Κυριακή 13 Απριλίου 2008

[Ελλάδα] "Μακεδονικά" παραλειπόμενα

Τη Δευτέρα 31 Μαρτίου η εκπομπή του Γιάννη Πολίτη, στη ΝΕΤ, ήταν αφιερωμένη στο Μακεδονικό. Συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, καθώς και ο δημοσιογράφος Γιώργος Κουβαράς. Έτσι, στη συζήτηση, εκτός από τους δύο δημοσιογράφους, πήραν μέρος ο Κ. Χατζηδάκης από τη Ν.Δ., ο Π. Ευθυμίου από το ΠΑΣΟΚ, ο Α. Σκυλάκος από το ΚΚΕ, ο Α. Καρίτζης από τον ΣΥΡΙΖΑ και ο Α. Οικονόμου από τον ΛΑ.Ο.Σ. Η εκπομπή θα ήταν πιθανότατα βαρετή και άνευ ουσίας --όπως οι περισσότερες του είδους--, καθώς είναι γνωστές τόσο οι θέσεις των κομμάτων για το Μακεδονικό όσο και οι απόψεις των δημοσιογράφων που έχουν αναλάβει, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τη σταυροφορία υπέρ των "ελληνικών δικαίων", έτσι όμως όπως αυτά ορίζονται από συγκεκριμένες πολιτικές και ιδεολογικές δυνάμεις. Άλλωστε, στις περισσότερες το ενδιαφέρον εξαντλείται στις φωνές και τις αλληλοκατηγορίες του τύπου "τις πταίει" που φτάσαμε μέχρι εδώ, με τον εκπρόσωπο κατεξοχήν του ΛΑ.Ο.Σ να μοιράζει πιστοποιητικά πατριωτισμού στους εκπροσώπους των άλλων κομμάτων. Η συγκεκριμένη εκπομπή, ωστόσο, ανέδειξε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία με παρακίνησαν να γράψω για το θέμα ετεροχρονισμένα, τώρα που η Ελλάδα αναδείχτηκε νικήτρια στην αναμέτρησή της με τη FYROM στο νατοϊκό πεδίο μάχης.

Στην εκπομπή λοιπόν, τοποθετήθηκαν αρχικά οι εκπρόσωποι των δύο μεγάλων κομμάτων, οι οποίοι μας γέμισαν πλήξη αλλά και αγανάκτηση, τόσο γι’ αυτά που είπαν όσο, κυρίως, για όσα δεν είπαν και τα οποία συνιστούν την ουσία του αδιεξόδου του Μακεδονικού (και μετά τη νίκη, το Μακεδονικό παραμένει σε αδιέξοδο). Κι αφού τοποθετήθηκε και ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ, ήρθε η σειρά του Αντρέα Καρίτζη (ΣΥΡΙΖΑ), οπότε η συζήτηση απέκτησε ξαφνικά ενδιαφέρον.

Πρώτον, γιατί ο Καρίτζης έκανε μια πολύ καλή τοποθέτηση, μια αριστερή τοποθέτηση, με την οποία υπενθύμισε το αυτονόητο για την Αριστερά. Δηλαδή -- και ελπίζω να μη διαστρεβλώνω τα λεγόμενά του: Όταν δύο γειτονικές χώρες αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα, και όταν μάλιστα αυτό αφορά τον αυτοπροσδιορισμό του λαού της μιας, τότε οφείλουν να βρουν μια λύση σε ένα πλαίσιο (διακρατικό ή διεθνές), στο οποίο, πάνω από όλα, γίνεται σεβαστό το αίσθημα περί δικαίου των δύο λαών, κυρίως όμως το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του λαού ο οποίος το διεκδικεί. Έτσι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Καρίτζη, το πλαίσιο εξεύρεσης λύσης δεν μπορεί να είναι το ΝΑΤΟ, αφού, όπως όλοι γνωρίζουμε, η αρχή του συγκεκριμένου οργανισμού συμπυκνώνεται στο δόγμα της πίεσης του δυνατού στον αδύνατο: με δυο λόγια, δεν υπάρχει δίκαιο μεταξύ δυνατού και αδυνάτου, δίκιο έχει πάντα ο δυνατός. Επομένως, το ΝΑΤΟ δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνιστά πλαίσιο εκδήλωσης του πατριωτισμού ενός λαού, ούτε επίλυσης του οποιουδήποτε προβλήματος ανάμεσα σε δύο λαούς που σέβονται ο ένας τον άλλο. Αυτά είναι γνωστά, πασίγνωστα, και μάλιστα στην Αριστερά.

Αυτά τα πασίγνωστα είπε και ο Καρίτζης, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, προσπαθώντας να ωθήσει τη συζήτηση σε ένα ουσιαστικό επίπεδο, όπου τίθεται το εξής κομβικό ερώτημα: Γιατί η Ελλάδα άφησε επί τόσα χρόνια το Μακεδονικό να "σέρνεται", ώστε να το επιλύσει (ή να μην το επιλύσει) στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ; Το ερώτημα οδηγεί σε κάποιους συλλογισμούς πιο σύνθετους από αυτούς που διατύπωσαν οι εκπρόσωποι κυρίως των δύο μεγάλων κομμάτων. Στον συλλογισμό, λ.χ., ότι |ίσως| η Ελλάδα θεωρούσε ότι θα "εκβίαζε" μια ευνοϊκή για την ίδια λύση, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη της γείτονος να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Επομένως, η Ελλάδα έδρασε πολιτικά, συμμεριζόμενη ακριβώς την αρχή του ΝΑΤΟ, περί ισχυρού και αδύναμου.

Αυτό ήταν το πρώτο ενδιαφέρον σημείο της συζήτησης. Το δεύτερο αφορά την αντίδραση των συνομιλητών του Καρίτζη στην τοποθέτησή του. Περίμενα ασφαλώς ότι ο Κ. Χατζηδάκης θα αντιδρούσε, υπερασπιζόμενος την κυβέρνηση και τις επιλογές της. Περίμενα ότι ο εκπρόσωπος του ΛΑ.Ο.Σ. θα αντιδρούσε, υπερασπιζόμενος το μονοπώλιο πατριωτισμού του κόμματός του. Περίμενα ότι ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ, για λόγους πίστης στην κομματική γραμμή, δεν θα έλεγε λέξη που θα υπέκρυπτε σύμπλευση με έναν εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Πράγματι, όλοι τους αντέδρασαν κάπως έτσι, και μάλιστα χλιαρότερα από ό,τι φανταζόμουνα. Η σφοδρή αντίδραση προήλθε από το ΠΑΣΟΚ, διά στόματος Πέτρου Ευθυμίου. Δύο όψεις είχε αυτή η --ομολογουμένως μη αναμενόμενη-- αντίδραση, από τον εκπρόσωπο μάλιστα ενός σοσιαλιστικού κόμματος που διεκδικεί βεβαίως τη θέση του στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Η μια αφορά το ύφος της αντίδρασης, η άλλη την ουσία της. Ως προς τον τρόπο λοιπόν, ο Ευθυμίου σήκωσε το δάχτυλο στον Καρίτζη και του έκανε μάθημα πολιτικής, διεθνών σχέσεων και, βεβαίως βεβαίως, πατριωτισμού. Κι όλα αυτά σε ένα ύφος θα έλεγα δασκαλίστικο, που υποδήλωνε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι ο Καρίτζης, και δι’ αυτού ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι βαθιά νυχτωμένος από "σοβαρή πολιτική". Δεν ξέρω αν είναι προσωπική μου εντύπωση μόνο, αλλά είχα έντονη την αίσθηση ότι ο Ευθυμίου καταδείκνυε στο κοινό (μπορεί όχι εσκεμμένα, αλλά αυτό προέκυπτε από το ύφος του) ότι |τα παιδιά καλά κάνουν και παίζουν, αλλά όταν είναι να μιλήσουμε για τα σοβαρά, ας μιλήσουν τα σοβαρά κόμματα, κι όχι τα "παιδαρέλια" τύπου Τσίπρα ή Καρίτζη|. Ο Π. Ευθυμίου βρήκε συμπαραστάτες σε αυτή την κατεύθυνση, τον Κ. Χατζηδάκη αλλά και τον δημοσιογράφο Γ. Πολίτη ο οποίος (αν θυμάμαι καλά), δεν παρέλειψε, χαριτολογώντας, να τονίσει το νεαρόν της ηλικίας του Καρίτζη, που τον παρασύρει σε ενθουσιασμούς και ουτοπικές προσεγγίσεις.

Επί της ουσίας, το θέμα είναι σοβαρό. Ανέμενα ότι ο Ευθυμίου θα άρπαζε την ευκαιρία που πρόσφερε ο Καρίτζης, για να πιέσει τον εκπρόσωπο της Ν.Δ. αλλά και του ΛΑ.Ο.Σ., ώστε να ανοίξει τη συζήτηση στα επίπεδα ακριβώς που πρέπει να συζητηθεί το πρόβλημα, έτσι ώστε οι πολίτες να "διαπαιδαγωγούνται" και σε μια άλλη, μια αριστερή άποψη. Ας πούμε, ποια είναι η θέση του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς, στον οποίο το ΠΑΣΟΚ ανήκει, για το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού ενός λαού, αλλά και πώς ορίζει και από ποιους ορίζεται το αίσθημα περί δικαίου ενός λαού -- του ελληνικού στην προκειμένη περίπτωση; Γιατί στην Ελλάδα του 21ου αιώνα μόνο συγκεκριμένοι πολιτικοί και ιδεολογικοί φορείς οικειοποιούνται το μονοπώλιο του προσδιορισμού του ελληνικού δικαίου, ένα δίκιο που αναπαράγεται στις τηλεοράσεις όπου οι αντίθετες απόψεις αποκλείονται ως "εθνοπροδοτικές" ή, στην καλύτερη περίπτωση, παιδαριώδεις; Ακόμη, ποια είναι η θέση αυτού του χώρου για το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να επιλύονται τέτοια προβλήματα; Τέλος, ποια είναι η θέση της Ελλάδας, όπως τη διεκδικεί η Αριστερά, στα Βαλκάνια.

Αντιθέτως, όλη η συζήτηση --με τη συμβολή, δυστυχώς, του Π. Ευθυμίου-- εξαντλήθηκε στους ηρωισμούς για το βέτο που θα ασκήσει η Ελλάδα, για την εθνική ομοψυχία μπροστά στον επεκτατισμό της FYROM, για την πίεση που μας ασκεί η Αμερική, και μάλιστα σε μας που είμαστε επί 55 χρόνια μέλη του ΝΑΤΟ (ιδού πως κεφαλοποιείται πολιτικά, σε εσωτερικό επίπεδο, η αρχή περί δυνατού και αδυνάτου). Εν ολίγοις, εμφανίστηκε και πάλι μια Ελλάδα "έθνος ανάδελφον" (ευτυχώς ο Σαρκοζί μας διέψευσε), απειλούμενη από όλες τις μεριές, μια Ελλάδα που αντιστέκεται στον ιμπεριαλισμό -- ασχέτως αν αυτό τον ιμπεριαλισμό περιμέναμε κι εμείς, για να επιβάλουμε το δίκιο μας στη γείτονα. Το επιχείρημα ότι η γειτονική χώρα έχει αναπτύξει --σε πολλές περιπτώσεις-- έναν ακραίο εθνικισμό δεν συνιστά άλλοθι, τουλάχιστον για την Αριστερά, ώστε να αποδέχεται τους όρους που θέτουν η Δεξιά και οι εθνικιστικές δυνάμεις αυτού του τόπου. Το Μακεδονικό έχει εξελιχθεί σε ένα ακανθώδες πρόβλημα, κυρίως γιατί, αφενός, οδηγεί σε μια άνευ προηγουμένου αντιπαλότητα μεταξύ των δύο γειτονικών λαών και, αφετέρου, επειδή καθιστά την Ελλάδα μέρος του προβλήματος: του νέου "βαλκανικού προβλήματος", το οποίο με το Κόσσοβο ενδέχεται να πάρει άλλες διαστάσεις.

Το Μακεδονικό λοιπόν έχει εξελιχθεί σε ακανθώδες πρόβλημα, έστω κι αν η Ελλάδα κέρδισε τη μάχη του ΝΑΤΟ. Κι αυτό γιατί η κυβέρνηση (με τη συναίνεση του ΠΑΣΟΚ) "πουλάει" αντιιμπεριαλιστική πολιτική (εναντίον των ΗΠΑ), με δίαυλο ωστόσο το πλαίσιο ενσάρκωσης του ιμπεριαλισμού --το ΝΑΤΟ--, υποδεικνύοντας μάλιστα ως δάκτυλο του ιμπεριαλισμού τη γείτονα. Έχει εξελιχθεί, τέλος, σε ακανθώδες πρόβλημα γιατί και ο γειτονικός λαός μάς αντιμετωπίζει πλέον ως τον "ιμπεριαλιστή" των Βαλκανίων, ο οποίος δεν του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει το όνομα που επιθυμεί. Ασχέτως αν και η FYROM, με τις πλάτες των ΗΠΑ, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τον ισχυρό σύμμαχο για να επιβάλλει το δίκιο της, πράγμα αυτό ιδιαίτερα ανησυχητικό. Πρώτον, γιατί ξαναγυρίζουμε σε μια παλιά αλλά τόσο γνωστή και επαναλαμβανόμενη στην περιοχή μας ιστορία όπου τα αντίπαλα μέρη θεωρούν, το καθένα για τον εαυτό του, ότι το δικό του εθνικό δίκαιο εμπεριέχει εκ των πραγμάτων αντιιμπεριαλισμό, ενώ το άλλο μέρος είναι ο δάκτυλος του ιμπεριαλισμού. Δεύτερον, γιατί οι όποιες αριστερές ή μετριοπαθείς δυνάμεις της FYROM δυσκολεύονται πλέον εξαιρετικά, σε αυτό το περιβάλλον όξυνσης, να έχουν φωνή.

Όλα αυτά, και άλλα πολλά, που καθιστούν το πρόβλημα ακανθώδες, ο Π. Ευθυμίου --δεν είναι ο μόνος βέβαια, τον αναφέρω απλώς ως παράδειγμα-- δεν τα εντόπισε, δεν τα ονομάτισε, δεν τα ανέλυσε τη Δευτέρα το βράδυ. Αναλώθηκε σε μαθήματα πολιτικής και διπλωματικής συμπεριφοράς, αφήνοντας ακόμη μια φορά ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να δώσει το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του κόμματός του σε αυτό το δύσκολο, έτσι όπως κατάντησε, πρόβλημα. 


[Δημοσιεύτηκε στα "Ενθέματα" της Αυγής.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου