Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ή ο Μεγαλοπρεπής Αιώνας:
οι ιδεολογικές στοχεύσεις μιας τηλεοπτικής σειράς
οι ιδεολογικές στοχεύσεις μιας τηλεοπτικής σειράς
Η τουρκικής παραγωγής σειρά που προβάλλεται στην Ελλάδα κάθε
βράδυ από τη συχνότητα του τηλεοπτικού καναλιού ΑΝΤ1 με θέμα τον Οθωμανό
σουλτάνο Σουλεϊμάν –Μεγαλοπρεπής για τους Δυτικούς, Νομοθέτης (Κανουνί)
για τους Οθωμανούς– προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις στην Τουρκία και την
Ελλάδα, όχι μόνο για τη θεαματικότητά της αλλά και για το σενάριό της.
Το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν, ασχολήθηκε προσωπικά με τη σειρά, απειλώντας μάλιστα με τη
διακοπή της αν η παραγωγή δεν συμμορφωνόταν προς τας υποδείξεις, δείχνει ότι μια σειρά με θέμα τη ζωή του μεγαλοπρεπούς σουλτάνου δεν είναι ποτέ ακίνδυνη. Ο Σουλεϊμάν, έστω και ως ήρωας σίριαλ, καλείται αιώνες μετά τον θάνατό του να επαληθεύσει την οθωμανική ιστορία έτσι όπως τη φαντασιώνεται
σήμερα ο Τούρκος πρωθυπουργός. Στο ίδιο πλαίσιο, αν και με εκ διαμέτρου
αντίθετες στοχεύσεις, κινούνται και οι αντιδράσεις στην Ελλάδα από τους
μόνιμους αυτόκλητους θεματοφύλακες της «ελληνικής φυλής». Ο Σουλεϊμάν
του σίριαλ πρέπει να επιβεβαιώνει την αιώνια εθνική παράδοση της απειλής
από τους Τούρκους. Ο σουλτάνος οφείλει να απειλεί από τα βάθη των
αιώνων τον Ελληνισμό, τόσο ως τύραννος του τότε όσο και ως το μακρύ,
έστω και βρικολακιασμένο, χέρι του «νεο-οθωμανισμού» σήμερα.
Ωστόσο εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολουθούν φανατικά τη σειρά.
Αυτό το διαφορετικό εθνικά κοινό μάλλον κάτι άλλο βλέπει σε αυτόν τον
μεγάλο σουλτάνο, κάτι που προφανώς ξεφεύγει από τον Ερντογάν ή τους
δικούς μας σωτήρες. Κάτι όμως που σίγουρα ούτε ο ίδιος ο
Σουλεϊμάν είχε διανοηθεί τότε ότι θα έβλεπαν σε αυτόν αιώνες μετά οι
κάποτε υπήκοοι της κραταιάς αυτοκρατορίας του. Αν αναλογιστούμε ότι ποτέ
και κανένας σουλτάνος μέχρι τον 19ο αιώνα δεν ήταν ορατός (εκτός
εξαιρέσεων) στον δημόσιο χώρο, ο Σουλεϊμάν σίγουρα θα είχε αποκεφαλίσει
τον απερίσκεπτο που θα τολμούσε να βάλει κάμερα στην κλειδαρότρυπα του
παλατιού του. Ο πρώτος λόγος λοιπόν για την επιτυχία της σειράς είναι ο
ίδιος που εξασφαλίζει την επιτυχία στα ιστορικά μυθιστορήματα ή τις
ταινίες εποχής. Η δραματοποίηση του παρελθόντος, αυτού του σκοτεινού,
μυστηριώδους χώρου των εθνικών ή άλλων «φαντασμάτων» μας, μαγεύει το
ευρύ κοινό. Όσο βαρετή είναι η επιστήμη της Ιστορίας, με την
εξορθολογιστική και απομυθοποιητική προσέγγιση των πραγματικοτήτων του
παρελθόντος, τόσο εξάπτουν τη φαντασία οι μυθιστορηματικές αφηγήσεις για
το παρελθόν, αυτές οι αφηγήσεις των περιπετειών των ηρώων, που
φτιάχνουν έναν κόσμο του καλού και του κακού, έναν κόσμο πολύχρωμο,
ανθρώπινο και μυθικό ταυτοχρόνως, με τις Χιουρρέμ του, τους Ιμπραήμ του,
και πάνω απ’ όλα με τους σουλτάνους και τους βασιλιάδες του.
Μετά από αιώνες σιωπή λοιπόν το σκοτεινό παλάτι του Τόπκαπι
άνοιξε τις πύλες του διάπλατα και αποκαλύπτει, όχι τόσο την
πραγματικότητά του όσο τα επτασφράγιστα μυστικά του. Τα μυστικά ενός
κόσμου με τον οποίο η Ιστορία έκλεισε τους λογαριασμούς της, όχι όμως
και η φαντασία των δημιουργών και του κοινού ή οι ιδεοληπτικές φαντασιώσεις κάποιων πολιτικών ή σωτήρων.
Η σειρά αποκαλύπτει κυρίως τα μυστικά του πλέον εμβληματικού σουλτάνου:
του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1494-1566), του φόβου και του τρόμου
Ανατολής και Δύσης, μουσουλμάνων και χριστιανών. Οι άλλοτε φοβισμένοι
υπήκοοι του πανίσχυρου αλλά αόρατου σουλτάνου κατά κάποιον παίρνουν
τρόπο αναδρομικά την εκδίκησή τους: τον βλέπουν, σχολιάζουν και
κριτικάρουν τη ζωή και τα έργα του. Μέχρι σήμερα ελάχιστη καλλιτεχνική
παραγωγή είχε αφιερωθεί στους Οθωμανούς σουλτάνους, κι αυτό παρά το
γεγονός ότι προσφέρονται για εκλαϊκευτικές ή μυθιστορηματικές
αναγνώσεις. Στην Τουρκία, ο μέχρι πρόσφατα κυρίαρχος κεμαλισμός απαξίωνε
το σουλτανικό οθωμανικό παρελθόν, και οι δημιουργοί απέφευγαν τις
περιπέτειες με τους Οθωμανούς προγόνους. Στις άλλες χώρες της περιοχής, η
καλλιτεχνική παραγωγή περιορίστηκε αυστηρά στην ενίσχυση του κυρίαρχου
εθνικού αφηγήματος, μέσα από το οποίο προβάλλονταν οι εθνικοί ήρωες που
πολέμησαν εναντίον της μισητής οθωμανικής τυραννίας. Πάντως και σε αυτές
τις περιπτώσεις, όπου παρήλαυναν αιμοσταγείς πασάδες, άγριοι Οθωμανοί
πολεμιστές, ο σουλτάνος ήταν σχεδόν πάντα αόρατος. Και ξαφνικά έρχεται ο
Σουλεϊμάν για να σπάσει τη σιωπή αιώνων. Ναι, ένας σουλτάνος ήταν κι
αυτός άνθρωπος τελικά!
Ιστορικό δράμα με στοιχεία σαπουνόπερας
Δύο λόγια για τη σειρά σε σκηνοθεσία των αδελφών Ντουρούλ και Γιαμούρ Ταϊλάν και σενάριο των Μεράλ Οκάι και Γιλμάζ Σακίν. Αυτό το ιστορικό δράμα με στοιχεία σαπουνόπερας είναι ένα καλογυρισμένο σίριαλ, με καλό καστ ηθοποιών και κορυφαίο τον πρωταγωνιστή, τον ηθοποιό που ξεκίνησε από την όπερα και το μουσικό θέατρο Χαλίτ Εργκέντζ (Σουλεϊμάν). Ο Εργκέντζ υποδύεται με εξαιρετικό τρόπο τον μεγαλοπρεπή «κυρίαρχο των τριών ηπείρων», με μοναδικά σχεδόν εκφραστικά μέσα τα μάτια, την υποβλητική φωνή, τις σιωπές, τις εκφράσεις του προσώπου και τις εναλλαγές στις στάσεις του σώματός του. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς –οι περισσότεροι αντάξιοι των ηρώων που καλούνται να υποδυθούν– ξεχωρίζει βέβαια ο Σελίμ Μπαϋρακτάρ, ο ευνούχος Σουμπούλ Αγά της σειράς. Ο Μπαϋρακτάρ υποδύεται μοναδικά τον ρόλο του αθόρυβου, πανταχού παρόντα, ισορροπιστή, φοβισμένου, αλλά και φόβητρου για τις παλλακίδες, ευνούχου του χαρεμιού.
Τα κοστούμια αποτελούν το άλλο δυνατό σημείο αυτής της σειράς, αφού εξυπηρετούν τον σκοπό τους: τη γήτευση του κοινού μέσα από το ξαναζωντάνεμα ενός κόσμου πάνω απ’ όλα πλούτου, δύναμης και ισχύος. Το σενάριο επίσης αποτελεί ένα από τα ατού της σειράς. Ο έρωτας του πανίσχυρου ήρωα για την πανέμορφη κοκκινομάλλα Ρωσίδα Ρωξελάνη-Χιουρρέμ (η ηθοποιός Μεϋρέμ Ουζερλί), γύρω από τον οποίο υφαίνεται ένα στόρι με ίντριγκες, αίμα και συνεχείς ανατροπές, τον καθιστά ευάλωτο και ανθρώπινο, τη δε σειρά καθηλωτική. Η λελογισμένη χρήση της λυρικής οθωμανικής ποίησης ντιβάνι (ποίηση του παλατιού), σε συνδυασμό με τη χρήση αποσπασμάτων από τα γράμματα του Σουλεϊμάν στη Χιουρρέμ, προσδίδουν στον σεναριακό έρωτα του σουλτάνου μια δύναμη ασυνήθιστη για σειρά του είδους της. Από την άλλη μεριά, οι δεσμοί φιλίας (που δύσκολα κρύβουν έναν υπονοούμενο έρωτα) ανάμεσα στον σουλτάνο και τον «δούλο» του –τον μεγάλο βεζίρη Ιμπραήμ– ενισχύουν τη μυθιστορηματική απόδοση ενός κόσμου, στον οποίο ο απολυταρχισμός και ο έρωτας-φιλία εγγράφονταν στη θεοκρατική αντίληψη για την εξουσία και τον κόσμο: και τα δύο θέωναν τον σουλτάνο και αποθέωναν τον έρωτά του πάνω απ’ όλα στον Θεό.
Μεταξύ μυθοπλασίας και ιστορικής πραγματικότητας
Η σειρά, όπως είναι φυσικό, κινείται στα όρια: ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ιστορική πραγματικότητα, ανάμεσα στη μυθοπλαστική και τη δραματοποιημένη απόδοση της εποχής του Σουλεϊμάν και των προβολών που οι σύγχρονοι Τούρκοι κάνουν στο οθωμανικό παρελθόν τους. Η σειρά λοιπόν έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης, από τα οποία το σημαντικότερο αφορά την επανεφεύρεση ενός οθωμανικού παρελθόντος, ικανού να τροφοδοτήσει τις σημερινές αναζητήσεις των Τούρκων για μια νέα ταυτότητα. Από την άλλη μεριά βέβαια, και οι μη Τούρκοι αναγνωρίζουμε σε αυτό τον οθωμανικό κόσμο κάποια στοιχεία μιας οικείας παράδοσης, διαμεσολαβημένης ιστορικά μεν από την επίσημη εθνική αφήγηση αρνητικά, πολιτισμικά δε από γλωσσικές εκφράσεις και συνήθειες των Μικρασιατών προγόνων που λειτουργούν εξοικειωτικά.
Κατ’ αρχάς η σειρά –ο Μεγαλοπρεπής Αιώνας (Μουχτεσέμ Γιουζγίλ) στα τουρκικά– βασίζεται σε πολλές ιστορικές αλήθειες, οι οποίες βεβαίως δεν ανασυνθέτουν την ιστορική πραγματικότητα. Εξυπηρετούν το στόρι του σεναρίου και αποδίδουν υπαινικτικά τις ιστορικές παραμέτρους του πιο σημαντικού ίσως οθωμανικού αιώνα στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώθηκαν οι όροι για την ανάδειξη ενός από τους πιο εμβληματικούς Οθωμανούς σουλτάνους. Ο Σουλεϊμάν λοιπόν, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο το 1520 και κυβέρνησε επί 46 χρόνια, ήταν αυτός που επί εποχής του εδραιώθηκε ο αυτοκρατορικός χαρακτήρας του κράτους, γεωγραφικά, θεσμικά και συμβολικά. Η επέκταση του οθωμανικού κράτους μέχρι την καρδιά της Ευρώπης (πολιορκία της Βιέννης), η κυριαρχία στη Μεσόγειο (εκτός από την Κύπρο και την Κρήτη) που υποχρέωσε την πανίσχυρη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας σε συνεχείς ήττες, η εδραίωση της οθωμανικής εξουσίας στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθιστούν τον Σουλεϊμάν παραδειγματικό ήρωα, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά της αυτοκρατορικής εξουσίας: δύναμη, δικαιοσύνη, εκ Θεού εμπνεόμενος αυταρχισμός και πατερναλισμός – προστάτης των υποταγμένων και φόβος των αντιπάλων.
Στην κεμαλική εποχή της Τουρκίας (1923-2002), το επίσημο τουρκικό κράτος είδε στο οθωμανικό παρελθόν και στους μεγάλους κατακτητές σουλτάνους τη συνέχεια του ηρωικού τουρκικού στρατού, αυτόν τον θεμελιωτή ισχυρών κρατών (του οθωμανικού συμπεριλαμβανομένου) που προϋπήρχε των Οθωμανών σουλτάνων και τους οποίους ανέτρεψε προκειμένου να «χαρίσει» στο τουρκικό έθνος την Ανεξαρτησία του. Σήμερα, όπως φαίνεται και από το σίριαλ, το οθωμανικό παρελθόν είναι ανοικτό σε νέες αναζητήσεις, τις οποίες το κόμμα του Ερντογάν δεν έχει κατορθώσει ακόμη να οικειοποιηθεί ώστε να επιβάλει μονοπωλιακά μία οθωμανική παράδοση. Είναι προφανές ωστόσο ότι αυτό το παρελθόν φέρει πια τη σφραγίδα των σουλτάνων-ανθρώπων.
Στην τηλεοπτική σειρά ανιχνεύονται εύκολα αυτές οι πολλαπλές αναζητήσεις. Από τη μια μεριά οι κεντρικές γραμμές της Ιστορίας αποδίδονται, κυρίως σε ό,τι αφορά την αυτοκρατορική εξουσία, αρκετά πειστικά. Το σίριαλ επικεντρώνεται στο παλάτι, απ’ όπου ο αόρατος για τους υπηκόους σουλτάνος κυβερνούσε την αχανή αυτοκρατορία του. Η πραγματικότητα του παλατιού, έτσι όπως αυτή ξεδιπλώνεται, αναδεικνύει με αληθοφανή τρόπο τους κανόνες και την άκαμπτη ιεραρχία, ο σεβασμός των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση σε αυτό, για την απόκτηση πολιτικής ισχύος και οικονομικής δύναμης. Ωστόσο όλα εξαρτώνται τελικά από την ιεραρχική εγγύτητα με το «πρόσωπο», με τον σουλτάνο. Οι αξιωματούχοι του κράτους, οι γυναίκες του σουλτάνου, όλοι όσοι δεν ανήκαν στη δυναστεία ήταν υπηρέτες/-τριες (κουλ: δούλοι) του σουλτάνου, στον οποίο ανήκε η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους. «Όπου πατάω εγώ είναι νόμος», λέει ο Σουλεϊμάν στη σειρά, και γύρω από αυτή τη φράση ξετυλίγεται το κουβάρι των κομβικών στοιχείων του αυτοκρατορικού ρόλου.
Ωστόσο, από την άλλη μεριά, υπάρχουν στη σειρά πολλά ενδιάμεσα επίπεδα ανάγνωσης της αυτοκρατορικής εξουσίας, στα οποία ο αξιακός κώδικας του παρελθόντος δεν μένει ανεπηρέαστος από τα στερεότυπα που επιβίωσαν ή ανατροφοδοτούνται στο παρόν. Ο Σουλεϊμάν, ο μοναδικός με συνέχεια και συνέπεια θετικός ήρωας της σειράς, έχει φτιαχτεί με κάπως πιο έντονα, αναγεννησιακού τύπου χαρακτηριστικά. Οι υπόλοιποι ήρωες, θετικοί ή αρνητικοί, πλάθονται άλλοτε με αληθοφανή στοιχεία της οθωμανικής πραγματικότητας, άλλοτε στη βάση μεταγενέστερων κατασκευών και κυρίαρχων στερεοτύπων: για παράδειγμα, οι Ρωσίδες και κυρίως οι Καυκάσιες γυναίκες –οι ξένες γενικώς– είναι πανέμορφες, ανυπάκουες, με γυναικεία εξυπνάδα αντάξια της ανδρικής. Αυτό πάντως το ετερόκλητο σύμπαν του παλατιού, τις γυναίκες του χαρεμιού που ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέχρι θανάτου για μια θέση στο κρεβάτι και στην εξουσία του σουλτάνου, αλλά και τους άνδρες, που σκοτώνονται για τα προνόμια της σουλτανικής εξουσίας, ο σουλτάνος ή το εξημερώνει ή το τιμωρεί παραδειγματικά.
Και μέσα σε όλους αυτούς τους χαρακτήρες ξεχωρίζει ένας: ο μεγάλος
βεζίρης Ιμπραήμ Πάργκαλι, ο εξισλαμισμένος από παιδομάζωμα Ρωμιός την
καταγωγή, ο απίστευτα ικανός αλλά και αθεράπευτα, μέχρι προδοσίας
άπληστος, υψηλός Οθωμανός αξιωματούχος. Παρά το γεγονός ότι η σειρά
ακουμπάει αρκετά στην οθωμανική πραγματικότητα, στην οποία τα υψηλά
αξιώματα μύριζαν αίμα, διαφθορά, πλεκτάνες και ίντριγκα, αυτή όμως σε
ό,τι αφορά τον Ιμπραήμ υπονομεύεται από το στερεότυπο του προδότη, του εκ φύσεως και καταγωγής άπιστου.
Ο χαρακτήρας του Ιμπραήμ, τον οποίο ο σουλτάνος τίμησε με προσωπική
φιλία και τα σημαντικότερα προνόμια, χτίζεται κατ’ αρχάς με τα υλικά των
στερεοτύπων που άρχισαν να διαμορφώνονται από τον 19ο αιώνα και μετά,
προκειμένου να ερμηνευτούν οι εθνικές Επαναστάσεις, κυρίως η ελληνική:
οι αποστάτες άπιστοι, οι αχάριστοι απέναντι στους προστάτες τους, τον σουλτάνο.
Ακόμη και οι αντιφάσεις του ήρωα (πανίσχυρος αλλά δούλος) εξυπηρετούν περισσότερο μεταγενέστερες πραγματικότητες ή κατασκευές. Ο μεγάλος βεζίρης του 16ου αιώνα, από παιδομάζωμα, παρουσιάζεται σαν τραγικός ήρωας, με χαρακτηριστικά μάλλον μεταγενέστερων αιώνων: ανέστιος, άπατρις, με συνείδηση της ετερότητάς του και της εθνότητας στην οποία ανήκει (Ρωμιός), εξαιτίας της οποίας και γίνεται προδότης. Βέβαια στη σειρά εμμέσως ασκείται κριτική στην προσωποποίηση της δικαιοσύνης από τον σουλτάνο. Όμως και αυτή υπακούει στην εκ των υστέρων νεωτερική αντίληψη περί της σουλτανικής εξουσίας. Στην εποχή του Σουλεϊμάν, οι υποταγμένοι λαοί, μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι, πίστευαν (με την έννοια της υποταγής στον Θεό) στη δικαιοσύνη του σουλτάνου, ενσάρκωση της θείας δικαιοσύνης επί της γης. Η εξουσία του δεν ήταν διαπραγματεύσιμη, ήταν ιερή. Διαπραγματεύσιμη ήταν αυτή των Οθωμανών αξιωματούχων. Μόνο με τις εθνικές Επαναστάσεις αποϊεροποιήθηκε ο σουλτάνος και η εξουσία του ορίστηκε ως τυραννική, με πολιτικούς, κοσμικούς όρους.
Ένα σίριαλ όμως είναι προϊόν μυθοπλασίας και θα ήταν άστοχο να ζητάμε από αυτό να παίξει τον ρόλο του ιστορικού καταγραφέα.
Πολιτική μέσω σίριαλ
Η παραγωγή σειρών με θέμα τους σουλτάνους δεν είναι άσχετη με τη στροφή που έχει κάνει ένα μέρος της διεθνούς ιστοριογραφίας προς την επανεφεύρεση των αυτοκρατοριών ως ιστορικών παραδειγμάτων καλής, αποτελεσματικής και δίκαιης διακυβέρνησης πολυεθνοθρησκευτικών πληθυσμών. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η αναζήτηση στα αυτοκρατορικά παρελθόντα ενός ιστορικού προηγούμενου οικουμενικών ενοτήτων κάτω από μια σοφή και δίκαιη εξουσία άρχισε να γίνεται εμφανής. Από την άλλη μεριά, και στο πλαίσιο της ολοένα αυξανόμενης κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου πατερναλισμού, οι αυτοκρατορίες προσφέρονται για την ιστορική νομιμοποίηση της στροφής προς ένα περισσότερο πολιτισμικό παρά πολιτικό περιεχόμενο της έννοιας του πολίτη, προς μια πολιτισμική ταυτότητα κοινοτήτων –και όχι πολιτική ταυτότητα εθνών-κρατών– που εξασφάλισε κάποτε στους ανθρώπους ειρήνη και στα κράτη, δύναμη. Ο Σουλεϊμάν της τουρκικής σειράς θα μπορούσε να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση, και θεωρητικά να εκλαϊκεύσει την οθωμανική παράδοση στην οποία ανατρέχει και ο Ερντογάν, προκειμένου να δώσει ιστορικό βάθος στον νεοφιλελεύθερο, αυτοκρατορικό πατερναλισμό του απέναντι στον κεμαλικό, εθνικό, πατερναλισμό του στρατού, καθώς και ιστορική προοπτική στην Τουρκία που ονειρεύεται.
Ωστόσο η σειρά τον ενόχλησε τον Ερντογάν. Κάτι τον ενόχλησε στο σενάριο, το ίδιο μάλλον που τον ενοχλεί και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το πολιτισμικό πρότυπο που επιδιώκει ο Ερντογάν να διακινήσει με την πολιτική του και μέσα από αυτό να καταστήσει την Τουρκία (και τον εαυτό του) κέντρο, φορέα και εγγυητή της συνέχειας μιας κοινής για τον μουσουλμανικό κόσμο παράδοσης που χάνεται στο οθωμανικό παρελθόν των σουλτάνων-χαλίφηδων, δεν υποστηρίζεται από το σίριαλ, ούτε όμως και από την Ιστορία. Το σίριαλ επιμένει στον κοσμικό, απολυταρχικό ρόλο του σουλτάνου, ελάχιστα δε ασχολείται με τον θρησκευτικό του. Το σίριαλ λοιπόν αποδίδει έξοχα αυτή την κοσμική, γραφειοκρατική, σκληρά ιεραρχική οθωμανική πραγματικότητα της δυναστείας και των «δούλων». Οι αρχές της οικογένειας, της μουσουλμανικής αρετής, του απερίσπαστου από τα εγκόσμια δίκαιου, κυρίαρχου-πολεμιστή, τις οποίες επιδιώκει να προωθήσει η νεοσυντηρητική ιδεολογία του Ερντογάν ως αξίες μιας κοινής, στη φαντασιακή μουσουλμανική κοινότητα, οθωμανο(τουρκικής)-μουσουλμανικής, παράδοσης, δεν υπήρχαν την εποχή των σουλτάνων – και το σίριαλ το δείχνει. Η πολιτική Ερντογάν για ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο μιας ταυτότητας, βασισμένης στην παράδοση των χρηστών ηθών της μουσουλμανικής οικογένειας με τις γυναίκες κουκουλωμένες, προσκρούει όχι μόνο στην ιστορική πραγματικότητα αλλά και στις σημερινές πραγματικότητες της ίδιας της τουρκικής κοινωνίας, τουλάχιστον ακόμη. Η φαντασιακή, χρηστή μουσουλμανική οικουμένη με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη την οποία ο Ερντογάν αναζητεί στο οθωμανικό παρελθόν δεν υπήρξε ιστορικά – και δεν φταίει η σειρά γι’ αυτό. Οι αναζητήσεις στα αυτοκρατορικά παρελθόντα ιστορικών προτύπων δίκαιης και καλής διακυβέρνησης, αρμονικών ταυτοτήτων κ.λπ. είναι άκρως επισφαλείς, γιατί αποκαλύπτουν εντέλει τις ιδεολογικές και πολιτικές στοχεύσεις αυτών που τις επικαλούνται σήμερα ως παράδεισο: οι αυτοκρατορίες ήταν ισχυρές κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς όσο μπορούσαν να εξασφαλίσουν την υποταγή των πληθυσμών τους στον μονάρχη. Μετά πέθαναν! Και ο Σουλεϊμάν της σειράς δεν κρύβει την υποταγή.
Από την άλλη μεριά, οι Έλληνες εθνοσωτήρες βλέπουν στον Σουλεϊμάν και τα άλλα τουρκικά σίριαλ το μακρύ χέρι της νεοθωμανικής επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας. Έτσι κι αλλιώς, γι’ αυτούς ό,τι είναι τουρκικό είναι εθνικά επικίνδυνο. Σήμερα είναι ο νεοθωμανικός επεκτατισμός, χθες ο κεμαλικός και πάντα ο προαιώνιος εθνικός εχθρός. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένας επίμονος ελληνικός εθνικισμός, για τον οποίο οι πολύπλοκες διαστάσεις της πραγματικότητας που ζούμε σήμερα συρρικνώνονται πάντα σε ένα και μοναδικό σχήμα: αυτό της απειλής και του φόβου, εργαλεία που, πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιονδήποτε Σουλεϊμάν ή Ερντογάν, αποδομούν την έννοια του ενεργού πολιτικά πολίτη και την αντικαθιστούν με έναν φοβισμένο, υποταγμένο άνθρωπο που φοβάται τους Τούρκους, τους μετανάστες, τον περίγυρό του, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του. Έναν φοβισμένο άνθρωπο που έχει ανάγκη από προστάτες και προστασία.
Όσο για τον Σουλεϊμάν, αυτός σφράγισε τη δική του εποχή. Με τη δική μας εποχή δεν έχει καμία άλλη δουλειά παρά μόνο αυτή του ήρωα μιας πολύ καλής σειράς.
Ιστορικό δράμα με στοιχεία σαπουνόπερας
Δύο λόγια για τη σειρά σε σκηνοθεσία των αδελφών Ντουρούλ και Γιαμούρ Ταϊλάν και σενάριο των Μεράλ Οκάι και Γιλμάζ Σακίν. Αυτό το ιστορικό δράμα με στοιχεία σαπουνόπερας είναι ένα καλογυρισμένο σίριαλ, με καλό καστ ηθοποιών και κορυφαίο τον πρωταγωνιστή, τον ηθοποιό που ξεκίνησε από την όπερα και το μουσικό θέατρο Χαλίτ Εργκέντζ (Σουλεϊμάν). Ο Εργκέντζ υποδύεται με εξαιρετικό τρόπο τον μεγαλοπρεπή «κυρίαρχο των τριών ηπείρων», με μοναδικά σχεδόν εκφραστικά μέσα τα μάτια, την υποβλητική φωνή, τις σιωπές, τις εκφράσεις του προσώπου και τις εναλλαγές στις στάσεις του σώματός του. Από τους υπόλοιπους ηθοποιούς –οι περισσότεροι αντάξιοι των ηρώων που καλούνται να υποδυθούν– ξεχωρίζει βέβαια ο Σελίμ Μπαϋρακτάρ, ο ευνούχος Σουμπούλ Αγά της σειράς. Ο Μπαϋρακτάρ υποδύεται μοναδικά τον ρόλο του αθόρυβου, πανταχού παρόντα, ισορροπιστή, φοβισμένου, αλλά και φόβητρου για τις παλλακίδες, ευνούχου του χαρεμιού.
Τα κοστούμια αποτελούν το άλλο δυνατό σημείο αυτής της σειράς, αφού εξυπηρετούν τον σκοπό τους: τη γήτευση του κοινού μέσα από το ξαναζωντάνεμα ενός κόσμου πάνω απ’ όλα πλούτου, δύναμης και ισχύος. Το σενάριο επίσης αποτελεί ένα από τα ατού της σειράς. Ο έρωτας του πανίσχυρου ήρωα για την πανέμορφη κοκκινομάλλα Ρωσίδα Ρωξελάνη-Χιουρρέμ (η ηθοποιός Μεϋρέμ Ουζερλί), γύρω από τον οποίο υφαίνεται ένα στόρι με ίντριγκες, αίμα και συνεχείς ανατροπές, τον καθιστά ευάλωτο και ανθρώπινο, τη δε σειρά καθηλωτική. Η λελογισμένη χρήση της λυρικής οθωμανικής ποίησης ντιβάνι (ποίηση του παλατιού), σε συνδυασμό με τη χρήση αποσπασμάτων από τα γράμματα του Σουλεϊμάν στη Χιουρρέμ, προσδίδουν στον σεναριακό έρωτα του σουλτάνου μια δύναμη ασυνήθιστη για σειρά του είδους της. Από την άλλη μεριά, οι δεσμοί φιλίας (που δύσκολα κρύβουν έναν υπονοούμενο έρωτα) ανάμεσα στον σουλτάνο και τον «δούλο» του –τον μεγάλο βεζίρη Ιμπραήμ– ενισχύουν τη μυθιστορηματική απόδοση ενός κόσμου, στον οποίο ο απολυταρχισμός και ο έρωτας-φιλία εγγράφονταν στη θεοκρατική αντίληψη για την εξουσία και τον κόσμο: και τα δύο θέωναν τον σουλτάνο και αποθέωναν τον έρωτά του πάνω απ’ όλα στον Θεό.
Μεταξύ μυθοπλασίας και ιστορικής πραγματικότητας
Η σειρά, όπως είναι φυσικό, κινείται στα όρια: ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ιστορική πραγματικότητα, ανάμεσα στη μυθοπλαστική και τη δραματοποιημένη απόδοση της εποχής του Σουλεϊμάν και των προβολών που οι σύγχρονοι Τούρκοι κάνουν στο οθωμανικό παρελθόν τους. Η σειρά λοιπόν έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης, από τα οποία το σημαντικότερο αφορά την επανεφεύρεση ενός οθωμανικού παρελθόντος, ικανού να τροφοδοτήσει τις σημερινές αναζητήσεις των Τούρκων για μια νέα ταυτότητα. Από την άλλη μεριά βέβαια, και οι μη Τούρκοι αναγνωρίζουμε σε αυτό τον οθωμανικό κόσμο κάποια στοιχεία μιας οικείας παράδοσης, διαμεσολαβημένης ιστορικά μεν από την επίσημη εθνική αφήγηση αρνητικά, πολιτισμικά δε από γλωσσικές εκφράσεις και συνήθειες των Μικρασιατών προγόνων που λειτουργούν εξοικειωτικά.
Κατ’ αρχάς η σειρά –ο Μεγαλοπρεπής Αιώνας (Μουχτεσέμ Γιουζγίλ) στα τουρκικά– βασίζεται σε πολλές ιστορικές αλήθειες, οι οποίες βεβαίως δεν ανασυνθέτουν την ιστορική πραγματικότητα. Εξυπηρετούν το στόρι του σεναρίου και αποδίδουν υπαινικτικά τις ιστορικές παραμέτρους του πιο σημαντικού ίσως οθωμανικού αιώνα στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώθηκαν οι όροι για την ανάδειξη ενός από τους πιο εμβληματικούς Οθωμανούς σουλτάνους. Ο Σουλεϊμάν λοιπόν, ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο το 1520 και κυβέρνησε επί 46 χρόνια, ήταν αυτός που επί εποχής του εδραιώθηκε ο αυτοκρατορικός χαρακτήρας του κράτους, γεωγραφικά, θεσμικά και συμβολικά. Η επέκταση του οθωμανικού κράτους μέχρι την καρδιά της Ευρώπης (πολιορκία της Βιέννης), η κυριαρχία στη Μεσόγειο (εκτός από την Κύπρο και την Κρήτη) που υποχρέωσε την πανίσχυρη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας σε συνεχείς ήττες, η εδραίωση της οθωμανικής εξουσίας στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, καθιστούν τον Σουλεϊμάν παραδειγματικό ήρωα, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά της αυτοκρατορικής εξουσίας: δύναμη, δικαιοσύνη, εκ Θεού εμπνεόμενος αυταρχισμός και πατερναλισμός – προστάτης των υποταγμένων και φόβος των αντιπάλων.
Στην κεμαλική εποχή της Τουρκίας (1923-2002), το επίσημο τουρκικό κράτος είδε στο οθωμανικό παρελθόν και στους μεγάλους κατακτητές σουλτάνους τη συνέχεια του ηρωικού τουρκικού στρατού, αυτόν τον θεμελιωτή ισχυρών κρατών (του οθωμανικού συμπεριλαμβανομένου) που προϋπήρχε των Οθωμανών σουλτάνων και τους οποίους ανέτρεψε προκειμένου να «χαρίσει» στο τουρκικό έθνος την Ανεξαρτησία του. Σήμερα, όπως φαίνεται και από το σίριαλ, το οθωμανικό παρελθόν είναι ανοικτό σε νέες αναζητήσεις, τις οποίες το κόμμα του Ερντογάν δεν έχει κατορθώσει ακόμη να οικειοποιηθεί ώστε να επιβάλει μονοπωλιακά μία οθωμανική παράδοση. Είναι προφανές ωστόσο ότι αυτό το παρελθόν φέρει πια τη σφραγίδα των σουλτάνων-ανθρώπων.
Στην τηλεοπτική σειρά ανιχνεύονται εύκολα αυτές οι πολλαπλές αναζητήσεις. Από τη μια μεριά οι κεντρικές γραμμές της Ιστορίας αποδίδονται, κυρίως σε ό,τι αφορά την αυτοκρατορική εξουσία, αρκετά πειστικά. Το σίριαλ επικεντρώνεται στο παλάτι, απ’ όπου ο αόρατος για τους υπηκόους σουλτάνος κυβερνούσε την αχανή αυτοκρατορία του. Η πραγματικότητα του παλατιού, έτσι όπως αυτή ξεδιπλώνεται, αναδεικνύει με αληθοφανή τρόπο τους κανόνες και την άκαμπτη ιεραρχία, ο σεβασμός των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση σε αυτό, για την απόκτηση πολιτικής ισχύος και οικονομικής δύναμης. Ωστόσο όλα εξαρτώνται τελικά από την ιεραρχική εγγύτητα με το «πρόσωπο», με τον σουλτάνο. Οι αξιωματούχοι του κράτους, οι γυναίκες του σουλτάνου, όλοι όσοι δεν ανήκαν στη δυναστεία ήταν υπηρέτες/-τριες (κουλ: δούλοι) του σουλτάνου, στον οποίο ανήκε η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους. «Όπου πατάω εγώ είναι νόμος», λέει ο Σουλεϊμάν στη σειρά, και γύρω από αυτή τη φράση ξετυλίγεται το κουβάρι των κομβικών στοιχείων του αυτοκρατορικού ρόλου.
Ωστόσο, από την άλλη μεριά, υπάρχουν στη σειρά πολλά ενδιάμεσα επίπεδα ανάγνωσης της αυτοκρατορικής εξουσίας, στα οποία ο αξιακός κώδικας του παρελθόντος δεν μένει ανεπηρέαστος από τα στερεότυπα που επιβίωσαν ή ανατροφοδοτούνται στο παρόν. Ο Σουλεϊμάν, ο μοναδικός με συνέχεια και συνέπεια θετικός ήρωας της σειράς, έχει φτιαχτεί με κάπως πιο έντονα, αναγεννησιακού τύπου χαρακτηριστικά. Οι υπόλοιποι ήρωες, θετικοί ή αρνητικοί, πλάθονται άλλοτε με αληθοφανή στοιχεία της οθωμανικής πραγματικότητας, άλλοτε στη βάση μεταγενέστερων κατασκευών και κυρίαρχων στερεοτύπων: για παράδειγμα, οι Ρωσίδες και κυρίως οι Καυκάσιες γυναίκες –οι ξένες γενικώς– είναι πανέμορφες, ανυπάκουες, με γυναικεία εξυπνάδα αντάξια της ανδρικής. Αυτό πάντως το ετερόκλητο σύμπαν του παλατιού, τις γυναίκες του χαρεμιού που ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέχρι θανάτου για μια θέση στο κρεβάτι και στην εξουσία του σουλτάνου, αλλά και τους άνδρες, που σκοτώνονται για τα προνόμια της σουλτανικής εξουσίας, ο σουλτάνος ή το εξημερώνει ή το τιμωρεί παραδειγματικά.
Ο Ρωμιός βεζίρης θύμα των στερεοτύπων
Ακόμη και οι αντιφάσεις του ήρωα (πανίσχυρος αλλά δούλος) εξυπηρετούν περισσότερο μεταγενέστερες πραγματικότητες ή κατασκευές. Ο μεγάλος βεζίρης του 16ου αιώνα, από παιδομάζωμα, παρουσιάζεται σαν τραγικός ήρωας, με χαρακτηριστικά μάλλον μεταγενέστερων αιώνων: ανέστιος, άπατρις, με συνείδηση της ετερότητάς του και της εθνότητας στην οποία ανήκει (Ρωμιός), εξαιτίας της οποίας και γίνεται προδότης. Βέβαια στη σειρά εμμέσως ασκείται κριτική στην προσωποποίηση της δικαιοσύνης από τον σουλτάνο. Όμως και αυτή υπακούει στην εκ των υστέρων νεωτερική αντίληψη περί της σουλτανικής εξουσίας. Στην εποχή του Σουλεϊμάν, οι υποταγμένοι λαοί, μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι, πίστευαν (με την έννοια της υποταγής στον Θεό) στη δικαιοσύνη του σουλτάνου, ενσάρκωση της θείας δικαιοσύνης επί της γης. Η εξουσία του δεν ήταν διαπραγματεύσιμη, ήταν ιερή. Διαπραγματεύσιμη ήταν αυτή των Οθωμανών αξιωματούχων. Μόνο με τις εθνικές Επαναστάσεις αποϊεροποιήθηκε ο σουλτάνος και η εξουσία του ορίστηκε ως τυραννική, με πολιτικούς, κοσμικούς όρους.
Ένα σίριαλ όμως είναι προϊόν μυθοπλασίας και θα ήταν άστοχο να ζητάμε από αυτό να παίξει τον ρόλο του ιστορικού καταγραφέα.
Πολιτική μέσω σίριαλ
Η παραγωγή σειρών με θέμα τους σουλτάνους δεν είναι άσχετη με τη στροφή που έχει κάνει ένα μέρος της διεθνούς ιστοριογραφίας προς την επανεφεύρεση των αυτοκρατοριών ως ιστορικών παραδειγμάτων καλής, αποτελεσματικής και δίκαιης διακυβέρνησης πολυεθνοθρησκευτικών πληθυσμών. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, η αναζήτηση στα αυτοκρατορικά παρελθόντα ενός ιστορικού προηγούμενου οικουμενικών ενοτήτων κάτω από μια σοφή και δίκαιη εξουσία άρχισε να γίνεται εμφανής. Από την άλλη μεριά, και στο πλαίσιο της ολοένα αυξανόμενης κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου πατερναλισμού, οι αυτοκρατορίες προσφέρονται για την ιστορική νομιμοποίηση της στροφής προς ένα περισσότερο πολιτισμικό παρά πολιτικό περιεχόμενο της έννοιας του πολίτη, προς μια πολιτισμική ταυτότητα κοινοτήτων –και όχι πολιτική ταυτότητα εθνών-κρατών– που εξασφάλισε κάποτε στους ανθρώπους ειρήνη και στα κράτη, δύναμη. Ο Σουλεϊμάν της τουρκικής σειράς θα μπορούσε να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση, και θεωρητικά να εκλαϊκεύσει την οθωμανική παράδοση στην οποία ανατρέχει και ο Ερντογάν, προκειμένου να δώσει ιστορικό βάθος στον νεοφιλελεύθερο, αυτοκρατορικό πατερναλισμό του απέναντι στον κεμαλικό, εθνικό, πατερναλισμό του στρατού, καθώς και ιστορική προοπτική στην Τουρκία που ονειρεύεται.
Ωστόσο η σειρά τον ενόχλησε τον Ερντογάν. Κάτι τον ενόχλησε στο σενάριο, το ίδιο μάλλον που τον ενοχλεί και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το πολιτισμικό πρότυπο που επιδιώκει ο Ερντογάν να διακινήσει με την πολιτική του και μέσα από αυτό να καταστήσει την Τουρκία (και τον εαυτό του) κέντρο, φορέα και εγγυητή της συνέχειας μιας κοινής για τον μουσουλμανικό κόσμο παράδοσης που χάνεται στο οθωμανικό παρελθόν των σουλτάνων-χαλίφηδων, δεν υποστηρίζεται από το σίριαλ, ούτε όμως και από την Ιστορία. Το σίριαλ επιμένει στον κοσμικό, απολυταρχικό ρόλο του σουλτάνου, ελάχιστα δε ασχολείται με τον θρησκευτικό του. Το σίριαλ λοιπόν αποδίδει έξοχα αυτή την κοσμική, γραφειοκρατική, σκληρά ιεραρχική οθωμανική πραγματικότητα της δυναστείας και των «δούλων». Οι αρχές της οικογένειας, της μουσουλμανικής αρετής, του απερίσπαστου από τα εγκόσμια δίκαιου, κυρίαρχου-πολεμιστή, τις οποίες επιδιώκει να προωθήσει η νεοσυντηρητική ιδεολογία του Ερντογάν ως αξίες μιας κοινής, στη φαντασιακή μουσουλμανική κοινότητα, οθωμανο(τουρκικής)-μουσουλμανικής, παράδοσης, δεν υπήρχαν την εποχή των σουλτάνων – και το σίριαλ το δείχνει. Η πολιτική Ερντογάν για ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο μιας ταυτότητας, βασισμένης στην παράδοση των χρηστών ηθών της μουσουλμανικής οικογένειας με τις γυναίκες κουκουλωμένες, προσκρούει όχι μόνο στην ιστορική πραγματικότητα αλλά και στις σημερινές πραγματικότητες της ίδιας της τουρκικής κοινωνίας, τουλάχιστον ακόμη. Η φαντασιακή, χρηστή μουσουλμανική οικουμένη με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη την οποία ο Ερντογάν αναζητεί στο οθωμανικό παρελθόν δεν υπήρξε ιστορικά – και δεν φταίει η σειρά γι’ αυτό. Οι αναζητήσεις στα αυτοκρατορικά παρελθόντα ιστορικών προτύπων δίκαιης και καλής διακυβέρνησης, αρμονικών ταυτοτήτων κ.λπ. είναι άκρως επισφαλείς, γιατί αποκαλύπτουν εντέλει τις ιδεολογικές και πολιτικές στοχεύσεις αυτών που τις επικαλούνται σήμερα ως παράδεισο: οι αυτοκρατορίες ήταν ισχυρές κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς όσο μπορούσαν να εξασφαλίσουν την υποταγή των πληθυσμών τους στον μονάρχη. Μετά πέθαναν! Και ο Σουλεϊμάν της σειράς δεν κρύβει την υποταγή.
Από την άλλη μεριά, οι Έλληνες εθνοσωτήρες βλέπουν στον Σουλεϊμάν και τα άλλα τουρκικά σίριαλ το μακρύ χέρι της νεοθωμανικής επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας. Έτσι κι αλλιώς, γι’ αυτούς ό,τι είναι τουρκικό είναι εθνικά επικίνδυνο. Σήμερα είναι ο νεοθωμανικός επεκτατισμός, χθες ο κεμαλικός και πάντα ο προαιώνιος εθνικός εχθρός. Πάνω απ’ όλα όμως είναι ένας επίμονος ελληνικός εθνικισμός, για τον οποίο οι πολύπλοκες διαστάσεις της πραγματικότητας που ζούμε σήμερα συρρικνώνονται πάντα σε ένα και μοναδικό σχήμα: αυτό της απειλής και του φόβου, εργαλεία που, πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιονδήποτε Σουλεϊμάν ή Ερντογάν, αποδομούν την έννοια του ενεργού πολιτικά πολίτη και την αντικαθιστούν με έναν φοβισμένο, υποταγμένο άνθρωπο που φοβάται τους Τούρκους, τους μετανάστες, τον περίγυρό του, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του. Έναν φοβισμένο άνθρωπο που έχει ανάγκη από προστάτες και προστασία.
Όσο για τον Σουλεϊμάν, αυτός σφράγισε τη δική του εποχή. Με τη δική μας εποχή δεν έχει καμία άλλη δουλειά παρά μόνο αυτή του ήρωα μιας πολύ καλής σειράς.
Δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Χρόνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου