σε ένα έθνος-θρησκευτική κοινότητα, σε ένα τουρκικό έθνος-μουσουλμανική κοινότητα. Με τον όρο μιλλέτι σήμερα επιτυγχάνεται η πλήρης ταύτιση τουρκισμού και ισλαμισμού. Αναδεικνύεται το Ισλάμ ως ο φορέας και εγγυητής της τουρκικότητας --και όχι της δημοκρατικότητας-- του έθνους. Η εργαλειοποίηση του Ισλάμ με τέτοιους όρους αφήνει εν δυνάμει τα περιθώρια (ανεξαρτήτως των προθέσεων του κόμματος Ερντογάν) για τη διεκδίκηση στο μέλλον (κοντινό ή απώτερο) ενός ισλαμιστικού κράτους; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα μόνο έμμεσα μπορούμε να την προσεγγίσουμε, αν αναλύσουμε λίγο το άλλο μέτωπο της σύγκρουσης. Αυτό ωστόσο που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι το πολιτικό Ισλάμ, ακόμη και το μετριοπαθές, ενισχύει και με δίαυλο τη θρησκεία, τον φονταμενταλισμό --θρησκευτικό ή, στον αντίποδα, κοσμικό.
Το άλλο μέτωπο, ο στρατός, στο τελεσίγραφό του προς τον Ερντογάν, καταλήγει με μια χαρακτηριστική διατύπωση: "Ο στρατός θα είναι πάντα εναντίον αυτών που δεν λένε: Τι ευτυχής να μπορείς να λες ότι είσαι Τούρκος". Αυτή η διάσημη ρήση ("Τι ευτυχής να μπορείς να λες ότι είσαι Τούρκος") του Μουσταφά Κεμάλ επιστρατεύεται πάλι από τον στρατό, προκειμένου να ορίσει τα όρια της τουρκικότητας και να απονομιμοποιήσει το πολιτικό Ισλάμ ως εκφραστή και εγγυητή της τουρκικότητας. Στο όνομα του κοσμικού κράτους και της κοσμικής ταυτότητας του τουρκισμού, ο στρατός ενισχύει από την πλευρά του τον εθνικισμό, καθιστώντας το κοσμικό κράτος αδιαπραγμάτευτη αξία του έθνους.
Πράγματι, στο όνομα του κοσμικού κράτους συσπειρώνονται αυτή τη στιγμή στην Τουρκία τα πιο εθνικιστικά στοιχεία, οργανώσεις, κ.λπ., που αντιμετωπίζουν τον Ερντογάν ως προδότη και το Ισλάμ ως δίαυλο υποταγής του έθνους στη Δύση. Ωστόσο, αυτή είναι η μια όψη του νομίσματος. Οι διαδηλώσεις στην Τουρκία σήμερα δείχνουν ότι, αν το πολιτικό Ισλάμ εξέφρασε κάποτε τις περιθωριοποιημένες ομάδες του πληθυσμού και αποτέλεσε, για κάποιους, το μέσον αντίστασης στο αυταρχικό κράτος και τον στρατό, σήμερα η διεκδίκηση του κοσμικού κράτους συσπειρώνει κι ένα μέρος του λαού --μάλιστα και περιθωριοποιημένες μάζες-- που με όπλο το κοσμικό κράτος προσπαθεί να αποτρέψει την απειλή του Ισλάμ. "Ούτε στρατός ούτε μαντίλα" είναι το κεντρικό σύνθημα αυτών των διαδηλώσεων, ένα σύνθημα που εκφράζει τη διεκδίκηση για τον εκδημοκρατισμό με όρους πλέον πολιτικούς, μακριά από την κηδεμονία του στρατού και το καταφύγιο της θρησκείας.
Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, οι διαδηλώσεις, παρά το σύνθημα, δεν φαίνεται να διαμορφώνουν έναν πολιτικό χώρο που να ξεφεύγει από τα όρια που θέτει το κατεξοχήν κεμαλικό κόμμα του Μπαϋκάλ και ο ίδιος ο στρατός. Δεν συγκροτούν εν δυνάμει έναν πολιτικό χώρο που να χτυπά τον εθνικισμό και τον τουρκισμό, έτσι όπως τον ορίζει, είτε το πολιτικό Ισλάμ --μιλλέτ-- είτε ο στρατός και το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα. Δεν απαντάνε οι διαδηλώσεις στο μείζον πρόβλημα του εθνικισμού, αντιθέτως "σέρνονται", αν δεν συμμερίζονται την αρχή του ουλουσαλτζιλίκ (εθνικιστικότητα), που στην ουσία σημαίνει κοσμικός εθνικισμός, ένας εθνικισμός που διεκδικείται ως αντιϊμπεριαλιστικός και ως αντιϊσλαμιστικός στο όνομα του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Ένας εθνικισμός "εναντίον της Δύσης, με όπλο τις δυτικές αξίες του έθνους".
Η κατάσταση στην Τουρκία είναι κρίσιμη, όχι γιατί συγκρούεται η δημοκρατία (:Ερντογάν) με τον αυταρχισμό, αλλά γιατί η σύγκρουση, προς το παρόν, ενισχύει τον πιο φονταμενταλιστικό εθνικισμό. Η διεκδίκηση του κοσμικού κράτους αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, πρόκριμα για έναν ουσιαστικό εκδημοκρατισμό, όμως μέχρι στιγμής αυτή η διεκδίκηση είναι ιδεολογικά εγκλωβισμένη σε έναν ακραίο αντιδυτικό εθνικισμό που από την πλευρά του εν δυνάμει ενισχύει τον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό.
[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου