Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

[Αριστερά - Εξωτερική πολιτική] Για να μι­λή­σου­με για ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή, να ξα­να­πο­φα­σί­σου­με «ποιοι εί­μα­στε»

Στη φά­ση της με­γά­λης με­τά­βα­σης την ο­ποία δια­νύει η Ελλά­δα, η συ­ζή­τη­ση πε­ρί ε­ξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής περ­νά­ει κα­ταρ­χήν α­πό τη συ­ζή­τη­ση πε­ρί του «ποιοι εί­μα­στε». Η πρώ­τη λοι­πόν εί­ναι προϊόν της δεύ­τε­ρης, κυ­ρίως σε χώ­ρες ό­πως η δι­κή μας, για την ο­ποία ό­λα τα ζη­τή­μα­τα ε­ξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής, τα ευ­ρω­παϊκά συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νό­με­να, συ­νι­στούν ε­θνι­κά ζη­τή­μα­τα και ως τέ­τοια α­να­λύο­νται. Ακό­μη και οι υ­πο­τι­θέ­με­νες α­ντι­κει­με­νι­κές α­να­λύ­σεις των τε­χνο­κρα­τών, των «ει­δι­κών» πε­ρί Τουρ­κίας, πε­ρί Μέ­σης Ανα­το­λής, Βαλ­κα­νίων και τα σχε­τι­κά, εί­ναι ε­ξαρ­χής και στο με­γα­λύ­τε­ρο πο­σο­στό τους υ­πο­νο­μευ­μέ­νες, α­φού έ­χουν ως υ­πο­νοού­με­νη α­φε­τη­ρία του «ποιοι εί­μα­στε» και ποιοι εί­ναι ε­πι­στη­μο­νι­κώ τω τρό­πω οι εχ­θροί και οι φί­λοι μας.

Ελλη­νι­κός νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρος ε­θνι­κι­σμός

Τις τε­λευ­ταίες δε­κα­ε­τίες, η ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή δια­μορ­φώ­θη­κε με ό­ρους ε­νός ε­ξορ­θο­λο­γι­σμέ­νου α­νορ­θο­λο­γι­σμού, στο πλαί­σιο του ο­ποίου συ­γκρο­τή­θη­κε η α­ντί­λη­ψη του «πλού­σιου», ευ­ρω­παϊκού έ­θνους, το ο­ποίο αυ­το­χρί­σθη­κε η­γε­μο­νι­κή δύ­να­μη της πε­ριο­χής. Η κα­τάρ­ρευ­ση του α­να­το­λι­κού μπλοκ ά­φη­σε έ­να ευ­ρύ πε­δίο ε­λεύ­θε­ρο για τη συ­γκρό­τη­ση με­γά­λων πο­λι­τι­κοοι­κο­νο­μι­κών και πο­λι­τι­σμι­κών ε­νο­τή­των. Η Ελλά­δα, ως η μο­να­δι­κή χώ­ρα της πε­ριο­χής στην ΕΕ, α­νέ­λα­βε την α­πο­στο­λή του οι­κο­νο­μι­κού και πο­λι­τι­κού εκ­πο­λι­τι­σμού της πε­ριο­χής μας (ευ­ρω­παϊκή τε­χνο­γνω­σία και κα­πι­τα­λι­στι­κή ε­ξά­πλω­ση). Η λο­γι­κή της η­γε­μο­νίας που ε­πε­δίω­ξε να α­σκή­σει η χώ­ρα μας, ε­νώ φαι­νό­ταν α­πο­λύ­τως ρε­α­λι­στι­κή και ορ­θο­λο­γι­κή, εί­χε δύο πη­γές τρο­φο­δο­σίας: α­πό τη μια με­ριά, την πα­λιά δο­κι­μα­σμέ­νη πη­γή του ε­θνι­κι­σμού, α­πό την άλ­λη μιας κα­κο­χω­νε­μέ­νης νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης ευ­ρω­παϊκό­τη­τας, που έ­πρε­πε ε­ξαχ­θεί στην ευ­ρύ­τε­ρη πε­ριο­χή μας. Με λί­γα λό­για, η Ελλά­δα κι­νή­θη­κε ως δύ­να­μη κρού­σης ε­νός ευ­ρω­παϊκού νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού στην πε­ριο­χή (Βαλ­κά­νια κυ­ρίως), μέ­σα α­πό τον ο­ποίο ε­πι­και­ρο­ποιή­θη­κε με νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρους ό­ρους ο πα­λιός, γνω­στός ε­θνι­κι­σμός.

Φτιά­χτη­καν λοι­πόν οι ό­ροι συ­γκρό­τη­σης ε­νός, ελ­λη­νι­κής εκ­δο­χής, νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου ε­θνι­κι­σμού, σύμ­φω­να με τον ο­ποίο το ελ­λη­νι­κό, ευ­ρω­παϊκό έ­θνος ή­ταν και πλού­σιο και πο­λι­τι­σμι­κά η­γε­μο­νι­κό. Οι υ­παρ­κτές, κά­ποιες φο­ρές, ε­ξορ­θο­λο­γι­σμέ­νες εκ­δο­χές της ε­ξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής που α­σκή­θη­κε, α­ντί να ε­ξου­δε­τε­ρώ­σουν τον α­νορ­θο­λο­γι­σμό του πα­λιού ε­θνι­κι­σμού, α­ντι­θέ­τως τον ε­πι­και­ρο­ποίη­σαν, για­τί κα­μιά α­πό τις πο­λι­τι­κές η­γε­σίες δεν α­νέ­λα­βε την ευ­θύ­νη να ξα­να­ο­ρί­σει την ελ­λη­νι­κή κοι­νό­τη­τα με βά­ση τις πραγ­μα­τι­κό­τη­τες που δια­μορ­φώ­νο­νταν ε­σω­τε­ρι­κά και ε­ξω­τε­ρι­κά. Ακό­μη και η πο­λι­τι­κή φι­λίας με το με­γά­λο εχ­θρό, την Τουρ­κία, κυ­ρίως στα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ’90, δεν ο­δή­γη­σε στο ε­σω­τε­ρι­κό στην ι­στο­ρι­κή α­πο­δό­μη­ση του ελ­λη­νι­κού (ή για την άλ­λη πλευ­ρά, του τουρ­κι­κού) ε­θνι­κι­σμού. Απο­δό­μη­ση ό­χι του έ­θνους, ό­πως κραύ­γα­ζαν οι ε­θνι­κι­στές, αλ­λά του ε­θνι­κι­σμού. Γι’ αυ­τό αυ­τή η πο­λι­τι­κή ή­ταν α­ντι­φα­τι­κή και κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη: φι­λία α­πό τη μια, χρή­σι­μη στους έλ­λη­νες κα­πι­τα­λι­στές για τις ε­πεν­δύ­σεις τους, εχ­θρό­τη­τα ε­σω­τε­ρι­κά, χρή­σι­μη για τον χο­ρό ε­κα­τομ­μυ­ρίων στους ε­ξο­πλι­σμούς, για ά­στο­χες συμ­μα­χίες με τους «εχ­θρούς των εχ­θρών μας». Γι’ αυ­τό ε­πί­σης αυ­τή η πο­λι­τι­κή ή­ταν ά­τολ­μη και με­σο­πρό­θε­σμα ε­πι­κίν­δυ­νη α­φού ά­φη­σε μι­κρά θέ­μα­τα, ό­πως η ο­νο­μα­σία της ΦΥ­ΡΟ­Μ, να γί­νουν τε­ρά­στια, προ­κει­μέ­νου να μην πλη­γω­θεί το έ­θνος, ό­πως το α­ντι­λαμ­βά­νο­νταν τα ά­ξια της πα­τρί­δος τέ­κνα που έ­φτια­ξαν πο­λι­τι­κή κα­ριέ­ρα α­πό αυ­τά τα ζη­τή­μα­τα.

Αυ­τή η ε­θνι­κή πο­λι­τι­κή λοι­πόν δια­χύ­θη­κε α­πό τους με­γα­λο­δη­μο­σιο­γρά­φους και τις πο­λι­τι­κές ε­λίτ στο ε­σω­τε­ρι­κό με ό­λη τη σύγ­χυ­ση ορ­θο­λο­γι­σμού-α­νορ­θο­λο­γι­σμού που πα­ρά­γει σκο­πί­μως ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός, μέ­σα α­πό την ο­ποία πα­ρα­γό­ταν έ­νας ύ­που­λος νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμός. Αυ­τή η χώ­ρα θα ή­ταν για πολ­λά γέ­λια, αν δεν προ­ξε­νού­σε στο τέ­λος τό­σα κλά­μα­τα. Σε μια χώ­ρα στην ο­ποία οι με­τα­νά­στες α­πο­τε­λούν έ­να ση­μα­ντι­κό μέ­ρος της πα­ρα­γω­γι­κής δύ­να­μης της κοι­νω­νίας, των ο­ποίων τα παι­διά με­γα­λώ­νουν, σπου­δά­ζουν και α­πο­τε­λούν μέ­ρος της ελ­λη­νι­κής κοι­νό­τη­τας, ο α­να­στο­χα­σμός σε σχέ­ση με το πα­ρελ­θόν, το πα­ρόν και το μέλ­λον μας, α­φέ­θη­κε α­πό τους με­γα­λο­δη­μο­σιο­γρά­φους και με­γα­λο­δια­σκε­δα­στές της τη­λεό­ρα­σης στα χέ­ρια του ΛΑ­ΟΣ, στα χέ­ρια του μέ­χρι πρό­τι­νος υ­πε­ρή­φα­νου νο­μάρ­χη της Θεσ­σα­λο­νί­κης και των ιε­ραρ­χών που θλί­βο­νταν α­πό τη «μαυ­ρί­λα» της Αθή­νας. Κα­τά τα άλ­λα εί­χα­με κα­τά και­ρούς μια α­νοι­κτή ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή, η ο­ποία α­ντί να δη­μιουρ­γή­σει ρήγ­μα­τα στον κυ­ρίαρ­χο ε­θνι­κι­σμό και να συμ­βά­λει στην ι­στο­ρι­κή α­να­θεώ­ρη­ση του «ποιοι εί­μα­στε», ο­δή­γη­σε σε νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμό. Η ό­ποια κρι­τι­κή που α­σκεί­το στην ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή, ή­ταν μό­νο προς μια κα­τεύ­θυν­ση: ό­τι δεν ή­ταν αρ­κού­ντως διεκ­δι­κη­τι­κή α­πέ­να­ντι στους εχ­θρούς μας. Αν ε­ξαι­ρέ­σου­με τον Συ­να­σπι­σμό και κά­ποιες άλ­λες συλ­λο­γι­κές ή α­το­μι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, ό­λες οι α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις ε­γκλω­βί­στη­καν στο σχή­μα πα­τριώ­τες-που­λη­μέ­νοι.

Νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμός της ά­γριας Δύ­σης

Από το 2008, κυ­ρίως α­πό το 2010 και με­τά, αυ­τός ο υ­πε­ρή­φα­νος νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρος ε­θνι­κι­σμός της προ­η­γού­με­νης πε­ριό­δου με­ταλ­λάχ­θη­κε σε έ­ναν α­μυ­ντι­κό νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο ε­θνι­κι­σμό: η α­νε­πάρ­κεια των ελ­λη­νι­κών κυ­βερ­νή­σεων να α­ντα­πο­κρι­θούν στο ρό­λο που οι ί­διες εί­χαν α­να­λά­βει, δη­λα­δή της ε­μπέ­δω­σης του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού στην Ελλά­δα και στον πε­ρί­γυ­ρό της, τις υ­πο­χρέω­σε να αλ­λά­ξουν γραμ­μή και να με­τα­τρέ­ψουν την ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία σε ά­γρια Δύ­ση. Ο τρό­μος για την ευ­ρω­παϊκή (=νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη) ε­πι­βίω­ση της Ελλά­δας υ­πα­γό­ρευ­σε την α­μυ­ντι­κή α­να­συ­γκρό­τη­ση του έ­θνους, ε­σω­τε­ρι­κά και ε­ξω­τε­ρι­κά, ώ­στε να ξα­να­βρεί τους τρό­πους να πλου­τί­σει ε­να­ντίον αυ­τών που της τρώ­νε τον πλού­το: τον εχ­θρό, ε­σω­τε­ρι­κό (τα κα­τώ­τε­ρα στρώ­μα­τα και οι με­τα­νά­στες) και ε­ξω­τε­ρι­κό (κυ­ρίως η Τουρ­κία).

Στο πλαί­σιο της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης και της ρα­γδαίας φτω­χο­ποίη­σης της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας, συν­θή­κη που προοιω­νί­ζε­ται τα­ξι­κή συ­νει­δη­το­ποίη­ση και τα­ξι­κές α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις, ο νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμός  και ο ε­θνι­κι­σμός α­πο­τε­λούν τις κρί­σι­μες α­πο­σκευές για την πο­λι­τι­κή της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης ε­λίτ. Σε αυ­τό το πλαί­σιο α­να­κα­λύ­φθη­κε ό­τι το έ­θνος κιν­δυ­νεύει λό­γω της έλ­λει­ψης τά­ξης και α­σφά­λειας, κυ­ρίως λό­γω των α­περ­γών και πά­ντα των με­τα­να­στών. Ανα­κα­λύ­φθη­κε ε­πί­σης και η νέα πη­γή προς πλου­τι­σμό: οι υ­πο­θα­λάσ­σιοι φυ­σι­κοί πό­ροι. Η α­να­κή­ρυ­ξη της ελ­λη­νι­κής Α­ΟΖ προ­βάλ­λε­ται α­πό ό­λη την ελ­λη­νι­κή «σόου­μπιζ» (πο­λι­τι­κούς, δη­μο­σιο­γρά­φους, «ει­δι­κούς») ως η γη της ε­παγ­γε­λίας: ο αιώ­νιος εχ­θρός του έ­θνους –η Τουρ­κία- που δεν ε­πι­τρέ­πει την α­να­κή­ρυ­ξή της, α­να­βαθ­μί­ζε­ται σε υ­πο­νο­μευ­τή της ε­θνι­κής ε­πι­βίω­σης. Ενώ λοι­πόν το θέ­μα εί­χε μπει στο συρ­τά­ρι για αρ­κε­τό και­ρό –μάλ­λον ε­πει­δή τό­τε δεν συ­νέ­φε­ρε τις ε­λίτ να ε­μπλα­κούν σε α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις με την Τουρ­κία- ξαφ­νι­κά έ­γι­νε η λύ­ση των προ­βλη­μά­των της χώ­ρας.

Σε αυ­τό το ση­μείο κα­λό θα ή­ταν να ξε­χω­ρί­σου­με δύο προ­βλή­μα­τα: άλ­λο εί­ναι τα α­νοι­κτά ελ­λη­νο­τουρ­κι­κά ζη­τή­μα­τα (α­νά­με­σα σε αυ­τά και η Α­ΟΖ), τα ο­ποία χρή­ζουν α­ντι­με­τώ­πι­σης σε διε­θνές πλαί­σιο, κι άλ­λο εί­ναι η ε­πα­να­φο­ρά της πα­λιάς δο­κι­μα­σμέ­νης συ­ντα­γής του ε­θνι­κού εχ­θρού στην πιο κρί­σι­μη στιγ­μή της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νίας, ό­που ο α­ντί­πα­λος εί­ναι ι­δε­ο­λο­γι­κός, τα­ξι­κός και πο­λι­τι­κός. Το ζή­τη­μα της Α­ΟΖ πρέ­πει να ε­πι­λυ­θεί, αλ­λά η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία δεν έ­φτα­σε στην κα­τα­στρο­φή λό­γω μη α­να­κή­ρυ­ξης της Α­ΟΖ. Η με­τα­τρο­πή της Με­σο­γείου, και κυ­ρίως του Αι­γαίου, σε ά­γρια Δύ­ση προς ά­γραν χρυ­σού δεν θα λύ­σει κα­νέ­να ά­με­σο, θε­σμι­κό και πο­λι­τι­κο-οι­κο­νο­μι­κό πρό­βλη­μα, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που η εκ­με­τάλ­λευ­ση των φυ­σι­κών πό­ρων ε­ντάσ­σε­ται στη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη λο­γι­κή της α­πό­λυ­της εκ­με­τάλ­λευ­σης, ε­πεν­δυ­μέ­νης με ό­λη τη συμ­βο­λι­κή κλη­ρο­νο­μιά των ε­θνι­κών εχ­θρών.

Αρι­στε­ρή ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή

Η δια­μόρ­φω­ση μιας α­ρι­στε­ρής ε­ξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής ε­ξαρ­τά­ται ά­με­σα α­πό τη σθε­να­ρή διεκ­δί­κη­ση του ε­πα­να­προσ­διο­ρι­σμού του «ποιοι εί­μα­στε». Η ση­μα­ντι­κό­τε­ρη γραμ­μή α­ντί­στα­σης της κοι­νω­νίας δεν εί­ναι έ­να έ­θνος-κρά­τος ό­πως ο­ρί­ζε­ται α­πό μια συ­γκε­κρι­μέ­νη τά­ξη, ά­χρο­να και α­δια­φο­ρο­ποίη­τα ι­δε­ο­λο­γι­κά και πο­λι­τι­κά, σύμ­φω­να με τα δι­κά της συμ­φέ­ρο­ντα και το δι­κό της ε­κλαϊκευ­μέ­νο ε­θνι­κό πρό­γραμ­μα. Η ε­πι­βίω­ση στην ευ­ρω­παϊκή και πα­γκο­σμιο­ποιη­μέ­νη, δύ­σκο­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην ο­ποία ζού­με α­παι­τεί έ­να έ­θνος-κρά­τος ε­ξω­στρε­φές, το ο­ποίο προ­τάσ­σει α­πέ­να­ντι στον κυ­ρίαρ­χο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο ε­θνι­κι­σμό (ε­σω­τε­ρι­κό και ε­ξω­τε­ρι­κό), α­πέ­να­ντι στους νο­μα­δι­κής κα­τα­γω­γής δε­σμούς «αί­μα­τος, οι­κο­γέ­νειας, γε­νιάς ή θρη­σκείας» τους δε­σμούς ε­δα­φι­κών, πο­λι­τι­κών και κοι­νω­νι­κών συ­να­φειών. Για να (ξα­να)δού­με τη γύ­ρω μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για να ξα­να­δού­με τη θέ­ση μας πρώ­τα στη γει­το­νιά μας και με­τά στον κό­σμο, πρέ­πει να ξα­να­δού­με την ε­θνι­κή μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Να την ξα­να­δού­με ως μια σύν­θε­τη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, που συ­γκρο­τεί­ται πλέ­ον και α­πό άλ­λους πλη­θυ­σμούς οι ο­ποίοι δεν μοι­ρά­ζο­νται μα­ζί μας το «ό­μαι­μον» και το «ο­μό­τρο­πον», αλ­λά α­γω­νί­ζο­νται μα­ζί μας για την ε­πι­βίω­ση. Ο ε­πα­να­προσ­διο­ρι­σμός της ε­θνι­κής μας κοι­νό­τη­τας στις πο­λύ­πλο­κες δια­στά­σεις της θα ε­πι­τρέ­ψει την α­νά­δει­ξη των βαλ­κα­νι­κών κα­ταρ­χάς, των ευ­ρω­παϊκών και, α­πό ε­κεί και πέ­ρα, των πα­γκό­σμιων συμ­μα­χιών μας.

Ο τρό­πος που συν­δια­λέ­γε­ται κα­νείς στο ε­θνι­κό ε­πί­πε­δο υ­πο­δει­κνύει και τους τρό­πους με τους ο­ποίους συ­νο­μι­λεί με τους συμ­μά­χους, αλ­λά και με τους ε­θνι­κούς, πο­λι­τι­κούς και ι­δε­ο­λο­γι­κούς α­ντί­πα­λους. Ένα νέο «βαλ­κα­νι­κό» και «νο­τιο­ευ­ρω­παϊκό σύμ­φω­νο», βα­σι­σμέ­νο στα κοι­νά, κοι­νω­νι­κά, οι­κο­νο­μι­κά και οι­κο­λο­γι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, εί­ναι αυ­τά που ε­πι­τρέ­πουν στην Ελλά­δα, α­πό τη μια με­ριά, να συ­νο­μι­λή­σει με την ευ­ρω­παϊκή και διε­θνή η­γε­σία, ό­χι ως ε­θνι­κή ι­διαι­τε­ρό­τη­τα, αλ­λά στο ό­νο­μα μιας ευ­ρύ­τε­ρης ε­νό­τη­τας, η ο­ποία δεν α­πο­τε­λεί τη σκο­τει­νή πλευ­ρά του ευ­ρω­παϊκού φεγ­γα­ριού, αλ­λά έ­να μέ­ρος του ί­διου ω­στό­σο φεγ­γα­ριού. Της ε­πι­τρέ­πει α­πό την άλ­λη να α­ντι­με­τω­πί­σει συ­να­σπι­σμέ­να τις α­πει­λές α­πό τις γύ­ρω χώ­ρες (και α­πό την Τουρ­κία). Ο Γερ­μα­νός, ο Γάλ­λος, ή ο­ποιοσ­δή­πο­τε α­ρι­στε­ρός ή πρά­σι­νος της Ευ­ρώ­πης α­πο­λύ­τως θα συμ­με­ρι­στεί τις ε­θνι­κές-κοι­νω­νι­κές διεκ­δι­κή­σεις της Ελλά­δας α­πέ­να­ντι σε ο­ποιο­δή­πο­τε κρά­τος την α­πει­λεί. Δεν πρό­κει­ται ό­μως πο­τέ να κα­τα­νοή­σει για­τί η Ελλά­δα βρί­σκε­ται σε τέ­τοια δια­μά­χη με τη ΦΥ­ΡΟΜ ή ό­τι ο ε­θνι­κός της εχ­θρός, γε­νι­κώς και αιω­νίως εί­ναι η Τουρ­κία.

Εί­ναι του­λά­χι­στον φαι­δρό λοι­πόν να θεω­ρεί κα­νείς –του­λά­χι­στον α­ρι­στε­ρός- ό­τι α­πέ­να­ντι στην α­νά­πτυ­ξη του αλ­βα­νι­κού για πα­ρά­δειγ­μα ε­θνι­κι­σμού α­πα­ντά­ει με πό­λε­μο. Εί­ναι ά­κρως ε­πι­κίν­δυ­νο να θεω­ρεί κα­νείς –του­λά­χι­στον α­ρι­στε­ρός- ό­τι η λύ­ση των προ­βλη­μά­των με την Τουρ­κία εί­ναι ο πό­λε­μος ή οι ευ­φά­ντα­στες συμ­μα­χίες με τους εχ­θρούς των εχ­θρών μας.

Υπάρ­χει μια ι­δε­ο­λο­γι­κή α­να­κο­λου­θία πολ­λές φο­ρές σε τμή­μα­τα της Αρι­στε­ράς. Ενώ έ­χει έ­ναν α­πο­λύ­τως ι­δε­ο­λο­γι­κό λό­γο για την α­ντι­με­τώ­πι­ση των κοι­νω­νι­κών ζη­τη­μά­των, ό­ταν πρό­κει­ται για τα πε­ρί­φη­μα ε­θνι­κά, δα­νεί­ζε­ται την ε­θνι­κι­στι­κή ρη­το­ρεία, την ο­ποία ε­πεν­δύει με α­ρι­στε­ρή ι­δε­ο­λο­γία. Η Τουρ­κία δεν εί­ναι ο ε­σα­εί ε­θνι­κός εχ­θρός, ε­πει­δή εί­ναι δά­κτυ­λος του ι­μπε­ρια­λι­σμού, τον ο­ποίο ε­μείς μα­χό­μα­στε ως α­ντιϊμπε­ρια­λι­στές. Αυ­τή η ρη­το­ρεία νο­μι­μο­ποιεί και τους ε­ξο­πλι­σμούς, αλ­λά και την ε­νί­σχυ­ση α­κρο­δε­ξιών κομ­μά­των στην κοι­νω­νία. Δεν υ­πάρ­χει ού­τε α­ντιϊμπε­ρια­λι­στι­κός ε­θνι­κι­σμός, ού­τε α­μυ­ντι­κός, πα­τριω­τι­κός ε­θνι­κι­σμός. Η α­ρι­στε­ρά, για να αλ­λά­ξει τα πά­ντα στο ε­σω­τε­ρι­κό, ο­φεί­λει να ξε­μπερ­δέ­ψει ο­ρι­στι­κά με τον ε­θνι­κι­σμό. Το έ­θνος δεν α­πο­δο­μεί­ται ε­ξαι­τίας της α­ντί­στα­σης κα­τά του ε­θνι­κι­σμού και του ρα­τσι­σμού. Το έ­θνος α­πο­δο­μεί­ται α­πό τον νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμό και α­πό τον πα­ρα­δο­σια­κό ή νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο ε­θνι­κι­σμό. Με αυ­τή την έν­νοια, η ε­ξω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή εί­ναι προϊόν της α­να­συ­γκρό­τη­σης με πο­λι­τι­κούς, ι­δε­ο­λο­γι­κούς, ε­δα­φι­κούς και ε­ξω­στρε­φείς ό­ρους της συ­νεί­δη­σης του «συ­να­νή­κειν».


[Δημοσιεύτηκε στην Εποχή.]

[Ελλάδα - πολιτική] Για την απόφαση του ΣτΕ: Ανιστόρητες αντιλήψεις και υπέρβαση των ορίων

Των Σίας Αναγνωστοπούλου, Χριστίνας Κουλούρη, Αντώνη Λιάκου

Το σκεπτικό της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία ακυρώνονται βασικές διατάξεις του νόμου Περί ιθαγένειας, ως αντισυνταγματικός, εκθέτει, πρώτα πρώτα το ίδιο. Πρώτον, υπεισέρχεται σε ζητήματα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο διεθνούς συζήτησης στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, και, δεύτερον, περιβάλλει με κύρος νομοθετικού κειμένου μια μόνο –μονομερή και παρωχημένη– ιστορική ερμηνεία περί έθνους. Αποπειράται δηλαδή να νομοθετήσει επί της Ιστορίας, αγνοώντας ότι το έθνος αποτελεί μια από υπό επιστημονική διαπραγμάτευση έννοιες. Στις δημοκρατίες τα ζητήματα αυτά είναι ανοικτά σε ερμηνείες.

Συγκεκριμένα, το ΣτΕ υιοθετεί την αντίληψη –η οποία μάλιστα διαμορφώθηκε σε συγκεκριμένο ιστορικό, ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο– ότι το έθνος είναι μια κοινότητα αρχέγονη, η οποία καθορίζεται από το «ομόγλωσσον» και το «ομότροπον». Αντικαθιστά τις νομικές, ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές, εδαφικές και συνειδησιακές παραμέτρους της έννοιας «συνανήκειν» με την αναζήτηση «γνησίων δεσμών» με το έθνος. Η έννοια «γνήσιοι» δεσμοί (προφανώς αντιδιαστέλλεται στους μη «γνήσιους» δεσμούς, τους οποίους ονομάζει και «ασπόνδυλους») παραπέμπει σε μια αντίληψη πρωταρχικών δεσμών για το έθνος (primordial bonds), έναντι μιας αντίληψης που θεωρεί ότι το έθνος δημιουργείται με πολιτικούς και πολιτειακούς θεσμούς συμβίωσης και συνανήκειν (civic bonds). Ο ολισθηρός βηματισμός του ΣΤΕ σε επιστημονικά ζητήματα που δεν είναι της αρμοδιότητάς του συνεχίζεται, αφού στο σκεπτικό του περί «γνήσιων δεσμών» υιοθετείται η αντίληψη της κληρονομικώ δικαίω απόκτησής τους. Δυστυχώς, οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι μόνο ανιστόρητες (ελάχιστες εθνικές κοινότητες πάνω στον πλανήτη ανταποκρίνονται σε αυτή την ερμηνεία περί έθνους) και παρωχημένες ως προς εκείνες που επικρατούν διεθνώς στις ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες. Πρόκειται για υπέρβαση των ορίων της λειτουργίας ενός θεσμού που ιδρύθηκε ως εγγυητής της νομιμότητας.

 Οι ιδεολογικές προτιμήσεις συνιστούν αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα. Όμως, με την απόφαση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον νόμο 3838/2010, οι ατομικές προτιμήσεις μετατρέπονται σε κανόνες οι οποίοι επιβάλλονται ως οι μόνοι σύμφωνοι με το Σύνταγμα. Η ιστορική ευθύνη που βαραίνει το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είναι μεγάλη, ειδικά σε καιρούς δύσκολους για το πολίτευμα.


Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

[Ελλάδα - πολιτική] Κράτος, Εκκλησία και φόροι

Η πρόταση για τον εκκλησιαστικό φόρο, που διατύπωσε ο Τάσος Κουράκης, μπορεί να δώσει το έναυσμα για έναν ουσιαστικό διάλογο, όπου θα αναδιατυπωθούν μείζονα ερωτήματα, όπως το πολιτικό, ιδεολογικό, κοινωνικό αλλά και εθνικό περιεχόμενο του ελληνικού εκσυγχρονισμού που διεκδικείται σήμερα. Μόνο έτσι τέτοιες προτάσεις αποκτούν το πλήρες νόημά τους. Έτσι, μια ιστορική περιήγηση στις σχέσεις πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας μάς δείχνει ότι το ζητούμενο δεν είναι τόσο η διατύπωση μιας  νέας μεταρρυθμιστικής πρότασης, αλλά η ένταξή της σε μια άλλη θεώρηση των σχέσεων κράτους-κοινωνίας, επομένως και κράτους-Εκκλησίας.

Στις Αυτοκρατορίες, όπως λ.χ. η Οθωμανική, οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την εξουσία, μέχρι τον 19ο αιώνα, συγκροτήθηκαν στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής αντίληψης περί εξουσίας. Το πρόσωπο και το σπαθί του σουλτάνου  όριζε κατ’ αποκλειστικότητα τις σχέσεις εξουσίας-κοινωνίας: από τον σουλτάνο αντλούσε η θρησκευτική εξουσία το προνόμιο άσκησης εξουσίας επί των Ορθοδόξων, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της υποταγής τους στον σουλτάνο. Στο προνόμιο άσκησης εξουσίας συμπεριλαμβανόταν και η φορολόγηση των Ορθοδόξων από την ιεραρχία, και μάλιστα με την ενεργό συμπαράσταση του οθωμανικού κράτους, αξιωματούχοι του οποίου βοηθούσαν τους ιεράρχες στην απόσπαση  των φόρων. Αυτό το σύστημα συνέβαλε, με τα χρόνια, στην αυθαίρετη σκληρή φορολόγηση του ποιμνίου και στον πλουτισμό των ιεραρχών, καθώς και στη διαπλοκή της ιεραρχίας με τους πλούσιους Ορθόδοξους (Φαναριώτες), αλλά και τους υψηλά ιστάμενους οθωμανούς αξιωματούχους.

Τον 19ο αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία προέβη σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις εκδυτικισμού (το γνωστό «Τανζιμάτ»), με τις οποίες τέθηκε το ζήτημα του εκσυγχρονισμού του κράτους και της διαμόρφωσης νεωτερικών σχέσεων εξουσίας-κοινωνίας. Στο πλαίσιό τους, προτάθηκε η ένταξη της ορθόδοξης ιεραρχίας –και όχι μόνο– στο «ενιαίο οθωμανικό δημοσιοϋπαλληλικό μισθολόγιο». Η ιεραρχία τελικά δεν εντάχθηκε ποτέ, γιατί ο οθωμανικός εκσυγχρονισμός ήταν αντιφατικός και κυρίως αυταρχικός: αντί να αλλάξουν οι συσχετισμοί εξουσίας και να περιθωριοποιηθούν οι παραδοσιακοί αυταρχικοί θεσμοί άσκησης εξουσίας, εκσυγχρονίστηκαν ακριβώς αυτοί. Έτσι, το προνόμιο άσκησης εξουσίας της ορθόδοξης ιεραρχίας επί του ποιμνίου μεταρρυθμίστηκε σε θεσμοθετημένο ρόλο εξουσίας επί ενός εθνοθρησκευτικού «λαού» (του ελληνορθόδοξου μιλλέτ), μεταρρύθμιση που προέκυψε από την αμοιβαιότητα των αναγκών του σουλτάνου και της ιεραρχίας. Ο σουλτάνος εγγυόταν τη θεσμική κατοχύρωση της εξουσίας της ιεραρχίας επί ενός «λαού» που αμφισβητούσε πλέον την εκκλησιαστική ηγεμονία, και η ιεραρχία εγγυόταν τη χωρίς αντιστάσεις εφαρμογή του οθωμανικού εκσυγχρονισμού στον «λαό» του, ο οποίος αμφισβητούσε επίσης τον οθωμανικό εκσυγχρονισμό. Η ανάδειξη λοιπόν της ιεραρχίας –εκ παραλλήλου με την πολιτική εξουσία– σε φορέα εκσυγχρονισμού του ελληνορθόδοξου «λαού» αποτελεί, ιστορικά, προϊόν του αυταρχικού οθωμανικού εκσυγχρονισμού.

Την ίδια εποχή, σχεδόν μαζί με την ίδρυση του ελληνικού κράτους ιδρύεται και η  ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης Εκκλησία της Ελλάδος. Η ίδρυσή της –απότοκο της ελληνικής Επανάστασης– αποτέλεσε  πεδίο σκληρής πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, στο οποίο αναδείχθηκαν όλα τα μείζονα προβλήματα της εποχής: σχέσεις έθνους-θρησκείας, κράτους-Εκκλησίας, σύγκρουση παλαιών και νέων εξουσιών για τον ορισμό και τον έλεγχο του δημόσιου χώρου. Η ίδρυση μιας εθνικής Εκκλησίας υπό τον έλεγχο του κράτους σηματοδότησε πρωτίστως την ανάγκη για την απόλυτη ηγεμονία της πολιτικής εξουσίας απέναντι στη θρησκευτική, ως προς  τον προσδιορισμό του δημόσιου χώρου αλλά και του νέου υπό συγκρότηση «εμείς». Κι ενώ το επόμενο βήμα σε αυτή την επαναστατική διαδικασία θα ήταν το ουδετερόθρησκο κράτος και ο χωρισμός κράτους-Εκκλησίας (παράδειγμα η Γαλλία), η ελληνική νεωτερικότητα λοξοδρόμησε στον δρόμο της Μεγάλης Ιδέας. Το ελληνικό έθνος ανασυγκροτήθηκε ως ένα νέο, εντός και εκτός συνόρων, ελληνορθόδοξο Γένος, για την ιστορική νομιμοποίηση του οποίου χρειάστηκε η ταύτιση θρησκείας-έθνους και η ανάδειξη δύο πόλων εξουσίας σε πλήρη αμοιβαιότητα μεταξύ τους: του ελληνικού κράτους ως πολιτικού φορέα και εγγυητή του ελληνικού έθνους συγχρονικά, και του Πατριαρχείου ή/και της Εκκλησίας της Ελλάδος ως πνευματικού, ιστορικού φορέα και εγγυητή του Γένους. Η ταύτιση κράτους-Εκκλησίας λοιπόν, ως δίπολου εξουσίας του ελληνικού Γένους, είναι προϊόν της εποχής του μεγαλοϊδεατισμού.

Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας έπρεπε να σημάνει και το τέλος του ελληνορθόδοξου Γένους, επομένως και τον χωρισμό κράτους-Εκκλησίας. Ωστόσο, η αναπαραγωγή της αντίληψης του Γένους αποδείχθηκε ιδιαίτερα ωφέλιμη τις εποχές κατά τις οποίες ένας βίαιος, αυταρχικός και αντιδημοκρατικός εκσυγχρονισμός απαιτούσε την ύπαρξη ενός αταξικού, ομοιογενούς πολιτικά και ιδεολογικά «εμείς», εθνοθρησκευτικά προσδιορισμένου και όχι πολιτικά, ώστε να εξασφαλίζεται η υποταγή του στον εκσυγχρονισμό των ελίτ. Στην ταύτιση έθνους-θρησκείας ενυπάρχει η έννοια της υποταγής, ενός πολιτισμικά, και όχι πολιτικά, οριζόμενου «εμείς». Το ελληνικό κράτος δεν προχώρησε στον χωρισμό κράτους-Εκκλησίας ούτε στη μεταπολίτευση. Το πολιτικό κόστος ήταν μεγάλο: η κοινωνία είχε γαλουχηθεί με την αντίληψη του Γένους, ενώ η αμοιβαιότητα πολιτικής εξουσίας και Εκκλησίας εξασφάλιζε στην μεν πολιτική εξουσία μια μεγάλη και σίγουρη –ελέω Θεού– πελατεία και στην Εκκλησία την –ελέω πολιτικής εξουσίας, αλλά με όρους ομηρίας γι’ αυτήν– κυριαρχία στον εθνοθρησκευτικά οριζόμενο δημόσιο χώρο.

Στη φάση που διανύουμε, οι σχέσεις κράτους-Εκκλησίας αλλά και το μείζον ζήτημα του εκσυγχρονισμού προϋποθέτουν την εκ νέου πολιτική, ιδεολογική, ταξική ανασυγκρότηση των σχέσεων κράτους-κοινωνίας. Όλες οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις θα έχουν πολιτικό νόημα, αν και εφόσον αναπροσδιορίζουν πολιτικά το «εμείς» στο πλαίσιο ενός πραγματικά ουδετερόθρησκου κράτους. Διαφορετικά, οδηγούν στη δημιουργία προνομιακών και ημιθεσμικών σχέσεων πολιτικής εξουσίας-ιεραρχών, διαμορφώνοντας τους όρους για τη συγκρότηση ενός προνομιακού «εμείς», από το οποίο θα αποκλείονται άλλες, μη ορθόδοξες, κοινωνικές δυνάμεις. Στη χώρα μας υπάρχει μια ιδιομορφία: προσπαθούμε να απαντήσουμε στα νέα ερωτήματα που θέτει η εποχή, αφήνοντας αναπάντητα όλα τα ενδιάμεσα, αυτά που έπρεπε να έχουν απαντηθεί προκειμένου να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε στα νέα. Κατά τα λοιπά… ζήτω ο ασυγχρόνιστος εκσυγχρονισμός!