Κυριακή 26 Μαΐου 2013

[Κύπρος] Λίγα λόγια για την Κύπρο και την Αριστερά

Των Σίας Αναγνωστοπούλου και Αδάμου Ζαχαριάδη


Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή όσα συνέβησαν στην Κύπρο, επανέρχεται και στις τάξεις της Αριστεράς η συζήτηση για ζητήματα που, με μία έννοια, εντάσσονται στην κατηγορία των «εθνικών θεμάτων». Η ελληνική Αριστερά καλείται, από τη μια πλευρά, να αναλύσει και να εξαγάγει συμπεράσματα από την πενταετή διακυβέρνηση της χώρας από το ΑΚΕΛ και από την άλλη, σχεδόν ταυτόχρονα, να απαντήσει στις προκλήσεις που έθεσαν οι αποφάσεις του Eurogroup του Μαρτίου για την αντιμετώπιση της κυπριακής οικονομικής κρίσης.

Με αφορμή λοιπόν τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Κύπρο από τον Μάρτιο και μετά, ο δημόσιος διάλογος στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς αναδεικνύει τις διαφορετικές προσεγγίσεις (ακόμα και τις συγχύσεις) σε ό,τι αφορά την Κύπρο συνολικά -την ιστορία της, την κοινωνία, την πολιτική και οικονομική της κατάσταση- πολύ δε περισσότερο που το Κυπριακό θεωρείται πάντα μείζον εθνικό θέμα. Ωστόσο, το Κυπριακό συνιστά συγχρόνως το σημείο στο οποίο συμπυκνώνεται μια μεγάλη τομή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα.

Μικρή ιστορική αναδρομή


Η Κύπρος δεν αναδύθηκε στα νερά της Μεσογείου το 1974. Το Κυπριακό υπήρχε και πριν από τότε. Ωστόσο, οι αναλύσεις ορισμένων τμημάτων της Αριστεράς (κατ’ αντιστοιχία με τις κυρίαρχες αναλύσεις) ξεκινούν από αυτή τη χρονολογία και διαφοροποιούνται -στην καλύτερη περίπτωση- ως προς τις ευθύνες της ελληνικής πλευράς για το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας, απωθώντας επιλεκτικά όσα συνέβησαν από τη δεκαετία του 1940 μέχρι τότε. Παραμένουν έτσι εγκλωβισμένες στη θεωρία των «αδικημένων εθνών» (ο Ελληνισμός είναι συνήθως ένα από αυτά) προσπαθώντας ίσως, πιστές στη γραμμή που χάραξε το ΚΚΕ από το 1949 και μετά, να αποσείσουν την κατηγορία που διατύπωναν οι νικητές του εμφυλίου περί «εθνοπροδοτικής Αριστεράς».

Προνομιακή θέση στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται έχουν –εννοείται…- τα «ιστορικά επιχειρήματα», μιας και η ιστορία της Κύπρου σημαδεύεται από την τουρκική εισβολή του 1974. Ωστόσο, η τομή την οποία συνιστά, αυτονοήτως, η βαρβαρότητα μιας εισβολής επικαλύπτει μια σειρά αιτίων που έχουν δημιουργήσει αυτό το «πολυπαραγοντικό» πρόβλημα που ακούει στο όνομα Κυπριακό. Το πρόβλημα, δηλαδή, είναι βαθιά πολιτικό. Άλλωστε, όλες οι διεθνείς απόπειρες για επίλυση του Κυπριακού δεν περιορίζονται στο –δίκαιο και αυτονόητο- αίτημα για απόσυρση του τουρκικού στρατού, αλλά προσπαθούν να αντιμετωπίσουν και μια σειρά άλλα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί μέσα στον χρόνο. Η Αριστερά, λοιπόν, καλείται να διατυπώσει τη δική της θέση σε αυτή τη συζήτηση, μια θέση που να μην αναπαράγει άκριτα την «επίσημη» και «θεσμική» ανάγνωση της ιστορίας αλλά εισάγει στη συζήτηση την ταξική και διεθνιστική ματιά της Αριστεράς.

Έτσι κι αλλιώς, η ιστορία είναι δύσβατο χωράφι και υπάρχουν πολλοί τρόποι να το αξιοποιήσει κανείς. Και θα ήταν αστείο να λησμονεί κανείς την «πολιτική χρήση» της ιστορίας και ιδιαίτερα το πώς ορισμένα πράγματα ανάγονται σε «αυτονόητα». Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές φορές η δουλειά της Αριστεράς είναι να πολεμάει, να αμφισβητεί τα «αυτονόητα», να μην τα θεωρεί δεδομένα, όσο κι αν αυτά εφησυχάζουν μια αυτάρεσκη κοινωνία που της αρέσει να βλέπει τον εαυτό της πάντα δικαιωμένο μέσα στον χρόνο. Αν είναι όμως να μιλήσουμε για ιστορία, ας μην περιοριζόμαστε σε μια μονοσήμαντη ανάγνωσή της. Ας ρισκάρουμε να θέσουμε κάποια δύσκολα ερωτήματα που διάφοροι ιστορικοί έχουν διατυπώσει αλλά η Αριστερά στο σύνολό της δεν τολμά πάντα να θέσει. Για παράδειγμα, το ερώτημα που αφορά τη συγκρότηση, την ηγεσία και τα αιτήματα του αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο αγώνας αυτός πράγματι «πάτησε» πάνω στις ανάγκες των κοινωνιών για απαλλαγή από την εξάρτηση (αποικιακή ή ημιαποικιακή), για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Όμως ας μη λησμονούμε ότι οργανώθηκε τόσο στην Αθήνα, μέσα στο πιο σκληρό μετεμφυλιακό κλίμα, από αυτούς μάλιστα που πρωτοστάτησαν στο αντικομμουνιστικό πογκρόμ στην Ελλάδα, με αρχηγό τον –ηγέτη της Χ- Γρίβα όσο και στην Κύπρο από τον -γνωστών αντικομμουνιστικών φρονημάτων- Μακάριο. Το κρίσιμο ζήτημα που ετίθετο εκείνη την εποχή για τη Δεξιά ήταν η εξουδετέρωση των υποδοχών που είχε δημιουργήσει η Αριστερά για έναν αγώνα με αντιαποικιακό, κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο. Για τη Δεξιά λοιπόν της εποχής το μεγάλο στοίχημα, προκειμένου να ηγεμονεύσει απέναντι στην Αριστερά, ήταν να αναγάγει το πολιτικό/κοινωνικό αίτημα σε «εθνικό»/αλυτρωτικό. Για να υπηρετηθεί η λογική αυτή κινητοποιήθηκαν όλα τα περιθωριοποιημένα από την ιστορία στοιχεία, όπως ο Γρίβας. Η «Ένωση» αποτέλεσε το σημείο καμπής της υποταγής της Αριστεράς (η οποία έπεσε στη παγίδα) στην εθνική ηγεμονία της Δεξιάς. Με δεδομένα τα παραπάνω –τα γράφει άλλωστε ευθαρσώς ο Γρίβας στα Απομνημονεύματά του- οφείλουμε να αναρωτηθούμε ως αριστεροί/ές για το απελευθερωτικό, κοινωνικό όραμα της ΕΟΚΑ. Να αναρωτηθούμε επίσης για τις καταγγελίες του ΑΚΕΛ για τις επιθέσεις της ΕΟΚΑ σε μέλη του κατά την περίοδο 1955-1959. Τέλος, να αναρωτηθούμε μήπως το αλυτρωτικό όραμα της Ένωσης απέκλειε τους Τουρκοκύπριους από οποιονδήποτε κυπριακό αντιαποικιακό αγώνα, ενώ ενίσχυε τον ακραίο, τουρκικό εθνικισμό και σε αυτή την κοινότητα.

Υπάρχουν βέβαια ερωτήματα και για τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-1974), στα οποία επίσης οι απαντήσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολες. Για παράδειγμα, τι συνέβη το 1963 με το αίτημα για τροποποίηση των «13 σημείων» του Συντάγματος από τον Μακάριο; Σηματοδοτούσε άραγε ένα τέτοιο αίτημα μια δίκαιη κυπριακή διεκδίκηση ή την απαρχή συγκρούσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες; Τι σηματοδοτούσε άραγε η τροποποίηση των «13 σημείων» σε ένα πλαίσιο όπου τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής κοινότητας (αναγνωρισμένα από τις διεθνείς συνθήκες) άρχισαν να ορίζονται ως προνόμια παραχωρημένα από την πλειοψηφία στη μειοψηφία; Γιατί αγνοούμε τις αναρίθμητες ομιλίες, συνεντεύξεις, δηλώσεις του ίδιου του Μακάριου -όλες δημοσιευμένες και εύκολα προσβάσιμες- που θα μας διαφώτιζαν για την «ανταρσία» των Τουρκοκυπρίων το ’63 και τις επιθέσεις εναντίον τους; Αναρωτιόμαστε άραγε τι κλίμα δημιουργούσαν όχι μόνο εναντίον της τουρκοκυπριακής κοινότητας αλλά και εναντίον της ίδιας της δημοκρατίας στη χώρα δηλώσεις όπως αυτή του Μακάριου, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1962, ότι «μέχρις ότου η μικρή τουρκική κοινότητα, που αποτελεί μέρος της τουρκικής φυλής, του τρομερού εχθρού του ελληνισμού, εξουδετερωθεί, το καθήκον προς τους ήρωες της ΕΟΚΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί λήξαν». Γνωρίζουμε κάτι περί του «Σχεδίου Ακρίτας» με συμμετοχή του Τάσσου Παπαδόπουλου, τον οποίο τόσο εξυμνούν τμήματα της ελληνικής Αριστεράς ακόμα και σήμερα; Ξέρουμε άραγε κάτι για τους τουρκοκυπριακούς θύλακες, για τις επιθέσεις στα τ/κ χωριά, ειδικά μετά την επανεμφάνιση του Γρίβα στη Κύπρο; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα -καθοριστικά για την όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων αλλά και για την κατάσταση που διαμορφωνόταν στην Κύπρο και η οποία επιδεινώθηκε με το χουντικό πραξικόπημα του 1974 και κορυφώθηκε με την τουρκική εισβολή- ένα μέρος της Αριστεράς προτιμά ή την εκκωφαντική σιωπή ή την υιοθέτηση κάποιων «αυτονόητων». Και αυτό ανεξάρτητα αν έτσι υποτάσσεται στις «γκρίζες ζώνες» του εθνικισμού ή ακόμη και του ρατσισμού, όταν στον λόγο του για το Κυπριακό η άλλη –διεθνώς αναγνωρισμένη- κοινότητα του νησιού, η τουρκοκυπριακή, είτε απουσιάζει είτε υποβαθμίζεται σε μειονότητα.

Με αυτές τις «γκρίζες ζώνες» περί Κυπριακού στις αποσκευές του, μέρος της Αριστεράς δεν τολμά ακόμη να συζητήσει σοβαρά αυτά που συνέβησαν στην Κύπρο το 2004. Έτσι, περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι τότε οι Τουρκοκύπριοι είχαν εξεγερθεί κατά του καθεστώτος του Ντενκτάς, κατά της πολιτικής της Τουρκίας, κατά του τουρκικού στρατού, με το σύνθημα μάλιστα «ζητάμε την απελευθέρωσή μας από αυτούς που μας ελευθέρωσαν», διεκδικώντας για πρώτη φορά μαχητικά την ειρηνική συνύπαρξη με τους Ελληνοκύπριους στο ίδιο κράτος. Η πλειοψηφία της ελληνοκυπριακής κοινότητας, υπό την ηγεσία του Τάσσου Παπαδόπουλου (που είχε εκλεγεί με ευθύνη του ΑΚΕΛ) αλλά και με καθοριστικό το «ΟΧΙ» του ίδιου του ΑΚΕΛ, τους γύρισε την πλάτη με βασικό επιχείρημα τη μεγάλη οικονομική ανισότητα των δύο κοινοτήτων. Όπως είχε γράψει ο Άγγελος Ελεφάντης στην Αυγή, «όλοι όσοι ψήφισαν “ΟΧΙ” στο δημοψήφισμα δεν είναι εθνικιστές. Αλλά το “ΟΧΙ” είναι εθνικιστικό». Άλλωστε, θυμόμαστε ακόμη τους «εμπνευσμένους λόγους» «ανθρώπων του Θεού» περί τεμπέληδων και φτωχών Τουρκοκύπριων και άλλα τέτοια τα οποία –πού να το φανταζόμασταν τότε εμείς οι «πλούσιοι»- λίγα χρόνια μετά θα ήταν τα ίδια επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσαν οι πλούσιοι της Ε.Ε. για τους Έλληνες.

Δυστυχώς δεν αντιλαμβανόμαστε ακόμα πως όσο διαιωνίζεται η σημερινή κατάσταση στη Κύπρο τόσο ενισχύεται ο ρόλος της Τουρκίας στο νησί. Δεν αντιλαμβανόμαστε πως μόνο η λύση και η ειρηνική συμβίωση όλων των κατοίκων του νησιού κάτω από το ίδιο ομόσπονδο κράτος είναι ικανή να υποβαθμίσει τον παράγοντα Τουρκία. Η σημερινή πραγματικότητα στη Κύπρο το επιβεβαιώνει και δυσκολεύει απίστευτα την προοπτική της λύσης της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Πώς ο αντιιμπεριαλισμός μπορεί να γίνει μανδύας του εθνικισμού

Το τελευταίο διάστημα και στους κόλπους της Αριστεράς ανθούν οι γεωπολιτικές αναλύσεις εις βάρος της πολιτικής. Οι αναλύσεις για δρόμους πετρελαίου και φυσικού αερίου, για υπόγειες διαδρομές υδρογονανθράκων, για μουσουλμανικά και άλλα τόξα, υποτάσσουν τις αναλύσεις των κοινωνικών και ταξικών σχέσεων σε απλουστευτικές, γεωστρατηγικές και «εθνικές» συγκρούσεις από τις οποίες σχεδόν εξαφανίζεται η πάλη των τάξεων. Όμως ο ιμπεριαλισμός αντικατοπτρίζει πραγματικούς συσχετισμούς της ταξικής πάλης και δεν είναι μια μάχη μεταξύ «καλών» και «κακών» εθνών με στόχο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές κάθε χώρας. Μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να ερμηνευθούν επιλογές όπως η λυκοφιλία με το Ισραήλ στο όνομα του υπέρτατου στόχου της εκμετάλλευσης των φυσικών και ενεργειακών πόρων.

Αυτές οι γενικές σκέψεις είναι γνωστές –λίγο ως πολύ- σε όλους τους αριστερούς και τις αριστερές. Πώς γίνεται ωστόσο τμήματα της Αριστεράς να μπερδεύουν τις έννοιες του αντιιμπεριαλισμού και του διεθνισμού με τις θεωρίες των γεωπολιτικών συνομωσιών και να παραδίδονται έτσι άνευ όρων στη λογική της «αταξικότητας των εθνικών ζητημάτων» που προωθεί ο εθνικισμός, προκειμένου να γείρει την πλάστιγγα της ταξικής πάλης προς όφελος μίας (ποιας άραγε…) τάξης; Στις εποχές που ζούμε, όπου το διεθνιστικό αντιιμπεριαλιστικό πρόταγμα προϋποθέτει και συνεπάγεται την ξεκάθαρη και εφ’ όλης της ύλης διαίρεση Δεξιάς-Αριστεράς, η υιοθέτηση μιας αντίληψης που κάποιοι θέλουν να περιγράφουν ως «πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό» και η οποία εμπνέεται από τη θεωρία των «καλών» και των «κακών» εθνών, υπονομεύει το διάβημα της Αριστεράς και ενισχύει διαρκώς τούς, κατά τα άλλα, ταξικούς εχθρούς της. Κι αυτό γιατί, με τον τρόπο αυτό, η Αριστερά δεν μπορεί να σπάσει το βαθύ, πολιτικό, οικονομικό και κυρίως ιδεολογικό, κατεστημένο που έχει συγκροτήσει η Δεξιά στη χώρα. Το παράδειγμα του ΑΚΕΛ στην Κύπρο αποτελεί την πιο τρανταχτή απόδειξη. Ενίσχυσε, με τη συνεργασία με τον Παπαδόπουλο, το «βαθύ κατεστημένο» στην Κύπρο και, στη συνέχεια, προσπάθησε να κυβερνήσει ως αριστερό κόμμα έχοντας απέναντι του το σκληρό κατεστημένο που ωστόσο το ίδιο το ΑΚΕΛ νομιμοποίησε ιδεολογικά και πολιτικά.

Αντίπαλος της Αριστεράς δεν είναι μόνο η δεξιά μνημονιακή κυβέρνηση (είτε εδώ είτε στην Κύπρο). Αντίπαλός της είναι και όλες οι δεξιές εθνικιστικές δυνάμεις που συγκυριακά μπορεί να είναι και αντιμνημονιακές. Απέναντι σε αυτό το ζήτημα, χρειάζεται ξεκάθαρη και συνεκτική θέση. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να απορρίπτει μια συμμαχία με τον Καμένο στην Ελλάδα, αλλά να παραβλέπει το ταξικό περιεχόμενο της πολιτικής του Λιλλήκα στην Κύπρο∙ κάτι τέτοιο σημαίνει ότι αρκεί να σηκώσει κανείς το λάβαρο του πατριωτισμού για να ξεχαστούν όλες οι πολιτικές, ταξικές και ιδεολογικές αναφορές του.

H παγωμένη μας πυξίδα

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τις πιθανότητες συνεργασίας των λαών του Νότου, για τον ευρωπαϊκό Βορρά και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μήπως όμως η πυξίδα της Αριστεράς έχει παγώσει σε ένα και μόνο σημείο; Μήπως, δηλαδή, η Αριστερά προτιμά να ακολουθεί την πεπατημένη και να αναπαράγει σχεδόν μηχανιστικά την αντίληψη για τη γειτονιά μας που άλλοι έχουν διαμορφώσει; Οι αναφορές στην Τουρκία περιορίζονται, πολλές φορές, στο στερεοτυπικό σχεδόν σχήμα της «επιθετικής και επεκτατικής Τουρκίας». Δεν αγνοούμε τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο χωρών. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν ακόμη και η Αριστερά να αντιμετωπίζει τα μείζονα αυτά πολιτικά προβλήματα ως στρατιωτικά με τη λογική είτε του πολέμου είτε της εκεχειρίας, μια λογική που χάραξαν προηγούμενες κυβερνήσεις και εδώ και στην Τουρκία όπου ακόμα και η «ελληνοτουρκική φιλία» εντασσόταν πάντα στην ίδια πολιτική στόχευση: ό,τι συνέφερε κάθε φορά το μεγάλο κεφάλαιο και τις κυρίαρχες δυνάμεις (όπως ο στρατός στη Τουρκία) των δύο χωρών. Στην Τουρκία του νεοφιλελεύθερου, νεοσυντηρητικού Ερντοάν συμβαίνουν ιστορικής σημασίας αλλαγές, τις οποίες η Αριστερά οφείλει να αναλύσει και να εκτιμήσει σύμφωνα με τα δικά της ιδεολογικά και πολιτικά εργαλεία. Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών, όπου το ίδιο το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας αλλάζει και οι συσχετισμοί δυνάμεων μέσα στην ίδια τη χώρα μεταβάλλονται, αποδεσμεύονται αντιφατικές δυναμικές τις οποίες η Αριστερά δεν μπορεί να αγνοήσει για τη χάραξη μιας νέας, αριστερής πολιτικής. Για παράδειγμα η προσπάθεια επίλυσης του μείζονος προβλήματος, του Κουρδικού, σηματοδοτεί μια μεγάλη αλλαγή αλλά και μια μεγάλη αντίφαση. Από τη μια μεριά αναθεωρείται όλο το οικοδόμημα του κεμαλικού εθνικισμού, αφού το μείζον πρόβλημα μετατρέπεται από στρατιωτικό σε πολιτικό, συγχρόνως όμως η ενδεχόμενη επίλυση του Κουρδικού, υπονομεύει το ίδιο το νεοφιλελεύθερο σύστημα του Ερντοάν. Και αυτό γιατί η μετατροπή ενός προβλήματος από στρατιωτικό-εθνικό σε πολιτικό αποδεσμεύει δυνάμεις στη χώρα αυτή και μπορεί να οδηγήσει, για πρώτη φορά, στη συγκρότηση της πολιτικής με ταξικούς όρους.

Η μονοσήμαντη αναπαραγωγή του εύκολου σχήματος περί ενός μόνιμου και α-ιστορικού επεκτατισμού της Τουρκίας, ο οποίος τώρα προσανατολίζεται και προς τη Μέση Ανατολή, δεν επιτρέπει τη χάραξη μιας άλλης ελληνικής πολιτικής στο πλαίσιο της οποίας τόσο το Κυπριακό όσο και τα ελληνοτουρκικά θα συζητηθούν σε μια βάση που θα έχει την ιδεολογική και πολιτική σφραγίδα της Αριστεράς. Δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός άλλου πολιτισμού της Αριστεράς για τα πολιτικά αυτά ζητήματα. Σε ό,τι αφορά κατεξοχήν το Κυπριακό - που με αφορμή αυτό αναπαράγεται όλος ο βαθύς ελληνικός εθνικισμός-, η ένταξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο κυπριακό ιστορικό, πολιτικό και οικονομικό της πλαίσιο συνιστά την προϋπόθεση για μια άλλη αντιμετώπιση του προβλήματος. Μέχρι σήμερα, ακόμη και μεγάλο μέρος της Αριστεράς δεν συζητά για τους Τουρκοκύπριους αλλά για την Τουρκία σε σχέση με αυτούς. Προτιμά να εγκαθιστά στις αναλύσεις του την Τουρκία ως κύριο πρωταγωνιστή, αφήνοντας τους Τουρκοκύπριους στο περιθώριο, αναφερόμενο σε αυτούς με τα συνηθισμένα ευχολόγια: «δίκαιη λύση του Κυπριακού, με τις δύο κοινότητες μαζί». Διατηρεί λοιπόν μια αριστερή πολιτισμική γλώσσα για τους Τουρκοκύπριους, δανειζόμενο από την άλλη πλευρά τη σκληρά πολιτική γλώσσα από τη Δεξιά, για την οποία στο νησί δεν υπήρξαν ποτέ Τουρκοκύπριοι παρά μόνο ως δάκτυλος της Τουρκίας. Έτσι, αφήνει όλο τον χώρο στη Δεξιά και στο βαθύ εθνικιστικό κατεστημένο να παίζει όποτε και όπως θέλει με τους Τουρκοκύπριους, ξεχνώντας ότι στους Τουρκοκύπριους αναπτύχθηκαν σημαντικές δυνάμεις που έδωσαν και δίνουν σκληρές μάχες για την απαλλαγή τους από τον τουρκικό εθνικισμό και τους φορείς του στην Κύπρο.

Η Αριστερά πρέπει να αρπάξει την ευκαιρία να διαφοροποιήσει το ιστορικό παράδειγμα. Να δώσει ένα διαφορετικό πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο τόσο στην ανάλυση των προβλημάτων όσο και στη λύση τους, με την πολιτική στόχευση να μετατρέψει το τρίγωνο Αθήνα – Άγκυρα – Λευκωσία από περιοχή καχυποψίας, διατάραξης και τριβών σε γέφυρα ειρήνης, συμβίωσης και ευημερίας. Και, στην ανάλυσή της, να θυμάται πάντα ότι, και στην Κύπρο, εκτός από κοινότητες, υπάρχουν και τάξεις.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου