Πέραν της «τουρκικής προκλητικότητας» και των εθνικών στερεοτύπων
Συνέντευξη της Σίας Αναγνωστοπούλου στον Στρατή Μπουρνάζο
Τον τελευταίο καιρό μιλάμε πολύ για την ΑΟΖ, και ειδικά την κυπριακή ΑΟΖ. Τι σημαίνει ΑΟΖ και ποια είναι η σημασία της;
Η ΑΟΖ, η
Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, είναι μια πολύ νέα έννοια –προέκυψε,
καταρχάς, από την ανάγκη διευθέτησης της διαμάχης για την αλιεία– και
προβλέπεται από τη συνθήκη του Δικαίου της Θάλασσας του 1982. Είναι μια
ζώνη 200 ναυτικών μιλίων μέσα στην οποία το κράτος δεν έχει κυριαρχία
αλλά κυριαρχικά δικαιώματα, και συγκεκριμένα το δικαίωμα στους φυσικούς
πόρους μέσα σε αυτή τη ζώνη. Η ΑΟΖ μπορεί να ανακηρυχθεί
μονομερώς από ένα κράτος μόνο στην περίπτωση που το όμορο στη θάλασσα
κράτος απέχει 400 και πλέον μίλια. Σε περίπτωση μικρότερης απόστασης, η
ΑΟΖ δεν ανακηρύσσεται, αλλά οριοθετείται έπειτα από συμφωνία με
το κράτος ή τα κράτη που έχουν μέτωπο στην ίδια θάλασσα. Αρχή λοιπόν
της οριοθέτησης της ΑΟΖ (σε όμορα κράτη) είναι η συναίνεση. Ως
εκ τούτου, πρόκειται μεν για μια ζώνη οικονομική (φυσικών πόρων και
εκμετάλλευσής τους), που αποκτά ωστόσο μεγάλο πολιτικό και, κατά
συνέπεια, συμβολικό βάρος. Από τη στιγμή που η ανακάλυψη των φυσικών
πόρων (εξόρυξη υδρογονανθράκων) συνιστά παράγοντα μερικής έστω αλλαγής
των ισορροπιών σε μια περιοχή, η ΑΟΖ αποκτά γεωπολιτική σημασία. Στην
οριοθέτησή της, λοιπόν, αποτυπώνονται πολιτικές στρατηγικές και
στοχεύσεις, αλλά και ιδεολογικοί προσανατολισμοί: η οριοθέτηση της ΑΟΖ
γίνεται για την οικονομική ευμάρεια των κοινωνιών της περιοχής ή για
λόγους γεωπολιτικού ανταγωνισμού;
Η κυπριακή
ΑΟΖ οριοθετήθηκε το 2004. Το σχέδιο Ανάν δεν προέβλεπε ΑΟΖ για το
ομόσπονδο κράτος και η Κυπριακή Δημοκρατία με τον τότε πρόεδρο Τάσσο
Παπαδόπουλο αποφάσισε, πριν από το δημοψήφισμα, να προχωρήσει στην
οριοθέτησή της, με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τον Λίβανο (η οριοθέτηση
με τον Λίβανο δεν έχει ακόμα εγκριθεί από τη Βουλή του).
Τι μεσολάβησε έκτοτε και πού βρισκόμαστε σήμερα;
Οι
συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν κατά την προηγούμενη φάση των συνομιλιών
μεταξύ Χριστόφια-Ταλάτ αλλά και Χριστόφια-Έρογλου διασφάλιζαν τον τρόπο
με τον οποίο η ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία θα χειριζόταν τόσο τους
φυσικούς πόρους όσο και τις θαλάσσιες ζώνες της. Εν ολίγοις, η ΑΟΖ
αποτελούσε το σημείο τομής για τη συγκρότηση ενός κοινού, κυπριακού συμφέροντος
και εντάχθηκε στην προοπτική της λύσης του Κυπριακού. Οι
διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους
αποτελούσαν το κομβικό σημείο της πολιτικής Χριστόφια για το Κυπριακό.
Σήμερα, έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, φαίνεται ότι οι
διαπραγματεύσεις απαξιώνονται· και μαζί με αυτές απαξιώνονται οι
Τουρκοκύπριοι. Το Κυπριακό μοιάζει να μεταφέρεται στη θάλασσα, στη
«γεωπολιτική παλαίστρα» της ανατολικής Μεσογείου, μπαίνει λοιπόν σε ένα
μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι εν εξελίξει.
Το γεωπολιτικό παιχνίδι στη Μέση Ανατολή
Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το γεωπολιτικό παιχνίδι.
Η κατάσταση
στη Μέση Ανατολή βρίσκεται σε ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο. Ίσως για πρώτη
φορά μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπουμε τέτοια κατάρρευση των
κοινωνιών και των κρατών της περιοχής. Οι ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια, κι
αφού συνέβαλαν αποφασιστικά στην κατάρρευση, προσπαθούν να αποφύγουν την
άμεση εμπλοκή τους, αφήνοντας την κατάσταση στα χέρια έμπιστων
«τοποτηρητών» τους. Η Τουρκία φαινόταν ότι μπορεί να είναι ένας τέτοιος
«τοποτηρητής»: ένα κράτος «δυτικό», μετριοπαθούς Ισλάμ και με προοπτική
ένταξης στην Ε.Ε., ένα κράτος λοιπόν πρότυπο για τα υπόλοιπα κράτη,
ειδικά μετά το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης. Όμως σε ένα παγκόσμιο
σύστημα, όπου ο ιμπεριαλισμός έχει αποκτήσει πολυπολικότητα, κάθε πόλος
επιδιώκει την αυτονόμησή του, τη διαμόρφωση ενός δικού του χώρου
ηγεμονίας. Πολύ περισσότερο που στο ακραία ανταγωνιστικό σύμπαν, το
οποίο οικοδομεί ο νεοφιλελευθερισμός, η διαμόρφωση χώρου ηγεμονίας
αποτελεί προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του ρόλου του πόλου. Η Τουρκία,
ειδικά την τελευταία περίοδο, παίζει ως μια «μεταδυτική» δύναμη, ένας
νεοφιλελεύθερος, «σουνιτικός» πόλος στην περιοχή. Θεωρώ λοιπόν ότι, στο
όνομα της μεγάλης πολιτισμικής ενότητας (ενός μουσουλμανικού, σουνιτικού
κόσμου) που επικαλείται, επιδιώκει την ηγεμονία στον μεγάλο εμπορικό
και ενεργειακό δρόμο που αποτελεί η Ανατολική Μεσόγειος (30% του
παγκόσμιου εμπορίου και 20% της παγκόσμιας διακίνησης πετρελαίου).
Ωστόσο, αυτή η «μεταδυτική» πολιτική της Τουρκίας ενέχει μεγάλους
κινδύνους για την ίδια, κυρίως στο εσωτερικό της.
Ο
όρος που χρησιμοποιείται σταθερά και κυριαρχεί στα κυρίαρχα ελληνικά
μίντια, για να ερμηνευθεί η πολιτική της Τουρκίας, είναι η
«προκλητικότητα». Πώς τον σχολιάζεις;
Διαβάζοντας την πολιτική της Τουρκίας μόνο ως πρόκληση, και ειδικά
απέναντί μας –κι αυτό κάνουμε κατά κόρον– περιορίζουμε αυτομάτως το
εύρος της ανάλυσής μας, επομένως και της πολιτικής που πρέπει να
ασκήσουμε. Θέλω να είμαι σαφής. Η χρήση του όρου, σε ένα βαθμό, είναι
δικαιολογημένη: οι «βόλτες» του Μπαρμπαρός, λ.χ., στην κυπριακή ΑΟΖ αποτελούν αναμφισβήτητα επιθετική πράξη. Ο όρος προκλητικότητα όμως
μας εγκλωβίζει, γιατί περιορίζει την ανάγνωση της Τουρκίας στο πλαίσιο
της σύγκρουσης δύο αιώνιων εχθρών, που ο ένας μονίμως καταπατεί τα εθνικά δίκαια
του άλλου, και όχι στο πλαίσιο δύο γειτονικών κρατών με ενίοτε αντίπαλα
και συγκρουόμενα συμφέροντα, σε μια περιοχή μεγάλων και πολύπλοκων
ανταγωνισμών.
Τα πράγματα
είναι σύνθετα και, βέβαια, δεν περιστρέφονται γύρω από εμάς. Στην
περίπτωση της κυπριακής ΑΟΖ, πράγματι η Τουρκία, βασιζόμενη στη ναυτική
της υπεροχή απέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία, προκαλεί· ο
στόχος όμως της πρόκλησης δεν είναι αποκλειστικά η Κυπριακή Δημοκρατία
ούτε, μέσα από αυτήν, η Ελλάδα. Ο στόχος είναι πολύ ευρύτερος και αφορά
το Ισραήλ, την Αίγυπτο, καθώς και άλλα κράτη-πόλους. Η παρουσία της
Ρωσίας και της Κίνας στην περιοχή δείχνουν ότι το παιχνίδι είναι
ευρύτερο. Το γεγονός επίσης ότι η διεθνής κοινότητα έχει πολύ χλιαρή
αντίδραση απέναντι σε αυτή τη στάση της Τουρκίας επιβεβαιώνει το μέγεθος
των ανταγωνισμών και των δύσκολων ισορροπιών στην περιοχή.
Γεωπολιτικοί άξονες και συμμαχίες Ελλάδας και Κύπρου
Μένοντας
στο ζήτημα των ανταγωνισμών και των δύσκολων ισορροπιών, πρέπει ασφαλώς
να μιλήσουμε για τη συμμαχίες που διαμορφώνουν η Ελλάδα και η Κύπρος
στην περιοχή.
Η «στενή»
ανάγνωση της Τουρκίας υπό το πρίσμα της προκλητικότητάς της και της
παραβίασης των «εθνικών δικαίων» μας, μπορεί να οδηγεί την Ελλάδα αλλά
και την Κυπριακή Δημοκρατία σε διαμόρφωση γεωστρατηγικών αξόνων που,
έχοντας ως στόχο το «στρίμωγμα» του εθνικού εχθρού, εμπλέκουν τα δύο
κράτη ακόμη περισσότερο στους γεωστρατηγικούς ανταγωνισμούς, επομένως
και στις προκλήσεις της Τουρκίας. Ασφαλώς η Κυπριακή Δημοκρατία
χρειαζόταν να συνεννοηθεί με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αφού με αυτές
τις χώρες έπρεπε να οριοθετήσει την ΑΟΖ, ωστόσο οι άξονες και οι
συμμαχίες είναι κάτι διαφορετικό.
Πολύ φοβάμαι, δηλαδή, ότι η συμμαχία Ελλάδας-Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο εντάσσεται στη λογική ενός γεωστρατηγικού άξονα
για να «στριμωχτεί» η Τουρκία. Και αυτό δεν το λέω μόνο από αριστερή
σκοπιά (πώς μπορείς να συμμαχείς με τέτοια στρατοκρατικά και
καταπιεστικά καθεστώτα;), αλλά και από μια ρεαλιστική σκοπιά: Μπορούν
τέτοιοι άξονες να διευκολύνουν τη λύση του Κυπριακού και των ανοικτών
ελληνοτουρκικών προβλημάτων, να «στριμώξουν» την Τουρκία; Εκτιμώ ότι –αν
πράγματι ο φόβος μου περί τέτοιου άξονα έχει βάση– η Κύπρος κινδυνεύει
να γίνει το επίκεντρο μεγάλων και μικρότερων ανταγωνισμών (και
Ελλάδας-Τουρκίας), μέσα από την οποία επιδιώκεται η λύση όχι του
Κυπριακού αλλά δίνεται η ευκαιρία στην Ελλάδα είτε για «στρίμωγμα» της
Τουρκίας για άλλα θέματα (για παράδειγμα της οριοθέτησης της ελληνικής
ΑΟΖ στις «δύσκολες» περιοχές), είτε για να ενισχύσει, μέσω της Κύπρου,
τη γεωστρατηγική της ισχύ στην Ανατολική Μεσόγειο. Και η προϊστορία του
κ. Σαμαρά και του περιβάλλοντός του δεν μου εμπνέει καμιά εμπιστοσύνη
για τον χειρισμό των «εθνικών θεμάτων» μας. Φοβάμαι λοιπόν μήπως, όπως
κάποτε το Κυπριακό εντάχθηκε από τέτοιους χειρισμούς στους μεγάλους
ψυχροπολεμικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή, στην παρούσα φάση
«μεσανατολικοποιηθεί», κάτι που θα διευκολύνει και την ένταξη της Κύπρου
στο ΝΑΤΟ, για λόγους «προστασίας».
Όπως έλεγα πριν, επί Χριστόφια και Ταλάτ η λογική ήταν ότι ο φυσικός πλούτος της κυπριακής ΑΟΖ έφτιαχνε ένα κοινό κυπριακό συμφέρον.
Ανησυχώ ότι η κυβέρνηση Αναστασιάδη, κυρίως με την παύση των
συνομιλιών, αποκλείει τους Τουρκοκύπριους από αυτό το συμφέρον,
καθιστώντας αυτό τον πλούτο γεωστρατηγικό εργαλείο. Κατά τη γνώμη μου, η
Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει οπωσδήποτε να συνεχίσει τις συνομιλίες,
παραπέμποντας το ζήτημα της παραβίασης της ΑΟΖ από την Τουρκία σε
διεθνείς οργανισμούς (είτε στο διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είτε σε αυτό
του Δικαίου της Θάλασσας). Διακόπτοντας τις συνομιλίες, όχι μόνο
απαξιώνει την τουρκοκυπριακή κοινότητα αλλά εγκλωβίζει τις συνομιλίες
στις «διαθέσεις» της Τουρκίας: θα ξαναρχίσουν όταν το Μπαρμπαρός
φύγει από την ΑΟΖ. Με λίγα λόγια, παρακάμπτονται οι Τουρκοκύπριοι και
στο κάδρο του Κυπριακού μπαίνει μόνο η Τουρκία (και από την πίσω πόρτα η
Ελλάδα;), και μάλιστα σε μια εποχή μεγάλης κρίσης στη Μέση Ανατολή.
Σκέφτομαι
τον μνημειώδη λόγο του Μακάριου στον ΟΗΕ μετά την τουρκική εισβολή, όταν
απέναντι στην καταστροφή του ’74 –στην οποία οδήγησε και η
πολιτική της δεκαετίας του ’60, στην οποία ο ίδιος πρωταγωνίστησε–
τόνισε ότι η επιβίωση του κυπριακού κράτους εξαρτάται άμεσα από τους
Τουρκοκύπριους, από τον δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους, ανεξαρτήτως
Τουρκίας και Ελλάδας. Γιατί, τότε, είχε, επιτέλους, αντιληφθεί ότι ο μη
δικοινοτικός χαρακτήρας της Κυπριακής Δημοκρατίας την βάζει σε μέγιστες
περιπέτειες.
Συνεχίζοντας, στο ίδιο θέμα, ας δούμε την πρόσφατη συμφωνία «ενοποίησης» των υδάτων μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.
Εξέφρασα τον
φόβο μου για τους χειρισμούς Σαμαρά και Αναστασιάδη με αφορμή και τη
συμφωνία για την «ενοποίηση των υδάτων» που παρουσιάστηκε με
τυμπανοκρουσίες, κυρίως στην Κύπρο. Κι ενώ πρόκειται για μια συνηθισμένη
συμφωνία έρευνας και διάσωσης, σε αυτά τα ύδατα, τροφοδοτεί μια
εθνικιστική ρητορική που δηλητηριάζει ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα
στην Κύπρο, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο κοινότητες.
Πολύ περισσότερο που οι συνομιλίες έχουν διακοπεί και η Τουρκία «κόβει
βόλτες» με το Μπαρμπαρός. Το σκηνικό παραπέμπει, σε κάποια
σημεία, σε αυτό της δεκαετίας του ’90 με τα δόγματα περί «ενεργών
ηφαιστείων» και την «πυραυλολογία», που προκάλεσαν τεράστια ζημιά στις
διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό. Τροφοδοτείται η λογική που είχε
κυριαρχήσει τότε, στην εποχή του ενιαίου αμυντικού δόγματος, του ενιαίου
χώρου του ελληνισμού απέναντι στον προαιώνιο εχθρό, όπου η Κυπριακή
Δημοκρατία καλείται να παίξει το ρόλο του «προμαχώνα». Εδώ έρχονται και
«κουμπώνουν» οι μεγαλοστομίες περί «δυναμικών απαντήσεων» στον προαιώνιο
εχθρό, από ανθρώπους του περιβάλλοντος του πρωθυπουργού (λ.χ. Φαήλος
Κρανιδιώτης), μεγαλοστομίες που ενισχύουν τους φόβους παρά τους
κατευνάζουν.
Οι
«δυναμικές απαντήσεις» όμως υπαινίσσονται πόλεμο. Ασφαλώς, δεν θεωρώ ότι
η ελληνική κυβέρνηση είναι, σε οποιαδήποτε περίπτωση, υπέρ του πολέμου
με την Τουρκία. Αυτή η εθνικιστική ρητορική όμως περιορίζει επικίνδυνα
τα περιθώρια της διαπραγμάτευσης στο Κυπριακό, καθώς και της αναζήτησης
ουσιαστικού εδάφους συνεννόησης Ελλάδας-Τουρκίας. Παράλληλα, νομιμοποιεί
την κούρσα των εξοπλισμών από την οποία έχει επωφεληθεί τα μέγιστα μια
«τάξη υπερπατριωτών» (άλλοι είναι στη φυλακή, άλλοι πρόκειται να μπουν,
και μάλλον ακολουθούν πολλοί ακόμα), και νομιμοποιεί την «προστασία» του
ΝΑΤΟ. Άπειρες φορές ανέβηκαν οι τόνοι και άπειρες φορές κατέβηκαν «χάρη
στην παρέμβαση» των «συμμάχων μας». Μοιάζει σαν φάρσα: το ΝΑΤΟ αφήνει
τους δύο προαιώνιους να κάνουν προσομοιώσεις πολέμου, που
δικαιολογούν και τους εξοπλισμούς, και όταν τα πράγματα σκουρύνουν τότε
επεμβαίνει για να μας λύσει τα προβλήματα. Στο μεταξύ ωστόσο αυτό το
έθνος βιώνει μονίμως το άδικο, τον φόβο και την απειλή από έναν πανίσχυρο και ανεξέλεγκτο εθνικό εχθρό.
Το μεγάλο
μου ερώτημα είναι: Ως κοινωνία, γιατί επιτρέπουμε να παίζεται αυτό το
παιχνίδι σε βάρος μας; Η Τουρκία είναι πράγματι ένας δύσκολος γείτονας,
με τον οποίο έχουμε πολλά ανοικτά θέματα. Όμως, από τη στιγμή που δεν
θέλουμε πόλεμο, τότε η διεκδίκησή μας πρέπει να είναι μία: η ανεύρεση
τρόπων επίλυσης των ανοικτών προβλημάτων. Επίλυσης, που θα κοστίζει
λιγότερο από τον πόλεμο ή την προσομοίωση πολέμου.
Ιμπεριαλισμός, αντιιμπεριαλισμός και αριστερή πολιτική
Με
όσα λες, αλλά και όλα όσα έχεις γράψει, σκιαγραφείς για την Αριστερά μια
ερμηνευτική και πολιτική γραμμή εντελώς διαφορετική από τη γνωστή
«αντιιμπεριαλιστική»
Καταρχάς, για την Αριστερά το μείζον ζήτημα είναι να πολιτικοποιήσει
τα «εθνικά δίκαια», να τα ξανασυζητήσει διαλεκτικά και όχι ως
αμετακίνητα, υπεράνω ιδεολογίας και πολιτικής αξιώματα. Ας μην ξεχνάμε
ότι τα «εθνικά δίκαια» δεν τα όρισε η Αριστερά· τα όρισαν κατεξοχήν οι
πολιτικές δυνάμεις που είχαν την ηγεμονία και ήθελαν να διαιωνίζουν την
ηγεμονία τους, περιθωριοποιώντας τους εχθρούς τους ως «προδότες». Όταν
τα «εθνικά θέματα» δεν αποτελούν μέρος του ανοικτού, δημοκρατικού
διαλόγου, τότε κάποιες αυταρχικές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές
δυνάμεις επωφελούνται. Τότε, κάποιοι οικειοποιούνται μονοπωλιακά την βούληση του έθνους
και τη διαχειρίζονται όπως θέλουν. Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για
«αριστερό πατριωτισμό», βάζοντας απλώς αριστερό πρόσημο στα «εθνικά
δίκαια», τα οποία οι αντίπαλες της Αριστεράς δυνάμεις όρισαν ως
αμετακίνητα. Δεν μπορούμε να μιλάμε για αντιιμπεριαλισμό, πατώντας πάνω
στα «δίκαια» αυτά, έτσι όπως τα όρισαν οι ηγεμονικές τάξεις και μάλιστα
σε συγκεκριμένες περιόδους.
Αριστερή,
αντιιμπεριαλιστική πολιτική δεν σημαίνει έναν εύκολο αντιτουρκισμό,
επειδή η Τουρκία είναι «δάκτυλος του ιμπεριαλισμού». Πολύ περισσότερο
που και η Ελλάδα έχει παίξει στο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι.
Αντιιμπεριαλισμός σημαίνει κόβω –ή έστω μειώνω– τις υποδοχές του
ιμπεριαλισμού στην περιοχή, κόβω τους διαδρόμους διείσδυσής του. Αν ο
ιμπεριαλισμός οξύνει και υποκινεί τους ανταγωνισμούς, η απάντηση είναι
μία: κάνω πολιτική με τρόπο που να μειώνονται οι εθνικοί ανταγωνισμοί,
όχι να ενισχύονται. Η λύση, για παράδειγμα, του Κυπριακού με ομοσπονδία
περιορίζει τον χώρο ιμπεριαλιστικής δράσης, γιατί σταματάει τον
κατακερματισμό και ενισχύει το κυπριακό κράτος. Θεμελιώδης στρατηγική
του ιμπεριαλισμού είναι ο κατακερματισμός της κοινωνίας με κριτήρια
εθνο-θρησκευτικά, πολιτισμικά και η αποδυνάμωση των κρατών. Ο
αντιιμπεριαλισμός δεν μπορεί να μην είναι αυστηρά κριτικός με τον
εθνικισμό, καθώς ο τελευταίος είναι γέννημα-θρέμμα του ιμπεριαλισμού του
19ου αιώνα.
Η λογική,
για παράδειγμα, μιας «ζώνης του ελληνισμού» Ελλάδας και Κύπρου, όπου οι
δύο κοινωνίες θα πολεμήσουν κατά της λιτότητας, της τρόικας και του
νεοφιλελευθερισμού, μας βάζει από την πίσω πόρτα στη λογική των
πολιτισμικών ζωνών, των πολιτισμικών ενοτήτων, που ενισχύουν τη λογική
αυτού που υποτίθεται πολεμούν: του νεοφιλελευθερισμού. Για την Αριστερά,
η ενότητα πρέπει να είναι πολιτική και ταξική. Ενότητα εν τόπω και
χρόνω, όχι πολιτισμική και εθνοτική άνευ τόπου· πρέπει να φτιάχνει
πολιτικές υποδοχές στον χώρο.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς, το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά
Ρωτάω,
και κλείνω, εξειδικεύοντας τα παραπάνω. Σε ποια κατεύθυνση πιστεύεις
ότι πρέπει να κινηθεί η κυβέρνηση της Αριστεράς, στα θέματα που
συζητάμε;
Θα
προσπαθήσω να απαντήσω, διατυπώνοντας μερικές βασικές σκέψεις, και όχι
βέβαια κάποιο «μανιφέστο» ή «πλατφόρμα». Αρχή του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ειρήνη
και η σταθερότητα στην περιοχή. Και θεωρώ ότι αυτή η αρχή είναι ουσιωδώς
αντιιμπεριαλιστική, αντικαπιταλιστική και ρεαλιστική, ειδικά στην εποχή μας, όπου η λιτότητα και οι ανταγωνισμοί οδηγούν σε εκβαρβαρισμό
των κοινωνιών στην περιοχή μας, είτε λόγω φτώχειας είτε λόγω πολέμων.
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να είναι
αδιαπραγμάτευτα υπέρ της λύσης του Κυπριακού στη βάση μιας διζωνικής,
δικοινοτικής ομοσπονδίας, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Αυτή η λύση
όμως έχει μια σημαντική προϋπόθεση: αποδεχόμαστε ότι το κυπριακό συμφέρον
ορίζεται και από τις δύο κοινότητες εξίσου, και μόνο από αυτές. Ο
τερματισμός της κατοχής, η οποία δικαιολογεί την ιστορικότητα της
ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, αλλά και νομιμοποιεί την εξάρτηση της Κύπρου
και τους περιφερειακούς ανταγωνισμούς, πρέπει να αποτελέσει το μείζον
κυπριακό συμφέρον στο πλαίσιο της ομόσπονδης λύσης, ένα συμφέρον που
συγκροτείται στη βάση της εγγύησης της ασφάλειας και των δύο κοινοτήτων.
Σε ό,τι
αφορά τα ελληνοτουρκικά, μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να
επαναπροσδιορίσει το περιεχόμενο της ελληνοτουρκικής φιλίας και
συνεργασίας. Με δεδομένο ότι στην περιοχή μας η Τουρκία είναι μια από
τις ελάχιστες χώρες της οποίας η κοινωνία δεν έχει καταρρεύσει (και δεν
μας συμφέρει να καταρρεύσει), με δεδομένο επίσης ότι αυτή η χώρα είναι
μια από τις ελάχιστες στις οποίες υπάρχει μια κοινωνία με δείγματα
αντίστασης στον εκβαρβαρισμό, τότε, αντί να αναζητούμε
γεωστρατηγικά τόξα με πιο μακρινούς και αμφίβολους γείτονες, μήπως θα
ήταν σκόπιμο να αναζητήσουμε πεδία συναίνεσης με αυτό τον γείτονα (όπως
και με τους υπόλοιπους, άλλωστε); Μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να
ξαναδεί τη γειτονιά της, αναζητώντας σε αυτή την πολιτική –και όχι
γεωστρατηγική– ενίσχυση της χώρας.
Τα
ελληνοτουρκικά προβλήματα δεν θα λυθούν, ασφαλώς, από τη μια στιγμή στην
άλλη. Μπορούν όμως να μπουν σε ένα πλαίσιο πολιτικού διαλόγου, όπου το
εθνικό συμφέρον θα ενταχθεί σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό συμφέρον όπως αυτό
το ορίζει η Αριστερά, όχι οι λογικές ηγεμονίας στην περιοχή μέσω της
Ε.Ε., όπως έγινε σε προηγούμενες περιόδους. Η εποχή που ζούμε είναι πολύ
πιο πολύπλοκη από όσο την παρουσιάζει η εθνικιστική ρητορεία. Η λύση
στο μεταναστευτικό και προσφυγικό πρόβλημα με όρους σεβασμού της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαιτεί πλέον συναινέσεις, και όχι φράχτες,
ανάμεσα σε πολλά και διαφορετικά κράτη. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, σε
συνεννόηση με τους γείτονες, είναι αυτή που μπορεί να απαντήσει — πολύ
περισσότερο που και η Τουρκία έχει συμφέρον από τέτοια συνεννόηση.
Η Ιστορία
και οι ανάγκες που δημιουργεί υποδεικνύουν και τις λύσεις, ειδικά για
την Αριστερά η οποία είναι η κατεξοχήν ρεαλιστική πολιτική δύναμη, αφού
απαντάει στα προβλήματα της κοινωνίας εν τόπω και χρόνω. Η οριοθέτηση
των ΑΟΖ με τις γειτονικές χώρες μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για τη
δημιουργία ενός κοινού συμφέροντος, για τις κοινωνίες των όμορων κρατών,
αντί να γίνει εργαλείο σκληρών ανταγωνισμών. Ας βρούμε ως Αριστερά τα πολιτικά δίκαια που μπορούν να συνδέσουν τις γειτονικές χώρες και να τις ενισχύσουν.
[Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής]